Του Γιώργου Κωστόπουλου,
Μία από τις πιο συγκλονιστικές βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης, διεξήχθη τον Απρίλιο του 2000. Το βράδυ εκείνο, της 9ης Απριλίου αποτέλεσε μια άνευ προηγουμένου στιγμή για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, καθώς όπως έχει καθιερωθεί ανεπίσημα να λέγεται “εκείνη τη νύχτα η Ελλάδα κοιμήθηκε με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ξύπνησε με ΠΑ.ΣΟ.Κ.”.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, εκείνες οι εκλογές ήταν από τις πιο πολωμένες, κάτι που καταδεικνύεται και στο προεκλογικό ‘’πολιτικό θερμόμετρο’’ της εποχής. Από τη μία είχαμε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με Πρόεδρο και απερχόμενο πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και από την άλλη τον ‘’πρωτάρη’’ Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Καραμανλή, ο οποίος είχε διαδεχθεί τρία χρόνια πριν τον Μιλτιάδη Έβερτ.
Οι σφυγμομετρήσεις της εποχής εκείνης έδειχναν πως ο Κώστας Καραμανλής θα οδηγούνταν στην επικράτηση, με δυσκολία μεν, αλλά θα νικούσε δε. Την ίδια στιγμή η δημοτικότητα του Κώστα Σημίτη, όντας πρωθυπουργός την περίοδο 1996-2000, είχε πέσει στο ναδίρ. Την ίδια άποψη, περί του αποτελέσματος είχαν και αρκετά άτομα προσκείμενα στην Χαριλάου Τρικούπη, τα οποία προοιώνιζαν μια ενδεχόμενη ήττα.
Όταν οι κάλπες έκλεισαν αργά το απόγευμα, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων παρουσίασαν τα τηλεοπτικά exit polls τους. Το σύνολο των εταιρειών αυτών έδιναν προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας, με μόνη εξαίρεση την εταιρεία Metron Analysis, που έδωσε προβάδισμα στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. με οριακή, βέβαια, διαφορά.
Το κλίμα στα κεντρικά γραφεία των δύο παρατάξεων ήταν εντελώς διαφορετικό. Στη Χαριλάου Τρικούπη το κλίμα που επικρατούσε ήταν αυτό του ηττημένου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπήρχε εντός του κόμματος η αίσθηση ότι η νίκη ήταν πολύ δύσκολη, ωστόσο αυτό δεν απομάκρυνε το αίσθημα απογοήτευσης και πικρίας για το αποτέλεσμα των πρώτων exit polls. Σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα, στη Ρηγίλλης επικρατούσαν πανηγυρισμοί και ένα αίσθημα ενθουσιασμού, με φωνές, κόρνες, αμέτρητες σημαίες από τους υποστηρικτές, αλλά και άφθονη σαμπάνια να κάνουν την εμφάνισή τους λίγα μόλις λεπτά μετά το κλείσιμο της κάλπης και την παρουσίαση της πρώτης εκτίμησης του αποτελέσματος. Μάλιστα, όπως λέγεται αλλά δεν επιβεβαιώνεται, ο Κώστας Καραμανλής είχε ετοιμάσει ένα προσχέδιο της νικηφόρου ομιλίας του, ενώ οι υποψήφιοι βουλευτές του έκαναν συζητήσεις περί υπουργικών θώκων.
Το βράδυ εξελισσόταν με τις συνθήκες αυτές, με τους υποστηρικτές της γαλάζιας παράταξης από τη μία να πανηγυρίζουν την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και από την άλλη τους υποστηρικτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να εγκαταλείπουν τα εκλογικά περίπτερα και να αποχωρούν. Στο σημείο αυτό, αξιοσημείωτη είναι η δήλωση του Κωστή Λαλιώτη, ο οποίος δήλωσε στα τηλεοπτικά μέσα «να περιμένουν τα τελικά αποτελέσματα καθώς η νύχτα θα είναι μεγάλη».
Τη στιγμή, λοιπόν, που οι περισσότεροι Έλληνες έπεσαν για ύπνο, έχοντας ως δεδομένο το αποτέλεσμα, η κατάσταση άλλαξε και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πλησίασε σε απόσταση βολής. Η καταμέτρηση των ψήφων της Β’ Αθήνας και γενικότερα των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, ανέστρεψαν το αποτέλεσμα και έφεραν τη κεντροαριστερή παράταξη επικεφαλής με οριακή διαφορά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. συγκέντρωσε 43,79% και έλαβε 158 έδρες, ενώ η Νέα Δημοκρατία απέσπασε το 42,74% και έλαβε 125 έδρες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών διεκδικητών ήταν μόλις 72.400 ψήφοι!
Σημαντικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για τις εκλογές όπου ο λεγόμενος δικομματισμός απέσπασε ποσοστό της τάξης του 86,53% δηλαδή περισσότεροι από 8 στους 10 ψήφισαν ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, υποβαθμίζοντας τη δυναμική των άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Τα υπόλοιπα κόμματα που στελέχωσαν το κοινοβούλιο ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με ποσοστό 5,52% και 11 έδρες, καθώς και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου με ποσοστό 3,20% και 6 έδρες.
Συνοψίζοντας, οι εκλογές του 2000 αποτελούν ίσως μία από τις τελευταίες αναλαμπές του δικομματισμού ΠΑ.ΣΟ.Κ.- Νέας Δημοκρατίας, που με τα χρόνια άρχισε να ξεθυμαίνει, παρά την όποια πόλωση. Οι δύο αυτές παρατάξεις έφτασαν στο πιο οριακό σημείο, με το τελικό αποτέλεσμα της ετυμηγορίας του ελληνικού λαού να είναι αβέβαιο, λόγω της πολύ μικρής απόστασης των ποσοστών των δύο κομμάτων. Το γεγονός ότι μόλις 72.400 ψήφοι (δηλαδή μέγεθος ανάλογο του πληθυσμού μιας πόλης όπως τα Ιωάννινα) καθόρισαν την ανάδειξη της επόμενης κυβέρνησης, μας δείχνει το ακραίο πολωτικό κλίμα της εποχής, που δεν άφηνε περιθώριο για την ανάδειξη κάποιας άλλης πολιτικής δύναμης.
Πλέον η ελληνική πολιτική σκηνή, παρά το δεδομένο πολωτικό κλίμα που επικρατεί, δεν αντιμετώπισε τέτοια φαινόμενα ξανά, δείγμα του ότι ο ελληνικός λαός έχει απομακρυνθεί από τη λογική της έντονης πολιτικοποίησης, έχοντας στραφεί σε ένα μοντέλο επιλογής της καλύτερης δυνατής επιλογής, μακριά από φανατισμούς ή άλλους ακραίους μηχανισμούς υποστήριξης. Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος λαϊκιστικών κυβερνήσεων ενδέχεται να οδηγήσει στην επιστροφή τέτοιων ακραίων φαινομένων, με αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί η ρήση ότι η Ιστορία κάνει κύκλους. Μένει απλά να δούμε αν κάτι τέτοιο θα συμβεί στο άμεσο ή απώτερο μέλλον.
Απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το διάστημα αυτό σπουδάζει Δημοσιογραφία και ΜΜΕ σε ιδιωτικό Ινστιτούτο εκπαίδευσης. Έχει προηγούμενη εμπειρία στην αρθρογραφία καθώς την περίοδο 2016-2017 υπήρξε αρθρογράφος για διάφορα site ποικίλης ύλης, ενώ από τις αρχές του 2018 είναι ιδρυτής και διαχειριστής ενημερωτικού group αθλητικού περιεχομένου στα social media. Από ξένες γλώσσες γνωρίζει αγγλικά.