Της Βασιλικής Καράμπαμπα,
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αποτέλεσαν το σημαντικότερο εχθρό του βυζαντινού κράτους κατά τον 11ο αιώνα. Η δράση τους ήταν καθοριστική και μετέβαλε το εδαφικό status quo στο χώρο της Ανατολής από τη περίοδο αυτή και εξής. Για τους λόγους αυτούς είναι απαραίτητη μία σύντομη παρουσίαση της καταγωγής και της δράσης τους.
Οι Σελτζούκοι ή Σελτζούκιδες είναι ένα τουρκικό νομαδικό φύλο, που προέρχεται από τους Ούζους ή Ογούζους Τούρκους ή Τουρκομάνους. Η παρουσία τους μαρτυρείται για πρώτη φορά στην κεντρική Ασία, όμως η προέλευσή τους δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη από τους μελετητές. Η πορεία τους προς την Μικρά Ασία είχε ως αφετηρία τα Αλτάια όρη της κεντρικής Ασίας, από όπου μετακινήθηκαν από τις περιοχές της στέπας προς τις περιοχές της Κασπίας Θάλασσας. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν τουρκικά φύλα ήδη από τον 6ο αι. μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, το συγκεκριμένο τουρκικό φύλο έχει το όνομα του ηγέτη του, Σελτζούκ, ο οποίος μαζί με μια ομάδα υποστηρικτών αποσχίστηκε από τους Ογούζους και μετακινήθηκε κοντά στον ποταμό Ιαξάρτη. Έπειτα, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, στο όνομα του οποίου διεξήγαγαν Ιερό Πόλεμο στους απίστους.
Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά τους ήταν οι συνεχείς μετακινήσεις, οι επιδρομές μεγάλης κλίμακας, οι λεηλασίες και οι ληστείες εύφορων περιοχών για την ανεύρεση βοσκοτόπιων. Γενικά χαρακτηρίζονται ως ένας πολεμοχαρής λαός, που είχε ως στόχο του την ενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου. Παρά την έντονη πολεμικότητά τους, ήταν υπέρμαχοι και της πνευματικής καλλιέργειας. Με την παραπάνω πολεμική τακτική εξανάγκαζαν τον τοπικό πληθυσμό σε φυγή και αναζήτηση μιας ασφαλέστερης περιοχής. Έτσι, ο τόπος έμενε ακατοίκητος και μπορούσαν να εγκατασταθούν τα νομαδικά αυτά φύλα. Η παραπάνω τακτική εφαρμόστηκε κατά το διάστημα 1048-54 σε εδάφη, που βρίσκονταν υπό τον βυζαντινό έλεγχο, όπως η Αρμενία και η Ιβηρία.
Δύο από τους σπουδαιότερους Σελτζούκους ηγέτες ήταν ο Τογρούλ και ο Αλπ Αρσλάν, οι οποίοι φημίζονταν για τις ικανότητες και τις πολεμικές τους αρετές. Για τον πρώτο, σημαντικότερος στόχος ήταν η κατάληψη της Περσίας και της Μεσοποταμίας, η οποία ολοκληρώθηκε με την πτώση της Βαγδάτης το 1055, η οποία στο εξής αποτέλεσε το κέντρο των Σελτζούκων. Ακόμα, ενσωμάτωσε και τα εδάφη του Αζερμπαιτζάν, του Κουρδιστάν και της Υπερκαυκασίας. Επόμενος στόχος ήταν η Συρία και η Αίγυπτος. Όμως, εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης των Κούρδων του Ιράν αδυνατούσαν να συνεχίσουν την προέλασή τους. Γι΄αυτό στράφηκαν προς τις περιοχές της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Βυζαντίου. Έτσι, μέχρι το 1042 η πληθυσμιακή συγκρότηση είχε παγιωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε μια πληθώρα τουρκικών φύλων να γειτνιάζουν με τα βυζαντινά ανατολικά σύνορα. Τα φύλα αυτά επιδίδονταν αδιάκοπα σε λεηλασίες, προκαλώντας προβλήματα στους Βυζαντινούς.
Στην αρχή, οι επιθέσεις κατά του Βυζαντίου δεν ήταν συχνές, όμως σταδιακά μέχρι το 1071 πολλαπλασιάστηκαν και εντάθηκαν. Ωστόσο, εξαιτίας της εσωτερικής κρίσης και της σύγκρουσης μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής μερίδας, η ηγεσία είτε αδιαφορούσε για το γεγονός είτε θεωρούσε τους Σελτζούκους ανίκανους να αποτελέσουν σοβαρό πλήγμα για την αυτοκρατορία.
Από τα χρόνια της διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου μέχρι του Ισαακίου Κομνηνού διεξήχθησαν κάποιες μάχες μεταξύ βυζαντινών και τουρκικών στρατευμάτων για την υπεράσπιση των ανατολικών συνόρων. Όμως, τα αποτελέσματα δεν ήταν επιθυμητά για το Βυζαντινό Κράτος, κυρίως εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας του βυζαντινού στρατού. Δύο σημαντικά γεγονότα της περιόδου ήταν η καταστροφή του Άτζε και της Μελιτηνής, ενώ η μόνιμη εγκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού Τούρκων στην Αρμενία ήταν εμφανής.
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη μάχη του Μαντζικέρτ χαρακτηρίζονται από οικονομική, διοικητική και στρατιωτική κρίση στη βυζαντινή αυτοκρατορία, την οποία εκμεταλλεύτηκαν πλήρως τα τουρκικά φύλα κάνοντας όλο και πιο συχνές και άγριες επιδρομές στα ανατολικά σύνορα. Άλλωστε, όπως έχει ήδη επισημανθεί βασικός στόχος του νέου σουλτάνου Άλπ Αρσλάν (1063-1072) εξακολουθούσε να είναι η κυριαρχία του σε έναν ενοποιημένο μουσουλμανικό κόσμο. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία αντίσταση από τους Βυζαντινούς τους ενθάρρυνε να διεισδύουν ακόμα περισσότερο. Μερικά παραδείγματα βυζαντινών πόλεων που λεηλατήθηκαν είναι η Σεβάστια, το Άνιο, η Καισάρεια της Καππαδοκίας, η Νεοκαισάρεια, το Αμόριο, η Ηρακλέους Κωμώπολη και οι Χώνες, πόλεις-κέντρα με σπουδαία γεωστρατηγική θέση, στις οποίες προκλήθηκε οικονομικό και δημογραφικό πλήγμα.