Της Πολυτίμης-Μαρίας Βιντσιλαίου,
Στις αρχές του μήνα, ο Πρόεδρος Donald Trump και ο ομόλογος του Xi Jinping συναντήθηκαν στο Μπουένος Άιρες στα πλαίσια του G20 με σκοπό να συμφωνήσουν μια τρίμηνη ανακωχή στον εμπορικό πόλεμο, που έχει ξεσπάσει τους τελευταίους 9 μήνες μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας. Σκοπός αυτής της κίνησης είναι η επανεξέταση και η επίλυση μιας σειράς οικονομικών ζητημάτων που αποτελούν τροχοπέδη στις εμπορικές συναλλαγές εκατέρωθεν. Το διμερές εμπορικό έλλειμμα, η διαφορά δασμολογικών ποσοστών στα εισαγόμενα προϊόντα (3,4%για τις ΗΠΑ έναντι 9,8% για την Κίνα), καθώς επίσης και τα ζητήματα της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, της μεταφοράς ξένης τεχνολογίας αλλά και της κρατικοκεντρικής κινεζικής στρατηγικής υποστήριξης των εθνικών επιχειρήσεων, αποτελούν το επίκεντρο των διμερών συζητήσεων. Πρόκειται για μια σημαντική στιγμή για την ελεύθερη αγορά η οποία την τελευταία διετία έχει πλήρως επηρεαστεί από τα προστατευτικά φαινόμενα που ξεπηδούν σε διάφορα κράτη , με πρωτοπόρους τις ΗΠΑ.
Η αλήθεια είναι πως τα νούμερα της αμερικάνικης οικονομίας φαίνεται να δικαιώνουν τον Πρόεδρο της και αποτελούν ισχυρά χαρτιά για την μελλοντική επανεκλογή του , αν και απέχει 2 έτη ακόμη από αυτό τον στόχο. Πιο συγκεκριμένα, η ανεργία βρίσκεται στο 3,7% που αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 50 ετών, ενώ σημειώνεται ανοδική τάση όσον αφορά το επίπεδο μισθών. Ταυτόχρονα οι αμερικάνικες αγορές μετοχών βρίσκονται σε ιστορικά ύψη χάρη στη μείωση των φόρων, την απορρύθμιση αλλά και τη φυσική ροή της οικονομίας. Όσον αφορά το διεθνές εμπόριο η στρατηγική του Trump, με την επιβολή δασμολογικών εμποδίων και άλλων προστατευτικών μέτρων απέδωσε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Μέσω της άσκησης πιέσεων, κατόρθωσε να αντικαταστήσει την Βορειο-Ατλαντική Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (NAFTA ) που δέσμευε τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό με μια νέα τριμερή εμπορική συμφωνία (USMCA), η οποία βέβαια χρειάζεται την έγκριση του Κογκρέσου για να τεθεί σε ισχύ. Την επιτυχία της αμερικανικής οικονομίας, μάλιστα, έρχεται να επισφραγίσει ο τίτλος της ως «η πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου» που της αποδόθηκε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ για το έτος 2018.
Ωστόσο σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους, η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ιδανική όσο φαίνεται.
Πιο συγκεκριμένα η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ μειώθηκε σχεδόν στο μισό μεταξύ 2016 (486.039.000$) και 2017 (292.076.000$) ενώ και για τη φετινή χρονιά οι προβλέψεις δεν φαίνονται αισιόδοξες. Επιπλέον, ο εμπορικός πόλεμος έχει προκαλέσει σωρεία προβλημάτων και στον αμερικάνικο πρωτογενή τομέα ο οποίος υποστηρίχθηκε οικονομικά από ίδιο το αμερικάνικο κράτος! Φυσικά οι μεγάλοι χαμένοι του παιχνιδιού είναι οι Αμερικανοί εισαγωγείς χάλυβα και αλουμινίου, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν επιπλέον 25% και 10% αντίστοιχα για αυτά τα προϊόντα. Βέβαια, στόχος του Προέδρου Trump μεταξύ άλλων είναι και ο επαναπατρισμός των αμερικανικών επιχειρήσεων που για λόγους κέρδους έχουν επιλέξει να δραστηριοποιούνται εκτός συνόρων και ιδίως στην Κίνα.
Πώς όμως οι αποφάσεις Trump επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία;
Σε περιφερειακό επίπεδο, οι αναδυόμενες αλλά και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες φαίνεται να βρίσκονται στην πιο δεινή θέση εξαιτίας κυρίως της αύξησης των αμερικανικών σταθερών επιτοκίων. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε τοποθέτηση των κεφαλαίων σε δολάρια καθιστώντας ακριβότερο το ξένο συνάλλαγμα . Το ΔΝΤ ήδη παρατηρεί μειωμένες ροές κεφαλαίων προς τις αναδυόμενες αγορές ως αποτέλεσμα αυτού. Όσον αφορά την ΕΕ, το έτος 2017 αντιμετώπισε μια τεράστια μείωση άμεσων ξένων επενδυτικών κεφαλαίων από τις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά ,αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ενδεχομένως να βγει κερδισμένη σε περίπτωση που το αμερικανοκινέζικο χάσμα δεν γεφυρωθεί μέχρι την 1η Μαρτίου του 2019. Βασίζονται γι αυτό, στην λογική ότι η Ε.Ε μπορεί να υποκαταστήσει τα αμερικάνικα προϊόντα στην κινέζικη αγορά εφόσον διατηρήσει μια ουδέτερη στάση. Όμως, η διάθεση του Αμερικανού Προέδρου δεν δείχνει ιδιαίτερα φιλική ούτε στην περίπτωση της Ευρώπης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα κινηθεί εναντίον των ευρωπαϊκών προϊόντων και ιδιαίτερα των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών.
Ίσως σε μια εποχή όπως εκείνη πριν το Β’ Π.Π, η επιβολή δασμών και η οικονομική λογική του προστατευτισμού των εθνικών οικονομιών να μην αποτελούσε απειλή για την Παγκόσμια Οικονομία, διότι πάνω σε αυτές τις αρχές λειτουργούσε. Όμως, από τότε η σταδιακή μετάβαση στην απόλυτη ελευθερία του διεθνούς εμπορίου και της κίνησης κεφαλαίων δημιούργησε το πολυμερές σύστημα εμπορίου καθώς και θεσμούς για να επιτηρούν τη λειτουργία του, όπως ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Η οικονομική πολιτική Trump όμως διαταράσσει αυτό το σύστημα μέσω των δασμών, δυσχεραίνοντας το εμπόριο και καθιστώντας τα προϊόντα ακριβότερα με αποτέλεσμα να πλήττονται τα συμφέροντα των καταναλωτών σε παγκόσμια κλίμακα. Παράλληλα, επιτείνει την αβεβαιότητα των αγορών αλλά και των επενδυτών αυξάνοντας τις πιθανότητες εκδήλωσης μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης ενώ αποδυναμώνει και οποιονδήποτε διεθνή θεσμό θα μπορούσε να την αποτρέψει. Μια φορά αυτό που αποδείχθηκε μέσα από τις διάφορες παρεμβάσεις του Αμερικανού προέδρου αλλά και τις επιπτώσεις αυτών, είναι αδιαμφισβήτητα η ευθραυστότητα της διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας.
Η Πολυτίμη-Μαρία Βιντσιλαίου είναι απόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με κατεύθυνση τις Διεθνείς Σχέσεις και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα «Οικονομικά και Δίκαιο στις ενεργειακές αγορές» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές προσομοιώσεις και διεθνή συνέδρια, με διακρίσεις, ενώ έχει υπάρξει μέλος ερευνητικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στη μελέτη της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας.