16.5 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης στη Νομολογία του ΕΔΔΑ: Η Απόφαση...

Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης στη Νομολογία του ΕΔΔΑ: Η Απόφαση Annen κατά Γερμανίας (2018)

Της Μαρινιώς Βεργίνη,

Ο καθηγητής χρησιμοποιεί έμβρυα –ανθρώπους- για ερευνητικούς σκοπούς, τα οποία δολοφονήθηκαν στο Ισραήλ και πωλήθηκαν στην συνέχεια στη Γερμανία, έναντι σημαντικών χρηματικών ποσών… Οι καθηγητές φαίνεται να έχουν ξεχάσει πως τέτοια πειράματα πραγματοποιούνταν κατά τον καιρό του Ναζισμού από Γερμανούς επιστήμονες και γιατρούς ‘για το καλό του κόσμου’… Ήρθε επιτέλους η ώρα να αφήσουμε πίσω μας το πνεύμα του Άουσβιτς”!!

Το Δεκέμβριο του 2007, ο κ. Annen (στο εξής “προσφεύγων“) κοινοποίησε το δημοσίευμα αυτό σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, ως σχόλιο σε μια δημόσια συζήτηση που έλαβε χώρα το προηγούμενο διάστημα, μεταξύ ενός εκπροσώπου της Εκκλησίας και μιας ομάδας επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Βόννης, με θέμα τις εξελίξεις στον τομέα της διενέργειας ερευνών πάνω σε βλαστοκύτταρα.

Το δημοσίευμα αυτό, του οποίου ένα απόσπασμα μόνο παρατίθεται παραπάνω, ξεκινούσε, πραγματοποιώντας ευθεία σύγκριση ανάμεσα στην έρευνα σε βλαστοκύτταρα εμβρύων, τα οποία είχαν υποστεί άμβλωση και στις πρακτικές του Ολοκαυτώματος, σύγκριση η οποία κατέληγε σε πλήρη εξομοίωση των δυο περιπτώσεων. Στη συνέχεια, έθετε στο επίκεντρο της κριτικής του προσφεύγοντος το πρόσωπο και την ερευνητική εργασία ενός συγκεκριμένου γιατρού και καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βόννης, καταλήγοντας με τη φράση «Ήρθε επιτέλους η ώρα να αφήσουμε πίσω μας το πνεύμα του Άουσβιτς!!». Το άρθρο του προσφεύγοντος στάθηκε αιτία να βρεθεί ο ίδιος ενώπιον των Γερμανικών Ποινικών δικαστηρίων και να καταδικαστεί τελικά για το έγκλημα της εξύβρισης, στη χρηματική ποινή της καθημερινής καταβολής των 15 ευρώ, για το χρονικό διάστημα των 30 ημερών.

Η κρίση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να συνοψιστεί, σε γενικές γραμμές, στα εξής σημεία: Τα Γερμανικά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι, πρώτον, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης, ο προσφέυγων είχε το δικαίωμα να εκφράσει ανοιχτά την πεποίθησή του, πως το έμβρυο αποτελεί μια μορφή ζωής εξίσου σεβαστή με το ήδη γεννηθέν πρόσωπο και πως, επομένως, τα πειράματα σε βλαστοκύτταρα ενέχουν καταστροφή της ανθρώπινης ζωής. Δεύτερον, πως ο προσφεύγων είχε το δικαίωμα να γνωστοποιήσει την άποψή του αυτή, χρησιμοποιώντας ακόμη και οξεία κριτική και απευθύνοντας την κριτική αυτή, καταρχήν, ακόμη και σε συγκεκριμένο άτομο. Και τέλος, πως η ελευθερία της έκφρασης, η οποία κατοχυρώνεται ως δικαίωμα, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 5, του Γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz), προστατεύει, κατά τρόπο ισότιμο, την έκφραση κάθε μορφής πεποίθησης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι σωστή ή λανθασμένη, λογική ή παράλογη ή ακόμη και επιθετική ή προσβλητική. Παρ’ όλα αυτά, στην εγγύηση της παρ. 1 του άρθρου 5, τίθενται όρια από τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου του Συντάγματος. Σύμφωνα με τα όρια αυτά, η ελευθερία έκφρασης κάθε μορφής απόψεων βρίσκει εμπόδιο όταν φτάνει στο σημείο να προσβάλει την τιμή τρίτων προσώπων, καθώς και όταν την περιορίζουν ρητά άλλα νομοθετήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι η άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης του προσφέυγοντος προσέκρουσε τόσο στο δικαίωμα του καθηγητή, η τιμή του οποίου υπέστη πλήγμα από τα σχόλια του προσφεύγοντος, στην προσωπικότητα, όσο και στη ρητή διάταξη του άρθρου 185 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, όπου τυποποιείται το έγκλημα της εξύβρισης. Το Εφετείο, κατέληξε στην παραδοχή, πως, εφόσον στη δεδομένη περίπτωση, σκοπός του προσφεύγοντος ήταν να εξαπολύσει κριτική απέναντι στην έρευνα πάνω σε βλαστοκύτταρα αυτή καθ’ εαυτήν, η αναφορά στο πρόσωπο του συγκεκριμένου καθηγητή δεν προσέδιδε τίποτα παραπάνω στην επίτευξη του σκοπού αυτού, ώστε να θεωρηθεί αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος του προσφεύγοντος να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του πάνω στο θέμα και επομένως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την ελευθερία της έκφρασης. Η εκτίμηση αυτή, οδήγησε τελικά στην καταδίκη του για το έγκλημα της εξύβρισης.

Ο κ. Annen προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ισχυριζόμενος πως η καταδίκη του παραβιάζει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 10, δέχεται πως περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης -που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1- μπορούν να γίνουν δεκτοί εφόσον, πρώτον, είναι τυποποιημένοι στο νόμο, δεύτερον, στοχεύουν στην προστασία της τιμής τρίτων και τρίτον, είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατική πολιτεία. Καθώς είναι αυταπόδεικτο, πως πράγματι η καταδίκη για εξύβριση είναι ένας περιορισμός του δικαιώματος στην έκφραση, ο οποίος πληροί τις δύο πρώτες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα, αν η καταδίκη αυτή είναι απαραίτητη ή όχι σε μια δημοκρατική πολιτεία και άρα σύμφωνη ή όχι, με το α. 10 της ΕΣΔΑ.

Σύμφωνα και με προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση της αναγκαιότητας –της καταδίκης εν προκειμένω- σε μια δημοκρατική πολιτεία, ερμηνεύεται ως ακολούθως: Ο όρος «απαραίτητη» έχει την έννοια της πιεστικής κοινωνικής ανάγκης. Η ευχέρεια του προσδιορισμού του πότε μια καταδίκη εξυπηρετεί μια τέτοιου είδους ανάγκη ανήκει καταρχήν στα ίδια τα κράτη μέλη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στα γερμανικά δικαστήρια. Το ΕΔΔΑ έχει την αρμοδιότητα να ελέγξει αν η υπαγωγή είναι σύμφωνη με το πνεύμα της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα αν, πρώτον, η καταδίκη τελεί σε σχέση αναλογίας με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, την προστασία της τιμής του τρίτου, δεύτερον, αν οι λόγοι που χρησιμοποίησαν οι εθνικές αρχές για να αιτιολογήσουν τον περιορισμό –την καταδίκη- είναι πρόσφοροι και αποτελεσματικοί  για την προστασία του εννόμου αγαθού και τρίτον, αν η στήριξη του περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από το εθνικό δικαστήριο, ήταν λογική.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η συνδρομή του δεύτερου κριτηρίου είναι μάλλον δεδομένη. Αναφορικά με την τρίτη, το ΕΔΔΑ δεν ανέπτυξε κάποια ιδιαίτερη προβληματική, παρά δέχθηκε ως ορθή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε από το Εφετείο, επομένως θα αναπτυχθεί η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με τα υπόλοιπα δύο κριτήρια.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι, πράγματι, η κρίση του Γερμανικού Εφετείου πληρούσε το κριτήριο της τήρησης της αναλογικότητας στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης με την εξής συλλογιστική: Στην ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται όχι μόνο η ελευθερία της έκφρασης στο α. 10, αλλά και η προστασία της τιμής, ως έκφανση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του προσώπου, στο α. 8. Τα δύο αυτά δικαιώματα χαίρουν ισοδύναμης προστασίας και δεν τίθεται επομένως ζήτημα ιεράρχησης μεταξύ τους. Ο προσφεύγων με το δημοσίευμά του έκανε μεν χρήση της ελευθερίας της έκφρασης, έθιξε δε ένα άλλο κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ ανθρώπινο δικαίωμα. Επομένως, το ερώτημα είναι, μέχρι ποιο σημείο μπορεί να γίνει δεκτή η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και η υποχώρηση του δικαιώματος της προστασίας της τιμής του α. 8; Η απάντηση είναι, πως από τη στιγμή που ο προσφεύγων ασκεί το δικαίωμά του, εκφράζοντας την άποψή του μέσω σκληρής κριτικής, που μπορεί να θίξει άλλα πρόσωπα άμεσα ή έμμεσα, η κριτική αυτή πρέπει να είναι περιορισμένη μόνο στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο για να επιτευχθεί ο σκοπός του προσφεύγοντος, δηλαδή η γνωστοποίηση της άποψής του πάνω στο θέμα των ερευνών στα βλαστοκύτταρα. Πράγματι, όπως επεσήμανε και το Εφετείο, η έκφραση της γνώμης του προσφεύγοντος, πως τα πειράματα σε βλαστοκύτταρα προσϊδιάζουν στις ναζιστικές πρακτικές μπορούσε κάλλιστα να επιτευχθεί στον ίδιο ακριβώς βαθμό, χωρίς την αναφορά στο πρόσωπο του καθηγητή. Η δε αναφορά αυτή, ενέχει μεγάλο βαθμό προσβολής, δεδομένης, αφ’ ενός της έντασης με την οποία εξαπέλυσε ο προσφεύγων την κριτική του, ένταση η οποία κλιμακώθηκε με την τελική φράση «Ήρθε η ώρα να αφήσουμε πίσω το πνεύμα του Άουσβιτς», αφ’ ετέρου της ιδιότητας του θιγόμενου ως επιστήμονα και της ευαισθησίας του, ως Γερμανού, αναφορικά με τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος.

Άλλωστε, μια τέτοιου είδους κριτική, προκειμένου να δικαιολογηθεί, θα έπρεπε, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, να βασίζεται σε μια στέρεη βάση πραγματικών περιστατικών, δηλαδή σε πράξεις των καθηγητών ή ακόμη περισσότερο του συγκεκριμένου καθηγητή που στοχοποιήθηκε, οι οποίες να καθιστούν εύλογη την άμεση εξομοίωση με τις ναζιστικές πρακτικές. Εφόσον η βάση αυτή δεν υπάρχει, η πραγματοποίηση της σύγκρισης αποκτά έναν καθαρά προσβλητικό χαρακτήρα, που ξεπερνά τα όρια της αποδεκτής κριτικής. Το Δικαστήριο συνεχίζει, λέγοντας πως το γεγονός ότι σκοπό του προσφεύγοντος δεν αποτελούσε η εξύβριση του καθηγητή, αλλά η τοποθέτησή του στο συζητούμενο θέμα, είναι μάλλον αδιάφορο, εφόσον ο προσφεύγων γνώριζε σαφώς το προσβλητικό αποτέλεσμα που θα είχε η συμπεριφορά του, αλλά προέβη σ’ αυτήν ούτως ή άλλως. Ολοκληρώνοντας την εκτίμησή του πάνω στο κριτήριο της αναλογικότητας, το Δικαστήριο τονίζει πως η ποινή που επιβλήθηκε τελικώς στον προσφεύγοντα ήταν η μικρότερη δυνατή στο πλαίσιο του εγκλήματος της εξύβρισης, και αν άλλωστε συγκριθεί με το μέγεθος της προσβολής των δικαιωμάτων του καθηγητή, βάσει της οποίας σχηματίσθηκε, πληροί οπωσδήποτε το κριτήριο της ΕΣΔΑ.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του α. 10 της ΕΣΔΑ και απέρριψε έτσι την προσφυγή του κ. Annen.

Βιβλιογραφία

  • Delfi AS v. Estonia, [2015], ECHR
  • Hoffer & Annen v. Germany, [2011], ECHR
  • Nix v. Germany, [2018], ECHR
  • Genner v. Austria, [2016], ECHR
  • A v. Norway, [2009], ECHR
Μαρινιώ Βεργίνη
Ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι τελειόφοιτη Νομικής ΑΠΘ. Την ενδιαφέρει πολύ η αρθρογραφία και συμμετέχει στον τομέα των Νομικών Θεμάτων, κυρίως με άρθρα που αφορούν σε ζητήματα ποινικού δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ