10.3 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠνευματική ιδιοκτησία και κινηματογράφος

Πνευματική ιδιοκτησία και κινηματογράφος


Της Ειρήνης Πετροπούλου,

Η δημιουργία μιας ταινίας αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα για τους συντελεστές, από τον παραγωγό και τον σκηνοθέτη μέχρι τους ηθοποιούς και τους φροντιστές, οι οποίοι έχουν αναλάβει να φέρουν σε πέρας την καλλιτεχνική αποστολή τους με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, είτε αυτό μεταφράζεται σε καλές κριτικές, είτε σε εισπρακτική επιτυχία. Μεταξύ των σκοπέλων που σίγουρα θα συναντήσουν στη διαδρομή τους είναι και ζητήματα τεχνικά-διεκπεραιωτικά της διαδικασίας και η κατοχύρωση του έργου τους.

Πυλώνα προστασίας για κάθε είδους πνευματική δημιουργία αποτελεί ο νόμος 2121/1993 «Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα», όπου στις πρώτες διατάξεις οριοθετείται η έννοια του «έργου» (άρθρο 2) και τα θεμελιώδη δικαιώματα του δημιουργού πάνω σ’ αυτό (άρθρα 3, 4, 5). Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε έργο προστατεύεται από τη στιγμή της δημιουργίας του, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω διατυπώσεις. Στην περίπτωσή μας, ως δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου, στο οποίο εμπίπτει η κινηματογραφική ταινία, θεωρείται ο σκηνοθέτης σύμφωνα με το άρθρο 9, που όμως αποτελεί μαχητό τεκμήριο, αφού είναι δυνατόν να λογίζονται και άλλα πρόσωπα ως δημιουργοί με την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η καλλιτεχνική τους συμβολή στη δημιουργία του έργου, όπως π.χ. ο σεναριογράφος, ο διαλογίστας, ο κάμεραμαν κλπ. H διάρκεια προστασίας του ανέρχεται σε 70 έτη μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντος μεταξύ των ακολούθων προσώπων: του κύριου σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του συγγραφέα διαλόγων και του συνθέτη μουσικής που γράφτηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί στο οπτικοακουστικό έργο (άρθρο 31 § 3). Το τελευταίο θεωρείται περατωμένο όταν εγκριθεί από τον πνευματικό δημιουργό το πρότυπο παραγωγής αντιτύπων για την εκμετάλλευσή του, το οποίο, στην περίπτωση κινηματογραφικής ταινίας, είναι ο υλικός φορέας πρώτης υλικής ενσωμάτωσης του έργου, δηλαδή το “negative” σειράς εικόνων και ήχου αυτής.

Οι εξουσίες του δημιουργού πηγάζουν από τα 2 βασικά του δικαιώματα που είναι το περιουσιακό και το ηθικό. Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στο δημιουργό την εξουσία να επιτρέπει ή να απαγορεύει την εγγραφή και την αναπαραγωγή του έργου με κάθε μέσο και οποιεσδήποτε άλλες μετατροπές του. Ακόμη, μέσω αυτού του δικαιώματος έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τη θέση σε κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με μεταβίβαση της κυριότητας, με εκμίσθωση ή με δημόσιο δανεισμό, καθώς και την επιβολή περιοριστικών όρων στη μεταβίβαση και την παρουσίαση του έργου στο κοινό με οποιονδήποτε μέσο επικοινωνίας.

Από την άλλη πλευρά, το ηθικό δικαίωμα δίνει στο δημιουργό ιδίως τις εξουσίες της απόφασης για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο κατά τους οποίους το έργο θα γίνει προσιτό στο κοινό (δημοσίευση). Επίσης, το συγκεκριμένο δικαίωμα συνδέεται με την αναγνώριση της πατρότητάς του δημιουργού πάνω στο έργο του και ειδικότερα την εξουσία να απαιτεί, στο μέτρο του δυνατού, τη μνεία του ονόματός του σε κάθε δημόσια χρήση αυτού ή, αντίθετα, να κρατάει την ανωνυμία του ή να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Σε συνάρτηση με αυτό βρίσκεται και η απαγόρευση κάθε παραμόρφωσης ή άλλης τροποποίησης του έργου του, καθώς και κάθε προσβολή του δημιουργού οφειλόμενη στις συνθήκες παρουσίασης του έργου στο κοινό. Τέλος, η επικοινωνία του δημιουργού με το έργο του αντιλαμβανόμαστε ότι αποτελεί φυσική συνέπεια της δημιουργικής διαδικασίας και μας οδηγεί στο δικαίωμα «προσπέλασης», έστω και αν το περιουσιακό δικαίωμα στο έργο ή η κυριότητα στον υλικό φορέα του έργου ανήκει σε άλλον. Συνήθως, πρόκειται για σύγκρουση του δικαιώματος του δημιουργού και του δικαιώματος κυριότητας του τρίτου, οπότε η προσπέλαση πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο που προκαλεί τη μικρότερη δυνατή ενόχληση στο δικαιούχο.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το ηθικό δικαίωμα (droit moral), το οποίο, ως εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας του δημιουργού, αφενός καθιερώνεται και προστατεύεται από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, αφετέρου του παρέχει, μεταξύ άλλων, τις εξουσίες της αναγνωρίσεως της πατρότητας και της περιφρουρήσεως του έργου είναι ανεξάρτητο από το περιουσιακό δικαίωμα και παραμένει στο δημιουργό ακόμα και μετά τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος.

Ο σκηνοθέτης, ως τεκμαιρόμενος πνευματικός δημιουργός του έργου, έχει το δικαίωμα της οικονομικής εκμετάλλευσής του, ο οποίος συνήθως με σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής μεταξύ αυτού και του παραγωγού του έργου (δηλαδή του φυσικού ή νομικού προσώπου, με πρωτοβουλία και ευθύνη του οποίου πραγματοποιείται η πρώτη εγγραφή σε υλικό φορέα σειράς ήχου ή σειράς εικόνων με ή χωρίς ήχο, κατά το άρθρο 47 παρ. 2 ν. 2121/93), μεταβιβάζει στον τελευταίο συγκεκριμένες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα, οι οποίες πρέπει να ορίζονται στη σύμβαση και οι οποίες μπορεί και να εξαντλούν το περιεχόμενο του περιουσιακού δικαιώματος. Σε αντίθετη περίπτωση, μεταβιβάζονται στον παραγωγό μόνο όσες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα είναι αναγκαίες για την εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου, με βάση τον σκοπό της σύμβασης (άρθρο 34). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η νομοθετική ρύθμιση του Ν.2121/1993 επιχειρεί να παράσχει μια επιπλέον προστασία στον πνευματικό δημιουργό και να διαφυλάξει τα συμφέροντά του, τόσο στην ηθική υπόσταση του δικαιώματος όσο και στην περιουσιακή αποτίμησή του. Ένα ακόμη πλεονέκτημα που παρατηρούμε για την πλευρά του πνευματικού δημιουργού είναι ότι διατηρεί δικαίωμα χωριστής αμοιβής για κάθε τρόπο εκμετάλλευσης του οπτικοακουστικού έργου. Η αμοιβή αυτή καθορίζεται σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου συμφωνείται συμβατικά, ενώ βάση για τον υπολογισμό αποτελούν όλα ανεξαιρέτως τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή τα συνδυασμένα ακαθάριστα έσοδα και έξοδα, που πραγματοποιούνται από την εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου.

Επίσης, ένα ακόμη ζήτημα που θα απασχολήσει τους συντελεστές είναι η μουσική επένδυση του οπτικοακουστικού έργου. Στο ενδεχόμενο όπου η μουσική δημιουργείται αποκλειστικά με σκοπό να «ντύσει» το εκάστοτε έργο, δεν δημιουργούνται ιδιαίτερα προβλήματα. Εάν όμως, αποφασιστεί η επιλογή ενός ήδη γνωστού μουσικού έργου, τότε απαιτείται η προηγούμενη άδεια των πνευματικών δημιουργών ή των δικαιούχων τους, είτε πρόκειται για μουσική σύνθεση είτε για πνευματικό έργο του λόγου που είναι πρόσφορο για μελοποίηση (είτε το κάθε ένα χωριστά ή σε συνδυασμό μεταξύ τους).

Πώς μπορεί να προστατευτεί ο δικαιούχος;
Η προστασία που πηγάζει από το νόμο αποσκοπεί στο να διαφυλάξει τον δημιουργό και όχι το έργο καθ’ αυτό, με ένα πλέγμα ενιαίων ρυθμίσεων που φυσικά εξετάζεται και υιοθετείται ad hoc για το εκάστοτε περιστατικό. Τα κεφάλαια 10 και 11 του Ν.2121/1993 είναι αφιερωμένα στους τρόπους προστασίας των απανταχού πνευματικών δημιουργών και περιλαμβάνει προληπτικά αλλά και κατασταλτικά μέτρα. Ανάμεσά τους είναι τα ασφαλιστικά μέτρα, παρέμβαση της αστυνομικής αρχής για αποτροπή επικείμενης πράξης προσβολής, μέτρα συντηρητικής κατάσχεσης, αλλά και επικουρικά οι διατάξεις του αστικού κώδικα σχετικά με την προστασία της προσωπικότητας ή την αξίωση απορρέουσα από ηθική βλάβη, ενώ δεν αποκλείεται η εφαρμογή των άρθρων για αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ακόμη, προβλέπονται τόσο διοικητικά πρόστιμα όσο και ποινή φυλάκισης.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η πνευματική ιδιοκτησία αντιμετωπίζεται, κατά μια έννοια, σαν ενιαίο σύνολο. Ωστόσο, το θεσμικό πλαίσιο κρίνεται λίγο αναχρονιστικό με την ανάγκη για εκσυγχρονισμό του να είναι επιτακτική, ιδιαίτερα σε τομείς που επηρεάζονται άμεσα από την ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη. Η υποδομή για συνεργασία υπάρχει ήδη, καθώς η διεθνής κοινότητα έχει αποπειραθεί να ρυθμίσει ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας μετρώντας πολλές διεθνείς συμβάσεις, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση με μεγάλο αριθμό Οδηγιών/ Κανονισμών, καθώς η διακίνηση έργων πνευματικής ιδιοκτησίας σπανίως περιορίζεται σε περιορισμένο γεωγραφικά χώρο.

Για το τέλος μερικά interesting facts:
• Έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Estimating displacement rates of copyrighted content in the EU» που διενεργήθηκε το 2013 αλλά δημοσιεύτηκε τελικά το Μάϊο του 2015 φανέρωσε ότι στις πιο πρόσφατες κορυφαίες ταινίες (blockbusters), η εκτιμώμενη απώλεια φτάνει το 5% του τρέχοντος όγκου πωλήσεων, ενώ για τα βιβλία, τη μουσική και τα παιχνίδια διαπιστώθηκε “προθυμία πληρωμής”.
• Το 2007 είχε πραγματοποιηθεί έρευνα με θέμα την πειρατεία κινηματογραφικών έργων από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκείνη την περίοδο η ευρυζωνικότητα στην Ελλάδα κυμαινόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, περίπου 5-7%. Και όμως, ήδη από τότε, οι δύο στους τρεις χρήστες δήλωναν ότι «κατέβαζαν» παράνομα κινηματογραφικές ταινίες, συστηματικά.
• Τα αγγλοαμερικανικά συστήματα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας θεωρούν ως δημιουργό του κινηματογραφικού έργου, με πρωτότυπη κτήση, τον παραγωγό, ενώ δεν εντοπίζεται το «ηθικό δικαίωμα».
• Υπήρχε ειδικός φόρος που επιβάρυνε κάθε εισιτήριο για κινηματογράφους που λειτουργούσαν σε πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων και ανερχόταν σε 12% για την Αττική και τη Θεσσαλονίκη και 8% για τις λοιπές περιοχές. Το ποσό αυτό προοριζόταν για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και βιομηχανίας και καταργήθηκε το 2015.
• Στη γειτονική Ιταλία ο γιος του κινηματογραφιστή Pietro Germi μήνυσε και κέρδισε την υπόθεση έναντι τηλεοπτικού καναλιού, επειδή προέβαλε την ταινία του πατέρα του, Serafino (1968), με ενδιάμεσες διακοπές για διαφημίσεις. Βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, το δικαστήριο απεφάνθη ότι ακόμη και μία διακοπή για τηλεοπτικές διαφημίσεις θεωρείται αλλοίωση του έργου και άρα παραβίαση του ηθικού δικαιώματος της ακεραιότητας.


Βιβλιογραφία


Ειρήνη Πετροπούλου
Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται σε επενδυτική εταιρία στο χώρο των ακινήτων. Το ενδιαφέρον της κεντρίζουν τα ζητήματα αστικού δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο OffLine Post αρθρογραφεί στην κατηγορία Νομικών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ