Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το ζήτημα της εξάπλωσης των σχολικών καταλήψεων ως έκφραση της αρνητικής αντίδρασης μαθητών στη Συμφωνία των Πρεσπών και γενικώς, στις εξελίξεις επί των Εθνικών θεμάτων φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια την υποκρισία που χαρακτηρίζει τη δημόσια ζωή της χώρας.
Έχουμε μία κυβέρνηση συνεργασίας, της οποίας ο βασικός εταίρος στελεχώνεται από άτομα τα οποία διαχρονικά ομνύουν στις καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων, δημοσίων και ιδιωτικών χώρων θεωρώντας αυτή την τακτική ως μέρος των διαφόρων ‘’κοινωνικών αγώνων’’ που κατά καιρούς δίνουν. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας μετά παρρησίας δηλώνει ότι εκκίνηση της πολιτικής του σταδιοδρομίας αποτελούν οι καταλήψεις του Λυκείου του, στις οποίες ήταν επικεφαλής ως Πρόεδρος του 15μελούς μαθητικού συμβουλίου.
Πώς λοιπόν ξαφνικά οι συγκεκριμένες κινητοποιήσεις βρέθηκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης που από την πρώτη στιγμή τις χαρακτήρισε ‘’εθνικιστικές’’, ‘’φασιστικές’’ και ‘’χρυσαυγίτικες’’; Απλούστατα, διότι η ατζέντα τους είναι διαφορετική από αυτήν η οποία αποτέλεσε το επικάλυμμα μιας ‘’επαναστατικής γυμναστικής’’, που ως αποδείχθηκε μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Αφορά την καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών, μιας συμφωνίας εμβληματικής για τον Τσίπρα ο οποίος αφενός ικανοποίησε εν μέρει το αριστερό του ακροατήριο, αφετέρου αναβαπτίστηκε ως το αγαπημένο παιδί του ιερατείου των Βρυξελλών και των ΗΠΑ, που με τη σειρά τους προσπαθούν να τον στηρίξουν δίνοντάς του ως αντάλλαγμα το πράσινο φως για μία σχετική χαλάρωση των δυσβάστακτων δεσμεύσεων που έχει αναλάβει.
Οι καταλήψεις αυτές επανέφεραν δυναμικά στην επικαιρότητα ένα ζήτημα, το οποίο έχει κάνει τεράστια ζημιά στην κυβέρνηση την ώρα που η τελευταία επιχειρεί να στήσει ένα σκηνικό αισιοδοξίας, με επικοινωνιακού τύπου παροχές και εξαγγελίες. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται για πρώτη φορά καίριο πλήγμα σε έναν χώρο στον οποίο είχε προνομιακό πεδίο δράσης. Μάλιστα με την παραχώρηση ψήφου στα 17 σε συνδυασμό με διάφορες παρεμβάσεις οι οποίες καθιστούσαν ακόμη πιο χαλαρή την σχολική εκπαιδευτική διαδικασία για διδάσκοντες και διδασκομένους (ενώ, αντίθετα, ενίσχυε την παραπαιδεία) ήταν σίγουρος ότι δημιούργησε μία νέα δεξαμενή ψηφοφόρων, στην οποία θα είχε αποκλειστική πρόσβαση.
Πέρα όμως από την πανικόβλητη και σπασμωδική αντίδραση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ η αλήθεια είναι ότι ουδείς δημοκράτης και πατριώτης μπορεί να παραβλέψει ορισμένα ανησυχητικά φαινόμενα, τα οποία προκύπτουν σε ορισμένες περιπτώσεις: Η παράνομη κατάληψη οποιουδήποτε δημοσίου ή ιδιωτικού χώρου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως και η παρακώλυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι προπηλακισμοί ή οι άσκηση σωματικής βίας έναντι διαφωνούντων, οι φθορές ή οι καταστροφές στην περιουσία, δημόσια και ιδιωτική. Ζούμε σε μία χώρα όπου ισχύουν το Σύνταγμα και οι νόμοι και σίγουρα, παρά τα μεγάλα προβλήματα στη λειτουργία της Πολιτείας μας, δεν ζούμε υπό δικτατορικό καθεστώς, όπως εκείνο της 21ης Απριλίου 1967 έναντι του οποίου δικαιολογούταν η αντίσταση η οποία κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973. Επίσης, ουδείς μπορεί να μείνει απλός θεατής, πολύ περισσότερο να επιδοκιμάσει, τη διατύπωση απόψεων όπως ‘’η Δημοκρατία ξεπούλησε τη Μακεδονία’’ ή τη χρήση συνθημάτων τα οποία ανήκουν στον χώρο των Ειδικών Δυνάμεων. Και οφείλει να πιστωθεί στη ΝΔ και στο ΚΙΝΑΛ το γεγονός ότι καταδίκασαν την πράξη της κατάληψης και κάθε έκνομη ενέργεια η οποία συνδέεται με αυτήν, αν και οι ευθύνες τους διαχρονικά για την ανοχή σε τέτοια φαινόμενα δεν παραγράφονται.
Σε ότι έχει να κάνει με την εισχώρηση μελών της Χρυσής Αυγής στον μαθητικό χώρο και στην καθοδήγηση των κινητοποιήσεων αυτών είναι προφανές ότι ουδείς μπορεί να το αποκλείσει ως ένα βαθμό. Πράγματι, η ανωτέρω φρασεολογία ομοιάζει με αυτήν του συγκεκριμένου κόμματος ενώ δεν είναι κάτι το πρωτοφανές η προσπάθεια οικειοποίησης από έναν πολιτικό χώρο, συγκεκριμένων εκδηλώσεων εφόσον θεωρεί ότι το έδαφος είναι πρόσφορο για κομματική εκμετάλλευση. Η παραδοχή αυτή, όμως, ουδόλως οδηγεί στην ταύτιση ολόκληρου του τμήματος της μαθητικής κοινότητας που μετέχει στις κινητοποιήσεις, με νεοναζιστικές θεωρίες και πρακτικές. Πέραν της χυδαίας συκοφάντησης το μόνο που καταφέρνουν οι εμπνευστές της συγκεκριμένης γραμμής είναι να κάνουν δώρο στους πραγματικούς φασίστες και νεοναζί, ανήλικους που δεν έχουν ως τώρα σχέση μαζί τους. Ο διαρκής φόβος που υπήρχε μεταπολιτευτικά σε όποιον μετείχε στα κοινά ήταν μήπως χαρακτηριστεί ‘’φασίστας’’. Πλέον αυτός ο φόβος δεν υφίσταται και τη βασική ευθύνη έχουν όλοι όσοι εμφανίζονται τώρα ως φρουροί της Δημοκρατίας και σταυροφόροι έναντι του φασισμού. Κι αυτό διότι σταθερά εδώ και δεκαετίας το μόνο που έκαναν ήταν να απονομιμοποιούν τη Δημοκρατία στα μάτια της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νέας γενιάς που πλέον αποτελείται εξ ολοκλήρου από άτομα που δεν έχουν βιώματα χουντικού καθεστώτος ή εμφυλίου πολέμου.
Η Χρυσή Αυγή αναδείχθηκε μέσα από τις τάξεις των ‘’Αγανακτισμένων’’ όταν οι σημερινοί κυβερνώντες συνυπήρχαν άνετα μαζί της. Με το ‘’να καεί το μπουρδέλο η Βουλή’’ και τις κρεμάλες. Με τις μούντζες στις παρελάσεις και την εκδίωξη του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, το 2011. Όταν η ΧΑ μπήκε στη Βουλή, με τις ψήφους της συναθροίστηκαν οι ψήφοι όσων, με αφορμή την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, προκάλεσαν πρόωρες εκλογές. Ο σημερινός Πρόεδρος της Βουλής ήταν εκείνος ο οποίος έλεγε ότι δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτες και μη ψήφοι κλείνοντας το μάτι στη Χρυσή Αυγή ενόψει της ψήφισης του εκλογικού νόμου.
Τα κροκοδείλια δάκρυα, λοιπόν, για την άνοδο του εθνικισμού, του φασισμού κλπ ας μένουν. Πριν από όλα το ίδιο το πολιτικό σύστημα οφείλει να κάνει μια γενναία αυτοκριτική για το γεγονός ότι η νέα γενιά έφτασε στο σημείο να στρέφεται σε κάποιες περιπτώσεις εναντίον της Δημοκρατίας. Ακολούθως όσες δυνάμεις πιστεύουν όντως στη Δημοκρατία οφείλουν να εργαστούν στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο θα θωρακίζει το Πολίτευμα. Ας έχουν υπόψη τους οι αρμόδιοι ότι κάθε μεγάλη αναταραχή στον εκπαιδευτικό χώρο αποτέλεσε τη θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων με αβέβαιη κατάληξη…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.