Του Ανδρέα Παπαϊωσήφ,
Ίσως ένα από τα σοβαρότερα και μείζονος σημασίας προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή την στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αυτό της βαρύγδουπης επερχόμενης εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από τις τάξεις της. Πρόβλημα, το οποίο εκφέρει και έναν «ιστορικό χαρακτήρα», καθώς είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Ένωσης που κράτος–μέλος έχει αποφανθεί και δρομολογήσει διαδικασίες εξόδου, όμως αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα προς ενασχόληση…
Διαβάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις επάνω στο ζήτημα του Brexit, από την μια πλευρά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε ανακοίνωση κατά την οποία αναφέρει πως το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να ακυρώσει την απόφασή του προς έξοδο μονομερώς, πάντα μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε την πολιτική σκηνή της Βρετανίας σε μια πλήρη σύγχυση. Η πρόσφατη συνέλευση της Βουλής των Λόρδων έδειξε την πρωθυπουργό της χώρας, Τερέζα Μέι, να προσπαθεί ουσιαστικά να παρατείνει την διαδικασία του τελικού ψηφίσματος της Βουλής, αποφεύγοντας να θέσει την χώρα σε έξοδο ή παραμονή. Η αντιπολίτευση των Εργατικών κατηγόρησε (και δικαίως κατά την γνώμη μου) την βρετανική κυβέρνηση πως έχει χάσει κάθε έλεγχο του ζητήματος και πως, εάν η Τερέζα Μέι δε μπορεί να πάρει μια απόφαση, να αφήσει αυτούς που μπορούν να το κάνουν. Επίσης, η Βρετανίδα πρωθυπουργός ανέφερε, μετά από ερώτηση του Σκωτικού Εθνικού Κόμματος, πως ένα νέο δημοψήφισμα θα έφερνε μεγαλύτερο διχασμό στην χώρα, την ίδια ώρα που επιζητείται η ενότητα.
Εάν μπορέσει κανείς να βάλει σε μια απλή σειρά όλα τα γεγονότα, τις δηλώσεις Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης εκατέρωθεν, καθώς και το πώς προσπαθεί να προχωρήσει την διαδικασία η Μέι, θα δει και θα καταλάβει πως η Βρετανία έχει χάσει πολλά περισσότερα από τον έλεγχο του ζητήματος. Το μεγάλο πλήγμα στο εσωτερικό της χώρας είναι πως υπάρχει μια τεράστια πολιτική αστάθεια και ένας διχασμός, όπου δρα ως ατελέσφορο κλίμα για την προώθηση των πολιτικών παραμονής ή εξόδου της χώρας από την Ένωση (διότι μην ξεχνάμε πως στην βρετανική πολιτική σκηνή υπάρχουν ακόμα ένθερμοι υποστηρικτές της παραμονής), γεγονός που δυσκολεύει και τις δύο πλευρές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σαφώς και έχει μια συγκεκριμένη πολιτική επάνω στην Βρετανία, όπου με πολύ απλά λόγια μεταφράζεται ως: Είτε μείνετε είτε φύγετε θα γίνει με καθαρά ευρωπαϊκούς κανόνες. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή αυτή πολιτική, δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο το κλίμα που αναφέραμε άνωθεν, όμως όπως λέει και η λαϊκή ρήση «όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν».
Το αμέσως μεγαλύτερο πλήγμα για το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης που αποπνέει διεθνώς. Η απόφαση προς έξοδο, όπως και ο τρόπος χειρισμού της εξόδου, καθιστά το Βασίλειο ως ένα μη φερέγγυο κράτος προς διεθνή «συνδιάλεξη» πάσης φύσεως. Το χειρότερο όμως είναι πως αυτή η έλλειψη κύρους δεν προέρχεται από μια διεθνή ή ευρωπαϊκή αντί–βρετανική προπαγάνδα, αλλά από τις ίδιες τις Βρετανικές πολιτικές αρκετών ετών.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως η πάλαι ποτέ «Μεγάλη Βρετανία» δεν θεωρείται μεγάλη πλέον και τόσο οι Λόρδοι, όσο και ο βρετανικός λαός, θα πρέπει εκ νέου να πάρουν ίσως την σοβαρότερη απόφαση στην ιστορία του έθνους τους. Σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, το Ηνωμένο Βασίλειο θα σταθεί μόνο του με κάποιους μεμονωμένους φίλους ή θα παραμείνει και θα αναπτυχθεί περισσότερο ως ένα πρωτεύον μέλος μιας ευρύτερης ενοποιημένης Ευρώπης; Καλό θα ήταν να αποφασίσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γιατί δυστυχώς για εκείνους, Αυτοκρατορία δεν υπάρχει πια…