Της Κλειώ Κατσιμίχα,
Πριν λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε η απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης, ένα βραβείο, που απονέμεται παραδοσιακά σε άτομα, τα οποία με τις ενέργειές τους προσπάθησαν να πετύχουν την αδελφοποίηση μεταξύ των εθνών και την προώθηση της ειρήνης. Φέτος, το βραβείο μοιράστηκαν ο Ντένις Μακουέγκε και η Νάντια Μουράντ, δύο άτομα, που μάχονται κατά της σεξουαλικής βίας, ιδιαίτερα σε συνθήκες πολέμου. Φυσικά, το Νόμπελ Ειρήνης δεν είναι λίγες οι φορές που απονεμήθηκε σε άτομα, που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως φιλειρηνιστές και κυρίως ανθρωπιστές με την κλασική έννοια των όρων, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα δεδομένο. Ενώ στο πάνθεον των νομπελιστών συναντά κανείς άτομα όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και η Μητέρα Τερέζα, την ίδια στιγμή βλέπει και το όνομα της Αούνγκ Σαν Σου Κι. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την εν λόγω νομπελίστρια είναι η νυν de facto ηγέτιδα της Μυανμάρ, βραβευμένη «για τον ειρηνικό και μη-βίαιο αγώνα της κατά της στρατιωτικής δικτατορίας» στην χώρα. Είναι επίσης η επικεφαλής μιας εθνικής κυβέρνησης που ευθύνεται, κατά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, για την «πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη προσφυγική κρίση του κόσμου», διαπράττοντας ένα «χαρακτηριστικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης» κατά τον Ύπατο Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Θύμα της βίαιης αυτής πρακτικής είναι η μουσουλμανική εθνική μειονότητα των Ροχίνγκια, οι οποίοι ζουν κυρίως στην επαρχία Ρακίν, στα σύνορα Μυανμάρ- Μπαγκλαντές.
Οι βιαιότητες σε βάρος των Ροχίνγκια δεν είναι δυστυχώς μια νέα εξέλιξη. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η καταπίεση της μουσουλμανικής ομάδας αποτελούσε ένα καθημερινό γεγονός. Αν και βρίσκονται στην περιοχή της πρώην Βιρμανίας από τον 15ο αιώνα, οι διακρίσεις σε βάρος τους άρχισαν να παίρνουν σοβαρές διαστάσεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1962. Το βουδιστικό –κατά κύριο λόγο- κράτος έπρεπε να βρει έναν τρόπο να διατηρήσει την ενότητα και την ομόνοια του. Ο τρόπος αυτός δεν άργησε να εμφανιστεί με την επίφαση της θρησκευτικής ενότητας. Όπως είναι λογικό, οι μουσουλμάνοι Ροχίνγκια άρχισαν τότε να στιγματίζονται ως ο εχθρός. Προχωρώντας χρονικά, από το 1978 δεν ήταν λίγες φορές που δικαιώματα της μειονότητας καταπατήθηκαν μέσα από βασανιστήρια, βιασμούς και εκτελέσεις. Το αποκορύφωμα εντούτοις, της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους ήρθε το 1982 όταν η κυβέρνηση δεν τους συμπεριέλαβε στην λίστα των 135 ομάδων, που ζούσαν στην Βιρμανία και έλαβαν την ιθαγένεια της χώρας, παραβλέποντας το γεγονός πως ο πληθυσμός τους ανερχόταν σε πολλές χιλιάδες. Οι Ροχίνγκια ήταν πλέον απάτριδες.
Τον Αύγουστο του 2017, ο στρατός σωτηρίας Arakan Rohingya (ARSA), μία ένοπλη ομάδα, που χαρακτηρίζεται από την κυβέρνηση της Μυανμάρ ως «τρομοκρατική οργάνωση» και η οποία –σύμφωνα με τις δηλώσεις της- «αποσκοπεί στην προστασία των Ροχίνγκια», επιτέθηκε σε αστυνομικές θέσεις και σε μια στρατιωτική βάση στη Ρακίν. Η κίνηση αυτή “άναψε το φυτίλι” σε μία βόμβα που περίμενε από καιρό να εκραγεί. Το αποτέλεσμα ήταν ολόκληρα χωριά να καούν από τον στρατό της χώρας, μουσουλμάνοι να κακοποιηθούν ή ακόμα χειρότερα να βρουν το θάνατο και -όσοι μπόρεσαν- να διαφύγουν από την χώρα, κινούμενοι κυρίως στο γειτονικό Μπαγκλαντές. Η ίδια η Αούνγκ Σαν Σου Κι υποστηρίζει πως το 50% των μουσουλμανικών χωριών δεν μετατράπηκε σε στάχτη, ποσοστό όχι αρκούντως ικανοποιητικό αν αναρωτηθεί κανείς τι έγινε το άλλο 50%.
Υπολογίζεται πως πάνω από 727.000 άνθρωποι έφυγαν από την Μυανμάρ και μετανάστευσαν σε γειτονικές χώρες. Ο αριθμός των προσφύγων συνολικά από την δεκαετία του 1970 ανέρχεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Ακόμα όμως και έχοντας εξασφαλίσει την ασφάλεια τους οι Ροχίνγκια δεν έχουν εξασφαλίσει την ίδια τη ζωή τους. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι πραγματικά φριχτές, με την προσφυγική ομάδα να αντιμετωπίζει κάθε μέρα πείνα, ασθένειες και φυσικά απάνθρωπη μεταχείριση. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ) των Ηνωμένων Εθνών, πάνω από 1.000 άτομα, κυρίως παιδιά και γυναίκες, έχουν πέσει θύμα trafficking, κοινώς έχουν πουληθεί και υποχρεώνονται σε καταναγκαστική εργασία. Πίσω στους τόπους εγκατάστασης των προσφύγων, εκείνοι καθημερινά αντιμετωπίζουν ασθένειες όπως τέτανο και διφθερίτιδα, δεδομένου πως ένα πολύ μικρό τους ποσοστό μόνο, έχει εμβολιαστεί. Η διεθνής κοινότητα και ιδίως ο ΟΗΕ, καθώς και οργανώσεις δικαιωμάτων όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch, έχουν επανειλημμένα καταδικάσει τις πράξεις βίας σε βάρος των Ροχίνγκια. Ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες έχει προειδοποιήσει για κίνδυνο εθνοκάθαρσης, εφιστώντας την προσοχή στην κυβέρνηση και στο στρατό. Συγχρόνως, σύμφωνα με στατιστικά που ήρθαν στο φως τους προηγούμενους μήνες, περίπου το 70% των προσφύγων λαμβάνουν φαγητό με 100.000 σχεδόν εκτοπισμένους Ροχίνγκια να μην είναι πλέον υποσιτισμένοι, αλλά και 315.000 παιδιά έχουν πράγματι εμβολιαστεί.
Ωστόσο, η κρίση στην Μυανμάρ είναι ένα υπαρκτό και υπερμέγεθες πρόβλημα, όπως και τόσες ανθρωπιστικές και προσφυγικές κρίσεις. Το ευτύχημα της ιστορίας –αν μπορούμε υπερβολικά επιεικώς να το χαρακτηρίσουμε έτσι- είναι πως η διεθνής κοινότητα είναι αρκετά συνειδητοποιημένη επί του θέματος. Μπορούμε όμως να χαιρόμαστε για αυτό, όταν πίσω από τον μαρασμό χιλιάδων ανθρώπων κρύβεται μια «υπέρμαχος της ειρήνης», μια «υποστηρίκτρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», μια γυναίκα που βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης;