Του Σωτήρη Σωτηρίου,
Με έναυσμα την έντονη ενασχόληση μου με το συγκεκριμένο θέμα το τελευταίο διάστημα στα πλαίσια μιας ομαδικής εργασίας, πήρα την απόφαση να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, να τις περιορίσω σε μερικές μόνο γραμμές και να παραθέσω σύντομα την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία, αλλά και τα αίτια της σύγχρονης κατάστασης, των οποίων οι ρίζες δεν είναι καθόλου επιφανειακές.
Η ελληνική κοινωνία, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δεν έχει ακόμη «αναρρώσει». Μετά από σκληρά μέτρα λιτότητας, αρκετές μεταρρυθμίσεις, πολλαπλές εναλλαγές κυβερνητικών σχημάτων και αέναες διαπραγματεύσεις δεν έχει καταφέρει να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα τελευταία δεδομένα του ΟΟΣΑ, το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης συνιστά το 189% του ΑΕΠ (2017), η ανεργία βρίσκεται στο 19,5% περίπου (3ο τρίμηνο 2018) και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει μειωμένο, μετά την καθοδική του πορεία από το 2009 κι έπειτα. Αυτοί οι μακροοικονομικοί δείκτες είναι η απόδειξη ότι δυστυχώς η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, αν δεν είναι ανύπαρκτη, είναι αναμφίβολα ισχνή.
Οι επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης είναι δραματικές και δεν περιορίζονται στον οικονομικό τομέα αποκλειστικά. Καταρχάς το brand «Ελλάδα» σε αυτά τα χρόνια της κρίσης δέχτηκε σημαντική πληγή. Η χώρα μας δεν έλειπε από την επικαιρότητα στα μέσα ενημέρωσης αλλά όχι για τα κατορθώματά μας, αντίθετα για τη δεινή οικονομική κρίση που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, αλλά και για τις εκάστοτε πολιτικές που έχουν επιλεχθεί με αρνητικές, πολλές φορές, συνέπειες. Επίσης, και οι κοινωνικές διαστάσεις δεν ήταν αμελητέες. Η ανεργία και η φτώχεια έφεραν αύξηση της εγκληματικότητας και ο φαύλος κύκλος της βίας επιδεινώθηκε τα χρόνια αυτά. Επιπλέον, και οι πολιτικές επιπτώσεις ήταν ορατές με την εμφάνιση και ισχυροποίηση ακραίων ιδεολογημάτων και κινημάτων ως λύση στην απόγνωση και την οικονομική δυσφορία πολλών πολιτών. Καταλήγοντας όμως, οι πιο καθοριστικές συνέπειες αφορούσαν την ελληνική οικονομία. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που από τη μεταπολίτευση είχε παρουσιάσει ανοδική πορεία, από το 2009 κι έπειτα που οι οίκοι αξιολόγησης προχώρησαν σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η Ελλάδα μπήκε σε τροχιά ύφεσης, έπεσε δραματικά. Το δημόσιο χρέος τα χρόνια της κρίσης διογκώθηκε, τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν, η ανεργία είχε ξεπεράσει το 20%, και ιδιαίτερα στους νέους, και συνεχίζει να καλπάζει και πληθώρα επιχειρήσεων αδυνατώντας να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους οδηγήθηκαν σε πτώχευση. Το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω των εισαγωγών που υπερτερούσαν των εξαγωγών μείωνε επίσης την ανταγωνιστικότητα της χώρας, οι επιχειρήσεις λόγω της υψηλής άμεσης φορολόγησης δεν μπορούσαν να επιβιώσουν και οι πολίτες τέλος ήταν αναγκασμένοι να δεχτούν μια σειρά μέτρων για μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση ωστόσο των εισφορών. Αυτή η κατάσταση δεν έχει πάψει να επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο, ο οποίος 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, δεν βλέπει λύση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, με τις θυσίες του να μην έχουν αντίκρισμα.
Η κρίση, λοιπόν, που ξέσπασε στην Ελλάδα από το 2009 κι έπειτα και ιδίως από τον Απρίλιο του 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός της χώρας με φόντο το ακριτικό Καστελόριζο ανακοίνωσε την προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης, ήταν κομμάτι της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που είχε ξεσπάσει από το 2007. Ωστόσο, στην Ελλάδα η κρίση έφτασε με μορφή κρίσης δημοσίου χρέους λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και μετεξελίχθηκε σε τραπεζική κρίση, ως κρίση ρευστότητας.
Τα αίτια της ελληνικής οικονομικής κρίσης δεν είναι επιφανειακά, ούτε βέβαια αρκούνται στην παγκόσμια κρίση που ξέσπασε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ήταν απλά ο επιταχυντής της κρίσης στην Ελλάδα. Τα αίτια της κρίσης είναι πολυπαραγοντικά και διαχρονικά. Αρχικά, ο αλόγιστος και ανεξέλεγκτος δανεισμός που προοριζόταν για καταναλωτικές δαπάνες κι όχι για επενδυτικές προοπτικές διόγκωσε το δημόσιο χρέος. Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του κιόλας, ακόμη κι από τον αγώνα ανεξαρτησίας του, θεμελιώθηκε σε 2 οικονομικούς όρους, το δανεισμό και τη χρεοκοπία. Αξίζει να επισημανθεί άλλωστε πως το κράτος έχει πτωχεύσει ως τώρα ήδη τέσσερις φορές, το 1826 με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, το 1843 με τον Όθωνα, το 1893 με πρωθυπουργό τον Χαρίλαο Τρικούπη και την γνωστή σε όλους φράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και το 1932 ως απόρροια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Ο δανεισμός λοιπόν, θεμέλιο της ελληνικής οικονομίας εντατικοποιήθηκε τα πιο πρόσφατα χρόνια. Απότοκο αυτής της πρακτικής ήταν βέβαια και η διόγκωση του δημοσίου χρέους.
Ένα ακόμη αίτιο της ελληνικής οικονομικής κρίσης είναι οι λανθασμένες οικονομικές πολιτικές καθώς και η κακοδιαχείριση της ελληνικής οικονομίας. Από τη μεταπολίτευση κι έπειτα, στα πλαίσια οικονομικής «ανάρρωσης» του κράτους, εφαρμόστηκαν κεϋνσιανές πολιτικές που θύμιζαν κυρίως πελατειακές σχέσεις. Η πολιτική αυτή έφερε στις μνήμες την εποχή της τουρκοκρατίας και το λεγόμενο ρουσφέτι. Επιπροσθέτως, η πολιτική αδιαφάνεια και διαφθορά (ο Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς κατατάσσει την Ελλάδα στην 59η θέση στις 180 χώρες), τα πολλαπλά σκάνδαλα που έχουν «βγει στο φως» αλλά και η πολιτική ασυνεννοησία για εύρεση λύσης είναι παράγοντες αυτής της στασιμότητας. Η δεσπόζουσα στον κρατικό μηχανισμό γραφειοκρατία αλλά και η αναποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα επίσης ταλανίζουν τη λειτουργία της οικονομικής ζωής, καθώς και συνιστούν αντικίνητρα για ανάπτυξη επιχειρηματικών πλάνων.
Επιπλέον, το περίπλοκο ασφαλιστικό σύστημα, με τα πολλαπλά ταμεία, την πρόωρη συνταξιοδότηση, σε συνδυασμό με την ανεργία και την υπογεννητικότητα αποδεικνύεται μη βιώσιμο αλλά και επιβαρυντικό στοιχείο για την σύγχρονη κρίση. Ο τραπεζικός τομέας, άλλοτε ισχυρός κλάδος της ελληνικής οικονομίας με προσέλκυση ενδιαφέροντος από ξένους επενδυτές, λόγω λανθασμένων πολιτικών προ-κρίσης, ήρθε αντιμέτωπος με μια κρίση ρευστότητας που επέτεινε την υπάρχουσα δημοσιονομική κρίση. Τα φθηνά επιτόκια και τα αμέτρητα δάνεια που χορηγούνταν μέχρι το 2008, χωρίς αυστηρή μάλιστα πιστοληπτική αξιολόγηση των πελατών, ήταν βασική αιτία να επέλθει μια κατάσταση μη αποπληρωμής τους. Αυτή η μη αποπληρωμή των δανείων επέφερε κεφαλαιακή ανεπάρκεια κι έτσι ο άλλοτε ισχυρός κλάδος κατέστη μη βιώσιμος με το δημόσιο στα χρόνια αυτά να προχωρά σε τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις για να εξασφαλίσει τη διάσωσή του λόγω της νευραλγικής του θέσης.
Η ισχνή επιχειρηματική δράση και κυρίως η έλλειψη εξωστρέφειας και καινοτομίας, η απουσία χρηματοδότησης (αφού πλέον τα πιστωτικά ιδρύματα προωθούν παραδοσιακές επενδύσεις εντείνοντας το φαύλο κύκλο της μικρής προστιθέμενης αξίας) και η εκτενής φοροδιαφυγή που δεσπόζει συνιστούν επίσης τροχοπέδη στην επιθυμητή αλλαγή. Καταλήγοντας, ακόμη και το brain drain, η λεγόμενη «διαρροή εγκεφάλων», η αποχώρηση νέων ταλέντων στερεί από την ελληνική οικονομία ένα εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό του οποίου η συνεισφορά θα μπορούσε να είναι καθοριστική.
Συνεπώς, συμπεραίνουμε πως αυτός ο φαύλος κύκλος της κρίσης, που τα αίτια του ανατροφοδοτούνται διαρκώς και διαταράσσουν παρά σταθεροποιούν την κατάσταση, δεν έχει περιοριστεί δραστικά και γι’αυτό η οικονομική κρίση δεν έχει πάψει να συνιστά μάστιγα της ελληνικής κοινωνίας. Οι πολιτικές εξελίξεις, οι διεθνείς συγκυρίες και τα πιθανά κίνητρα που μπορεί να προκύψουν θα οδηγήσουν σε νέα δεδομένα και η πολιτεία θα πρέπει να ανταποκριθεί στις ανερχόμενες προκλήσεις.