Του Στέλιου Χριστοδουλάκη,
Τις 21 φτάνουν πλέον οι παραιτήσεις μελών της ευρύτερης κυβέρνησης του Τραμπ μετά από την απομάκρυνση του Τζέιμς Μάτις από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ. Την αφορμή, ως γνωστόν, έδωσε ένα τηλεφώνημα του Τραμπ στον Τούρκο πρόεδρο, Ερντογάν, αναφορικά με την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Συρία.
Η παραίτηση του συνοδεύτηκε από ένα ασυνήθιστο κύμα ανησυχίας στην Ουάσιγκτον με αιχμές, όχι μόνο από τους Δημοκρατικούς, αλλά και από κορυφαίους Ρεπουμπλικάνους πολιτευομένους και αναλυτές. Εξάλλου, για πολλούς ο Μάτις αποτελούσε το δίχτυ ασφαλείας του πλανήτη απέναντι στον πολιτικό αυθορμητισμό του Τραμπ και αποτελούσε εγγυητή της σταθερότητας στον απρόβλεπτο χαρακτήρα των κινήσεων του.
Ο πρόεδρος Τραμπ δεν συμβουλεύτηκε τον Μάτις πριν αποσύρει την στήριξη των ΗΠΑ από την συμφωνία του Ιράν για τα πυρηνικά, καθώς και όταν σταμάτησε τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με την Νότια Κορέα. Μάλιστα αγνόησε τις παρακλήσεις του για την εξασφάλιση της στήριξης του Κογκρέσου πριν τις αεροπορικές επιθέσεις στην Συρία το 2017, ως αντίποινα στην χρήση χημικών, καθώς και για την μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ.
O Μάτις, στο γράμμα της παραίτησης του, δεν αναφέρθηκε ούτε σε αυτές τις διαφωνίες αλλά ούτε στο ζήτημα της απομάκρυνσης στρατευμάτων από την Μέση Ανατολή. Αντίθετα, αναφέρθηκε στον τρόπο που θεωρεί πως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι σύμμαχοι της χώρας, υπογραμμίζοντας την προσέγγιση του Τραμπ στα διεθνή ζητήματα ως καταστροφική για την αμερικανική επιρροή. Ισχυρίστηκε πως το επίκεντρο των εθνικών συμφερόντων είναι η παροχή αποτελεσματικής ηγεσίας στους συμμάχους της χώρας και επαίνεσε το ΝΑΤΟ, αλλά και τον συνασπισμό που αντιμετώπισε το «Ισλαμικό Κράτος», φορείς που ο Τραμπ προδίδει και υποβαθμίζει με τις κινήσεις του.
Ωστόσο, η βασικότερη ένσταση, σχετίζεται με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην Ρωσία και στην Κίνα, δύο κράτη με αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησης που επιδιώκουν παγκόσμια επικράτηση. Η κριτική του Ματίς πέραν του ότι αποτελεί την ισχυρότερη δημόσια κριτική που έχει δεχτεί ο Τραμπ από πρώην μέλος της κυβέρνησης του, φανερώνει και ένα μεγάλο χάσμα που επικρατεί ανάμεσα στον Τραμπ και στην ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο. Το χάσμα αυτό αφορά τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την εξωτερική πολιτική από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, μετά την βιομηχανική επανάσταση των ΗΠΑ, ο απομονωτισμός σαν πτυχή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας εγκαταλείφθηκε. Από την Κοινωνία των Εθνών του Ουίλσον, μέχρι τις διαμεσολαβητικές συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου και την ίδρυση του ΝΑΤΟ, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ βασίζεται στον ρόλο τους ειρηνοποιού και εγγυητή της παγκόσμιας σταθερότητας. Φυσικά, όλα τα παραπάνω επιτεύχθηκαν μέσω παρεμβάσεων στα εσωτερικά άλλων κρατών, αλλά κυρίως, με την δημιουργία και ενίσχυση μεγάλων συμμαχιών και την αποτροπή πυρηνικών συγκρούσεων.
Στα πλαίσια του παγκόσμιου status quo, οι ΗΠΑ, ως μοναδική υπερδύναμη, έχει αναλάβει αυτόν τον ρόλο του διαμεσολαβητή για την αποφυγή συγκρούσεων και έχουν χτίσει συμμαχίες σε κάθε γωνία του πλανήτη. Αυτήν την πολιτική φαίνεται πως απορρίπτει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει επανειλημμένα υποστηρίξει την απομάκρυνση στρατευμάτων των ΗΠΑ από την Μέση Ανατολή, υποβαθμίζει το ΝΑΤΟ και φλερτάρει την Ρωσία. Πριν την ανάδειξη του σε πρόεδρο είχε δηλώσει πως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία θα πρέπει να αναπτύξουν το δικό τους πυρηνικό οπλοστάσιο και έχει αφήσει υπαινιγμούς για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ αν τα κράτη μέλη δεν συνεισφέρουν τα ποσά που τους αναλογούν.
Αν κανείς επιχειρήσει μια ευρύτερη ανάγνωση, αυτή η διαφορά φιλοσοφίας φαίνεται πως οδήγησε στο διαζύγιο του με τον Μάτις. Όλες οι διαφωνίες τους προκύπτουν από το πως βλέπουν τις ΗΠΑ στην παγκόσμια τάξη. Δυστυχώς όμως για την παγκόσμια σταθερότητα, αυτές οι πολιτικές φαίνεται πως έχουν αντίκτυπο στον Αμερικάνο πολίτη, καθώς παρά τις παραιτήσεις, τα σκάνδαλα και τις αποκαλύψεις, η επιρροή του Τραμπ στον λαό του φαίνεται να παραμένει σταθερή.