Του Αθανάσιου Συροπλάκη,
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Cominform (Συντονιστικό Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων – Ίδρυση: Οκτώβριος 1947, Σκλράσκα Πορέμπα Πολωνίας) στις 28 Ιουνίου του 1948 αποτελεί ένα γεγονός-ορόσημο για την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου. Η γιουγκοσλαβική ηγεσία κατηγορήθηκε από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα ότι ακολουθούσε μία γραμμή αποκλίνουσα από τον γνήσιο Μαρξισμό–Λενινισμό στα κύρια ζητήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (γιουγκοσλαβική «οπορτουνιστική και αντισοβιετική πολιτική»). Τα γειτονικά κράτη, ευθυγραμμιζόμενα με τη γραμμή της Σοβιετικής Ένωσης, έσπευσαν να καταγγείλουν τις πράξεις της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας, χαρακτηρίζοντας, παράλληλα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) ως περιπετειώδες, οδηγώντας το στην απομόνωση και στην αναζήτηση εναλλακτικών συμμαχικών σχηματισμών. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναλυθούν οι βασικές πτυχές της γιουγκοσλαβικής εξωτερικής πολιτικής από τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν (Ιούνιος 1948) έως τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου (Αύγουστος 1949).
Άμεση συνέπεια της αποπομπής της Γιουγκοσλαβίας από την Cominform ήταν η οικονομική δυσπραγία, καθώς η Σοβιετική Ένωση και τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης ανέστειλαν ή ακύρωσαν τις εμπορικές και οικονομικές συνεργασίες με τη Γιουγκοσλαβία, επιβάλλοντας ένα είδος οικονομικού αποκλεισμού, ο οποίος πολύ γρήγορα έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Σύντομα, άρχισαν να πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση στρατιωτικές προκλήσεις των γειτονικών κομμουνιστικών κρατών και παραβιάσεις του εναερίου χώρου της Γιουγκοσλαβίας. Αμφότεροι, προωθούσαν στα σύνορά τους στρατιωτικές μονάδες, πραγματοποιώντας στρατιωτικά γυμνάσια, δημιουργώντας μία τεταμένη ατμόσφαιρα στην περιοχή. Στο πλαίσιο του κλίματος αυτού θεωρούταν αρκετά πιθανή μία εισβολή των Σοβιετικών στη Γιουγκοσλαβία μέσα στο 1948–1949. Οι Σοβιετικοί αποσκοπούσαν στη μαζική εκδήλωση δυσαρέσκειας κατά της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας στο εσωτερικό της χώρας, γεγονός που θα τους έδινε την αφορμή να επέμβουν, στηρίζοντας τις «κομινφορμιστικές» φωνές. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφευγόταν η αντίδραση των δυτικών δυνάμεων, καθώς το ζήτημα της ανατροπής του Τίτο θα εμφανιζόταν ως εσωτερική διένεξη των κομμουνιστικών κρατών. Εμπνευστής του σχεδίου αυτού ήταν ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, Αντρέι Βισίνσκι (Андрей Вышинский). Παρά τις σοβιετικές προσπάθειες για πρόκληση αναταραχών, η ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή του κινδύνου στο εσωτερικό, προχωρώντας σε συλλήψεις υπόπτων για κομινφορμιστικές απόψεις. Υπολογίζεται ότι περίπου δέκα χιλιάδες ύποπτοι για φιλοσοβιετισμό φυλακίστηκαν αυτήν την περίοδο από τον Οργανισμό Κρατικής Ασφάλειας της Γιουγκοσλαβίας, υπό τον Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς (Александар Ранковић), από τους οποίους οι περίπου οχτώ χιλιάδες φυλακίστηκαν στη νήσο της Αδριατικής «Goli Otok».
Η γιουγκοσλαβική ηγεσία δεν επεδίωξε μία συνεργασία με τη Δύση μετά τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να λάβει στήριξη από τους Κινέζους κομμουνιστές. Όταν, όμως, αυτοί ευθυγραμμίστηκαν με την Cominform, εξανεμίζοντας τις ελπίδες των Γιουγκοσλάβων για μία συνεργασία, η στροφή προς τη Δύση, και συγκεκριμένα προς τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, αποτέλεσε τον μόνο δρόμο για την έξοδο από τη διεθνή απομόνωση. Μολονότι οι σχέσεις των δυτικών με τη Γιουγκοσλαβία δεν διήγαν την καλύτερή τους περίοδο (εκκρεμούσε το ζήτημα της Τεργέστης, εμπλοκή της Γιουγκοσλαβίας στον Ελληνικό Εμφύλιο), οι πρώτοι είδαν θετικά τη ρήξη στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Αρχικά, κρατούσαν τις επιφυλάξεις τους και δεν ενεπλάκησαν στη διαμάχη, καθώς δεν κατανοούσαν τους βαθύτερους λόγους και την ουσία της κρίσης Γιουγκοσλαβίας–Σοβιετικής Ένωσης. Όταν, όμως, η γιουγκοσλαβική ηγεσία έλαβε την απόφαση να διεθνοποιήσει τη διαμάχη με την Cominform πριν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ήρθησαν οι επιφυλάξεις τους για το αν θα παρείχαν βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία, συνειδητοποιώντας ότι τους δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία για μία διάσπαση στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η πρώτη κίνηση για την προσέγγιση Δύσης-Γιουγκοσλαβίας ανήκε στις ΗΠΑ, οι οποίες μέσα στο 1949, προχώρησαν στην άρση της φραγής των γιουγκοσλαβικών αποθεμάτων χρυσού αξίας τριάντα εκατομμυρίων δολαρίων, δεσμευμένα κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Την επόμενη κίνηση για τη βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων πραγματοποίησε η Γιουγκοσλαβία στα μέσα του καλοκαιριού του 1949. Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου, το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας των Σοβιετικών και των δορυφόρων τους προς τον Δημοκρατικό Στρατό διερχόταν μέσω της Γιουγκοσλαβίας, η οποία αποτελούσε πολύτιμο σύμμαχό του. Μετά τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, όμως, οι σχέσεις του ΚΚΓ και του ΚΚΕ ψυχράνθηκαν, διότι το δεύτερο είχε υιοθετήσει μία φιλοσοβιετική στάση και η ρητορική του χαρακτηριζόταν από έντονο αντιγιουγκοσλαβισμό. Καθώς η προοπτική περαιτέρω βελτίωσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ φαινόταν πολύ πιθανή μέσα στο 1949, μετά και την ενέργεια –δείγμα καλής θελήσεως– των Αμερικανών, το Βελιγράδι διέκοψε την παροχή βοήθειας στον Δημοκρατικό Στρατό, κλείνοντας τα σύνορα με την Ελλάδα στις 10 Ιουλίου του 1949, με την αιτιολογία, ότι πλέον «δεν είχε φίλους στην ελληνική επικράτεια». Το κλείσιμο των συνόρων Ελλάδας–Γιουγκοσλαβίας συνέβαλε στη λήξη του Εμφυλίου, επισπεύδοντας την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν και η συνακόλουθη απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας από τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης λειτούργησαν ως καταλυτικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της γιουγκοσλαβικής εξωτερικής πολιτικής κατά τα επόμενα χρόνια. Η γιουγκοσλαβική ηγεσία στράφηκε προς τη Δύση αναζητώντας έναν εταίρο, ο οποίος θα παρείχε σημαντική οικονομική ενίσχυση για τη διατήρηση της ηρεμίας στο εσωτερικό και την απαραίτητη στρατιωτική προστασία για την εξασφάλιση της άμυνας από μία ενδεχόμενη σοβιετική επίθεση. Τα επόμενα χρόνια, η Γιουγκοσλαβία κατάφερε να ασκήσει μία ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, αποφεύγοντας να εμπλακεί άμεσα στους μηχανισμούς άμυνας του ΝΑΤΟ (προσπάθεια ενίσχυσης της ΝΑ πτέρυγας της συμμαχίας), συμμετέχοντας, όμως, στο Βαλκανικό Σύμφωνο (1953) και τη Βαλκανική Συμμαχία (1954). Οι διεθνείς εξελίξεις στα τέλη της δεκαετίας του 1950 της επέτρεψαν να ακολουθήσει τον δρόμο των Αδεσμεύτων (ιδρυτική πράξη το 1961, Βελιγράδι).
Ιστορικός και Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας και Τουρκολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει Γερμανικά, Αγγλικά και Ρωσικά.