Της Τάνιας Βράνου,
Είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι από εσάς έχετε διαβάσει κι αν δεν έχετε διαβάσει σίγουρα έχετε ακούσει για το κυνήγι μαγισσών στο μεσαίωνα. Τότε που πολλές γυναίκες από χαμηλά κοινωνικά στρώματα εκτελέστηκαν με το πρόσχημα ότι ήταν μάγισσες. Ήταν η εποχή που έψαχναν να βρουν ενόχους, για να δικαιολογήσουν συμφορές, που είχαν να κάνουν με θανάτους ή με φυσικές καταστροφές. Σας πάω πολύ πίσω; μάλλον όχι και τόσο. Γιατί αυτό συμβαίνει και σήμερα στην χώρα, αφού, εάν κάποια γυναίκα ή γενικά κάποιος άνθρωπος δεν είναι συμμορφωμένος με τα πρότυπα της κοινωνίας, θεωρείται ότι έχει κάποια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και «οδηγείται στη πυρά για να ξορκιστεί το κακό».. Είναι αυτές οι ενέργειες που εγώ τις ονομάζω «δεν μένουμε Ευρώπη», είναι αυτές οι πράξεις που μας θυμίζουν πότε ένας λαός διαιωνίζει απαρχαιωμένες αντιλήψεις στοχοποιώντας ανθρώπους ή με πιο απλό τρόπο είναι αυτές οι πρακτικές, που μας θυμίζουν πότε ένας λαός ξεφτιλίζεται και πιάνει πάτο.
Επειδή όμως δεν μ’ αρέσει να μακρηγορώ θα περάσω κατευθείαν στο θέμα. Θα σας γυρίσω λοιπόν μερικά χρόνια πίσω, για την ακρίβεια στο 2012. Ήμουν πρωτοετής ακόμη στη σχολή Κοινωνικών Επιστημών, όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου, και δυστυχώς όχι τελευταία είδα τη μνησικακία, τον «καθωσπρεπισμό» και το σεξισμό να παίρνουν σάρκα και οστά. Φυσικά όπως καταλάβατε, αναφέρομαι στο περιστατικό με το διασυρμό και τη καταδίωξη των οροθετικών γυναικών. Σε μια λοιπόν επιχείρηση «σκούπα» όπως ονομάστηκε, της αστυνομίας η οποία έκανε έλεγχο για παράνομη πορνεία, συλλαμβάνονται αρκετές γυναίκες, πολλές από τις οποίες κρατήθηκαν και εκδιώχθηκαν ποινικά με τη κατηγορία ότι εκπορνεύονταν και μετέδιδαν τον ιό του HIV.
Η σύλληψή τους έγινε με δόλο, ενώ οι ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν έγιναν χωρίς να συναινέσουν οι ίδιες. Αυτό σημαίνει αυτόματα καταπάτηση ελευθερίας και δικαιωμάτων, σημαίνει εξαναγκασμός. Το φιάσκο όμως δεν σταμάτησε εκεί. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν άκρως προκλητική, με μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι αστυνομικοί έπιαναν με γάντια τις κρατούμενες, φορούσαν μάσκες και τις πετούσαν από μακριά το φαγητό. Πόσο λογικό είναι το 2012, σε μια «ευρωπαϊκή χώρα», που έχει τη λανθασμένη εντύπωση ότι προοδεύει κι ότι είναι σύγχρονη να μην γνωρίζεις ότι ο ιός του HIV δεν μεταδίδεται με το άγγιγμα, ούτε με το να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο με κάποιο οροθετικό άτομο;
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθούσαν να δημαγωγήσουν την ελληνική πολιτεία, χειραγωγώντας τη κοινή γνώμη κι εκμεταλλευόμενα τον ανθρώπινο πόνο. Και η αλήθεια είναι ότι δεν μιλάμε για έναν «ξύπνιο» λαό. Μιλάμε για έναν λαό βαθιά νυχτωμένο, που τρώει ότι του πασάρεις και που δεν έχει καμιά διάθεση να προοδεύσει, που είναι προκατειλημμένος και βάρβαρος, που δεν έχει γνώσεις, που είναι προσκολλημένος σε αναχρονιστικούς θεσμούς, που δεν δέχεται το διαφορετικό και καίει στη πυρά και περιφρονεί οτιδήποτε προσβάλλει την ηθική που νομίζει ότι έχει. Δεν μπορεί να γνωρίζεις ότι η ελληνική κοινωνία είναι άκρως συντηρητική και σεξιστική και να ρίχνεις το λάδι στη φωτιά. Γιατί αυτή η συντηρητική κοινωνία ψάχνει απεγνωσμένα να κατασκευάσει ενόχους για τα δεινά που της συμβαίνουν, στρέφεται ενάντια σε ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες και ψάχνει να βρει αποδιοπομπαίους τράγους, για να βγάλει επάνω τους όλο της το μένος και μετά να δικαιολογήσει το φανατισμό της και τις αυταρχικές της τάσεις.
Την ίδια στιγμή που οι γυναίκες αυτές θα έπρεπε να περιθάλπονται και να λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή, την ίδια ακριβώς στιγμή έπαιζαν τα πρόσωπά τους με τα τρυπημένα τους κορμιά σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μετά λοιπόν την σύλληψη, σειρά είχε η εκδίωξη και ο διασυρμός με τη δημοσίευση των φυτογραφιών τους και των στοιχείων τους με τη πρόφαση ότι έτσι θα προστατέψουν τον μέσο έλληνα πολίτη, τον έλληνα οικογενειάρχη.
Αυτό που αρχικά μας έκανε εντύπωση είναι με ποιο τρόπο ακριβώς κάποιος μπορεί να βγάλει το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες αυτές εκδίδονταν, εφόσον δεν συνελήφθησαν να κάνουν συναλλαγές με πελάτες. Στη πορεία αυτό που δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε είναι ποιος «οικογενειάρχης» θα ερχόταν σε συνουσία με κάποια κοπέλα, που εξ όψεως και μόνο φαινόταν ότι έκανε χρήση ουσιών, και βασικά ποιος «οικογενειάρχης» θα ερχόταν σε συνουσία με άλλη γυναίκα εκτός της γυναίκας του. Για να ξέρουμε τι λέμε κιόλας, διαφορετικά δεν λέγεσαι οικογενειάρχης, αλλά καραγκιόζης. Και σε τρίτη φάση αυτό που δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε είναι γιατί μετά από τη προβολή των στοιχείων των οροθετικών γυναικών, δεν κοινοποιήθηκαν τα στοιχεία των αντρών που υποτίθεται συνευρέθηκαν μαζί τους, έτσι ώστε να προστατευτούν οι οικογένειές τους. Γιατί εδώ προφανώς και μιλάμε για άνδρες που απαιτούν να κάνουν σεξ με ιερόδουλες χωρίς χρήση προφυλακτικού.
Όλες οι γυναίκες που κατηγορήθηκαν και συνελήφθησαν, κατάφεραν να αποφυλακιστούν. Κάποιες όμως δεν άντεξαν τη διαπόμπευση και τη στοχοποίηση. Κάποιες πλέον δεν ζουν. Έζησαν τον απόλυτο εξευτελισμό οι ίδιες, αλλά και οι οικογένειές τους. Αυτές οι γυναίκες αντιμετωπίστηκαν ως ένα «γκέτο», που απειλούσε την ελληνική οικογένεια, που απειλούσε την «ηθική» των υποκριτών. Αυτό που επιτεύχθηκε ήταν να ποινικοποιηθούν και να στιγματιστούν ως ασθενείς. Δεν έγινε focus στην αντιμετώπιση και τη πρόληψη της ασθένειας ή τη θεραπεία αλλά, αντιθέτως, δημιουργήθηκε ο φόβος που οδηγεί στην αποξένωση. Απλά και λαϊκά; αυτές οι γυναίκες υπέστησαν λιντσάρισμα. Καταπατήθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, όπως γίνεται με όλες τις περιθωριακές ομάδες. Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η οροθετικότητα δεν αναγνωρίζει ηλικία, φύλο, εθνικότητα. Αναγνωρίζει μόνο πρόληψη και θεραπεία.