Του Θοδωρή Μεσημέρη,
Ο όρος «υπερδύναμη» χρησιμοποιείται σήμερα καταχρηστικά για να δηλώσει διάφορα. Μπορεί να χαρακτηρίσει μια χώρα κυρίαρχη στον τομέα της διπλωματίας, μία χώρα με εύρωστο και οργανωμένο στρατό ή μια χώρα που χρησιμοποιεί την παροχή βοήθειας σε άλλες χώρες σε μεγάλο βαθμό. Αν θέλουμε όμως να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, «υπερδύναμη» είναι η χώρα που έχει αισθητές, σε έναν υπερισχύοντα βαθμό, επιρροές στρατιωτικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές σε όλη την οικουμένη. Ανά τα έτη, αυτός ο χαρακτηρισμός αρμόζει σε δυνάμεις όπως ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση. Σήμερα, τα προαναφερθέντα ίσως έχουν αντίκρισμα μόνο για τις ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία κοντεύει να επανακτήσει συναφείς ιδιότητες. Οι ΗΠΑ ωστόσο δεν ανησυχούν μονάχα για την Ρωσία αλλά περαιτέρω δοκιμασία προέρχεται και από την Κίνα.
Η Κίνα όντας μια υπολογίσιμη δύναμη για πολλές δεκαετίες, πρόσφατα με την επιθετική της δράση (Νότια Κινεζική Θάλασσα, Ταϊβάν κ.ο.κ), άρχισε να προκαλεί ανησυχίες στις ΗΠΑ και τους δυτικούς, ειδικά μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Xi Jinping και την ραγδαία οικονομική της ανάπτυξη.
Πράγματι, σ’ αυτή την επιθετική συμπεριφορά συμβάλλει η στρατιωτική ισχύς. Ο στρατός της Λαϊκής Δημοκρατίας είναι ο μεγαλύτερος σε αριθμούς με ενεργό προσωπικό των 2.035.000 (International Institute for Strategic Studies) και έχει παρουσιάσει σημαντικές αλλαγές από την τελευταία της εμπλοκή σε στρατιωτική σύγκρουση που έγινε στο Βιετνάμ το 1979. Αυτό επίσης σημαίνει ότι δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα ο νέος εξοπλισμός. Πολλοί από τους εξοπλισμούς μάλιστα είναι αντιγραφή ή μετασχηματισμοί των όπλων της Δύσης και παρ’ όλο που υστερεί σε κάποια πράγματα, όπως, για παράδειγμα, έλλειψη ενός πολεμικού αεροσκάφους ικανού να ανταγωνιστεί τα αμερικανικά ή τα ρωσικά τζετ στο κινεζικό στρατόπεδο, η Αμερική έχει διαφορετικούς υπολογισμούς, πλέον, για την στρατιωτική ισχύ της Κίνας και αυτό φαίνεται από τις αγωνίες για την κατάσταση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, όπου στέλνεται κατά τακτική βάση αμερικανικό περιπολικό.
Ποιοι είναι ωστόσο οι παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος; Κατ’ αρχάς ενθυμητέον είναι ότι η χώρα κυβερνάται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, που ελέγχει μεγάλο μέρος της κεντρικά σχεδιαζόμενης κινεζικής, οικονομίας όπως είναι ο ορυκτός πλούτος, η βιομηχανία και εταιρίες για επενδύσεις. Οι ξένες εταιρίες λειτουργούν υπό προϋποθέσεις που θέτει η Κίνα και αυτές είναι η πρόσληψη κινεζικού προσωπικού μέσω φθηνής εργασίας και η προσφορά τεχνοκρατικών γνώσεων από τους ξένους. Η Λαϊκή Κινεζική Τράπεζα ελέγχει αυστηρά το νόμισμα και έτσι ώστε να είναι φθηνότερα τα κινεζικά προϊόντα στο εξωτερικό. Χάρης τον τεράστιο πληθυσμό των 1,3δις, η αγοραστική δυνατότητα αυξάνεται και ο κόσμος καταναλώνει περισσότερο. Έτσι, πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν να απευθυνθούν στις ανάγκες της κινεζικής αγοράς και να προσαρμοστούν στις προτιμήσεις των Κινέζων. Το κύριο επιχείρημα υπέρ της χώρας για πολλούς, είναι το γεγονός ότι η Κίνα αποτελεί κυρίαρχος στο παγκόσμιο εμπόριο και ότι είναι η πρώτη χώρα στις εξαγωγές. Τέλος, να μην ξεχνάμε το φιλόδοξο σχέδιο της αναβίωσης του πάλαι ποτέ «Δρόμου του Μεταξιού», ούτως ώστε το Πεκίνο να επικρατήσει στο διεθνές εμπόριο και να αυξήσει την επιρροή του στη διεθνής σκηνή. Σύμφωνα με την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», ένα σύνολο διασύνδεσης εμπορικών συναλλαγών και έργων υποδομής στην Ασία, την Ευρώπη και τον Ειρηνικό θα δημιουργήσει τις απαραίτητες εκείνες συνθήκες για να κυριαρχήσει ο κινεζικός παράγοντας.
Τέλος, υπάρχει και το πεδίο της διπλωματίας. Η διακρατικές σχέσεις της σύγχρονης Κίνας έχουν την απαρχή τους από τις μεταρρυθμίσεις του Deng Xiaoping, ο οποίος προτίμησε να «ανοιχτεί» με άλλα κράτη, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, όταν πάρθηκε απόφαση το 1979 να επισκεφτεί τις ΗΠΑ απ’ όπου πήρε ιδέες για το νέο οικονομικό μοντέλο της Κίνας. Η εξωτερική πολιτική της Κίνας άλλαξε ξαφνικά με τον Xi Jinping και το «Κινεζικό Όραμα», από τότε η χώρα του έγινε πιο ενεργή από ποτέ στις σχέσεις με άλλα κράτη. Λόγω της απρόσκοπτης ενδυνάμωσης, ωστόσο, η Λαϊκή Δημοκρατία βρέθηκε αντιμέτωπη με επιδείνωση σχέσεων με χώρες σαν την Ιαπωνία, που αισθάνεται ότι η βιομηχανική της επικράτηση απειλείται, ενώ οι σχέσεις με τις ΗΠΑ δοκιμάστηκαν λαμβάνοντας υπόψιν τον παγκόσμιο εμπορικό τους πόλεμο. Η ανάδυση της Κίνας, όπως είναι φυσικό, έβαλαν της ΗΠΑ σε ανησυχία, και σε συνδυασμό με αυτήν της Ρωσίας, θέτεται το ζήτημα για πόσο ακόμα θα διατηρηθεί η πρωτιά της. Ο αδιάκοπος ανταγωνισμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις. Και πλέον, ο οικονομικός ανταγωνισμός είναι μόνο ένα κομμάτι, καθώς η γεωπολιτική και στρατιωτική διαμάχη έχει γίνει αντιληπτή και σε πολλά μέρη του κόσμου. Συνολικά όμως, το αν η Κίνα θα υπερτερήσει των ΗΠΑ θα φανεί σε κάποιες δεκαετίες, ίσως και λιγότερο.«
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη, Πιερίας το 1998. Φοίτησε ένα χρόνο στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ και πλέον, σπουδάζει στη Νομική του ΑΠΘ. Ενδιαφέροντά του εντοπίζονται στο Διεθνές και στο Ποινικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα αγγλικά, ισπανικά και ρώσικα, ενώ έχει βασικές γνώσεις γερμανικών, πορτογαλικών και γαλλικών.