Του Θάνου Ι. Κουλουβάκη,
Κοντεύεις τα δεκαοκτώ, η παρουσία σου στα μαθητικά θρανία εν καιρώ δεν θα είναι αναγκαία και έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιλέξεις με τι θα ασχοληθείς στη ζωή σου. Αν έχεις ως στόχο την είσοδο σε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό ίδρυμα, ήδη έχεις επιλέξει «κατεύθυνση», «κλάδο» – ή όπως αλλιώς βαπτίζουν τις σύγχρονες δέσμες, που αν μη τι άλλο δεσμεύουν τις επιλογές σου και σε στρέφουν σε περιορισμένα αντικείμενα σπουδών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, επομένως, καλείσαι να διαβάσεις μία ατέλειωτη ύλη, η οποία – τουλάχιστον όσον αφορά την επιστήμη την οποία σπουδάζω – δεν προσφέρει ουσιαστικό υπόβαθρο προκειμένου να ξεκινήσεις τις σπουδές σου.
Διότι όπως είναι γνωστό -και όλοι οι άνθρωποι τριγύρω δεν παύουν να σου υπενθυμίζουν – αν δεν διαβάζεις το μόνο βέβαιο είναι πως θα αποτύχεις. Κι εσύ, υιοθετώντας τον φόβο της αποτυχίας των άλλων, φορτώνεις το μυαλό σου με μία πληθώρα πληροφοριών που στο κάτω- κάτω αισθάνεσαι ότι δε σε αφορούν. Προσοχή! Δεν προτρέπω καμία και κανέναν να μη διαβάσει κατά την προετοιμασία των πανελλαδικών με τα όσα αναφέρω παραπάνω· ωστόσο, καμία και κανένας δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτά που περιγράφω έχουν τουλάχιστον μία «δόση» αλήθειας.
Όσον αφορά τη θεωρητική κατεύθυνση, την οποία είχα επιλέξει εγώ (αν και θεωρώ πως όλες οι κατευθύνσεις παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά που θα περιγράψω εν συνεχεία), οι μαθήτριες και οι μαθητές καλούνται να διαχειριστούν μία χαοτική ύλη, η οποία απαρτίζεται από ένα σύνολο «καθορισμένης γνώσης». Η «καθορισμένη γνώση», στην οποία αναφέρομαι, έχει να κάνει τόσο με το αντικείμενο μελέτης όσο και με τον τρόπο διδασκαλίας που έχει υιοθετηθεί. Ένα παράδειγμα που εξηγεί τα όσα αναφέρονται, είναι το μάθημα της ιστορίας. Η ιστορία, όπως τη διδασκόμαστε εν γένει σε όλα τα μαθητικά μας χρόνια, έχει χαρακτήρα ανδροκεντρικό και παρουσιάζει τις γυναίκες ως υποκείμενα «χωρίς φωνή»· ακόμη, δηλαδή, κι όταν γίνονται αναφορές στις γυναίκες οι ίδιες δεν μιλούν για τους εαυτούς τους, αλλά αντιθέτως οι δράσεις τους περιγράφονται από άνδρες.
Η «καθορισμένη γνώση», εν τούτοις, δεν περιορίζεται μονάχα στο αντικείμενο μελέτης των μαθητών και των μαθητριών, όπως προαναφέρθηκε· αντιθέτως, έχει άμεση συνάφεια και με τον τρόπο διδασκαλίας. Όλες και όλοι μας – αν θυμηθούμε τον τρόπο διδασκαλίας που είχαμε βιώσει – θα αντιληφθούμε τον δασκαλοκεντρικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Μέσα στις μαθητικές τάξεις, χτίζονται σχέσεις ιεραρχίας μεταξύ μαθητριών/μαθητών – καθηγητή/καθηγήτριας και συχνά γίνεται αντιληπτή η εξουσιαστική σχέση που υφίσταται. Οι μαθητές και οι μαθήτριες προσλαμβάνουν «καθορισμένη γνώση» δίχως να έχουν την ευκαιρία να την αποδομήσουν. Δεν έχω τη διάθεση να επιρρίψω ευθύνες στις καθηγήτριες και τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, διότι γνωρίζω την επιβολή όσον αφορά τον τρόπο διδασκαλίας· εν τούτοις, εφόσον υπάρχουν εκπαιδευτικοί οι οποίοι διαφοροποιούνται και υιοθετούν διαφορετικούς τρόπους διεξαγωγής του μαθήματος, θεωρώ πως είναι στην ευχέρεια της καθεμιάς και του καθενός εκπαιδευτικού να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο εντός της τάξης.
Παράλληλα, είναι στην ευχέρεια των μαθητριών και των μαθητών να αμφισβητούν τα όσα διδάσκονται και να ανοίγουν κύκλους συζητήσεων εντός των μαθητικών τάξεων, προκειμένου να ακούγονται διαφορετικές απόψεις και να αποδεικνύουν έμπρακτα ότι οι καθηγητές και οι καθηγήτριες δεν αποτελούν – σε καμία περίπτωση – αυθεντίες. Μέσα στα αυτά τα πλαίσια ανοιχτού διαλόγου, η «καθορισμένη γνώση» η οποία επιβάλλεται, θα αρχίσει να αποδομείται και οι ίδιες οι μαθήτριες και οι ίδιοι οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να φιλτράρουν τα όσα λέγονται και θεωρούνται δεδομένα.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.