16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΈννομη προστασία καταναλωτών έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών

Έννομη προστασία καταναλωτών έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών


Της Καλυψώς Κουρτίδη,

Η διαφήμιση αποτελεί αναντικατάστατο συντελεστή του φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος, της άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, του ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά και της πληροφόρησης του κοινού. Η διαφήμιση ως έκφανση της οικονομικής ελευθερίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ενώ ως έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης στο άρθρο 14 παρ. 1 και στο άρθρο 5Α παρ. 1 αυτού. Περιορισμοί, ωστόσο, μπορούν να τεθούν ιδίως σε περιπτώσεις χρήσης μεθοδευμένων παραπλανητικών μέσων στην εμπορική πρακτική που οδηγούν στην εξαπάτηση και χειραγώγηση του καταναλωτικού κοινού. Οι περιορισμοί αυτοί δύνανται να δικαιολογηθούν από λόγους δημοσίου συμφέροντος, προστασίας ευπρόσβλητων κοινωνικών ομάδων, αλλά κυρίως προστασίας άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως αυτό της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (ά. 5 παρ. 1 Σ), της προστασίας της ιδιωτικής ζωής (ά. 9 παρ. 1 Σ) και του δικαιώματος της ανθρώπινης αξίας (ά. 2 παρ. 1 Σ), πάντοτε όμως υπό την αυστηρή τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Οι κίνδυνοι που απορρέουν από την ανεξέλεγκτη χρήση καταχρηστικής διαφήμισης δεν έχουν αφήσει αδιάφορο τον Έλληνα νομοθέτη. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 9(α)-9(θ) του Ν. 2251/1994 (Νόμος Προστασίας Καταναλωτή) ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η πλήρους εναρμόνισης Οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Η Οδηγία αυτή θεσπίζει ενιαία κριτήρια και κοινές απαγορεύσεις μεταξύ των κρατών μελών, όσον αφορά τις μεθόδους που στρεβλώνουν τις έλλογες αποφάσεις των καταναλωτών. Σκοπός του Ν. 2251/1994 είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών και η διαμόρφωση υγιούς καταναλωτικής συνείδησης και προτύπων ορθής καταναλωτικής συμπεριφοράς, μέσω της απαγόρευσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών μεταξύ της σχέσης επιχειρήσεων προς καταναλωτές.

Το άρθρο 9α εδ. δ , δίνει έναν ευρύ ορισμό των εμπορικών πρακτικών, καλύπτοντας έτσι «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπο συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ ενός εμπορευομένου , άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» και αφήνοντας έτσι εκτός προστατευτικού πεδίου εφαρμογής μόνο τις μη εμπορικής φύσεως πρακτικές ή ανακοινώσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9(γ) καλύπτονται από τις υπό εξέταση ρυθμίσεις οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και ύστερα από την εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν, γεγονός που επιβεβαιώνει το εύρος του παραπάνω ορισμού.

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στον μηχανισμό εξεύρεσης του αθέμιτου χαρακτήρα μιας εμπορικής πρακτικής που προβλέπει η Οδηγία, καθιερώνοντας μια γενική απαγόρευση κάθε αθέμιτης εμπορικής πρακτικής (ά. 5 παρ. 2) και περαιτέρω, ορισμένα ενιαία κριτήρια για τη διαπίστωση των πρακτικών αυτών. Η μεγάλη γενική ρήτρα ενσωματώθηκε στην εθνική μας νομοθεσία με το άρθρο 9(γ) παρ. 2 του Ν. 2251/1994 το οποίο απαγορεύει κάθε εμπορική πρακτική μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, εφόσον είναι αντίθετη στην επαγγελματική ευσυνειδησία και στρεβλώνει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή. Εκτός από αυτό όμως, και σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες ιδίως όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές (πρόκειται για τις δύο μικρές γενικές ρήτρες), σύμφωνα με τους αντίστοιχους ορισμούς των άρθρων 9(δ), 9(ε), 9(στ), 9(ζ) και 9(η). Οι μικρές αυτές ρήτρες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνιστούν εξειδικευμένη εφαρμογή της μεγάλης γενικής ρήτρας.

Σχετικά λοιπόν με τη συστηματική που πρέπει να ακολουθείται, προηγείται η διερεύνηση για το κατά πόσο η επίδικη εμπορική πρακτική πληροί τις προϋποθέσεις του πραγματικού μίας εκ των δύο μικρών γενικών ρητρών, είναι δηλαδή παραπλανητική (ά. 9(δ) και 9(ε)) ή επιθετική (ά. 9(ζ). Εάν λοιπόν εμπίπτει σε μία από τις διατάξεις αυτές, είναι αυτομάτως και αθέμιτη, επομένως ο έλεγχος σταματάει εδώ, χωρίς να απαιτείται επιπλέον και προσφυγή στη μεγάλη γενική ρήτρα, επειδή πλέον η αντίθεση ως προς αυτή θεωρείται δεδομένη και δεν χρήζει απόδειξης. Εάν όμως η επίδικη εμπορική πρακτική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παραπλανητική ή επιθετική, τότε τίθεται σε εφαρμογή η μεγάλη γενική ρήτρα του ά. 9(γ) παρ. 2, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η υπό εξέταση εμπορική πρακτική οδηγεί ή έστω ενδέχεται να οδηγήσει έναν μέσο καταναλωτή στη λήψη απόφασης συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

Σε κάθε περίπτωση, ως σημείο αναφοράς αλλά και ως δείκτης συστηματικής οριοθέτησης των παραπάνω μη κοινά αποδεκτών συμπεριφορών στην αγορά εκλαμβάνεται ο μέσος καταναλωτής. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 του προοιμίου της Οδηγίας, πρόκειται για τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη και των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων κατά την ερμηνεία του ΔΕΕ. Το πρότυπο αυτό εξάλλου έχει υιοθετηθεί από το ΔΕΕ σε όλες του τις αποφάσεις αναφορικά με την παραπλανητική διαφήμιση.

Σχετικά με την έννομη προστασία του μεμονωμένου καταναλωτή για παραβιάσεις των περί διαφημίσεως διατάξεων, ο Ν. 2251/1994 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τον Ν. 3587/2007, προβλέπει ρητά στο άρθρο 9(θ) παρ. 1, ότι «κάθε καταναλωτής ή και ένωση καταναλωτών, έχουν το δικαίωμα σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 9(γ) έως 9(η), να ζητούν την δικαστική παύση κάθε αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωση για τη ζημία που υφίστανται εξαιτίας της πρακτικής αυτής». Διευρύνεται έτσι ο κύκλος των ενεργητικά νομιμοποιούμενων προσώπων συγκριτικά με τη δικαστική προστασία που παρεχόταν πριν την τροποποίηση του Ν. 2251/1994, καθώς αυτή δεν επεκτεινόταν στον μεμονωμένο καταναλωτή, αλλά μόνο σε ενώσεις καταναλωτών για την προστασία των μελών τους. Ανάλογο είναι το εύρος και ως προς τον κύκλο των παθητικά νομιμοποιούμενων προσώπων, καταλαμβάνοντας τους προμηθευτές του ίδιου οικονομικού τομέα ή κατά ιδιοκτήτη κώδικα, εφόσον αυτός προωθεί κώδικα που ενθαρρύνει τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών φέρει ο ενάγων καταναλωτής, σύμφωνα με τον γενικό δικονομικό κανόνα του 338 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κατ’ εξαίρεση όμως (ά. 9(θ) παρ. 3), υπάρχει και δυνατότητα αντιστροφής του βάρους απόδειξης, αν αυτό κριθεί απολύτως αναγκαίο εν όψει των δεδομένων της εκάστοτε περίπτωσης. Αυτό συμβαίνει, επειδή ο εμπορευόμενος μπορεί αναμφίβολα να αποδείξει ευχερέστερα την ακρίβεια των ισχυρισμών που επικαλείται, λόγω του ότι βρίσκονται στη δική του διαφήμιση και συνακόλουθα στη δική του σφαίρα επιρροής και ευθύνης.


Βιβλιογραφία

  • Ν.2251/94
  • The Regulation of unfair commercial practices under EC Directive 2005/29, Abbamonte, 2017, 15.
  • Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή/ Κατ’άρθρο ερμηνεία του Ν.2251/94 και άλλων σχετικών νομοθετημάτων υπό την επιμέλεια της Ελίζας Αλεξανδρίδου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
  • Κ. Δελούκα- Ιγγλέση, Εισαγωγή στο Δίκαιο των Επιχειρήσεων, Εκδ. Σάκκουλα 2016

Καλυψώ Κουρτίδη

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 3 Μαΐου του 1997. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και παράλληλα ειδικός συνεργάτης Marketing της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Νομικής (ELSA Greece). Στο OffLine Post θα ασχοληθεί με τη σύνταξη νομικών άρθρων, διάφορων τομέων του δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ