Της Μαίρης Ουρουμίδου,
Με τη δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αυξάνεται σταδιακά στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, είναι αναμενόμενη η επιθυμία όλο και περισσότερων χωρών του ευρωπαϊκού κορμού να γίνουν μέρος του δυνατού αυτού συνόλου. Η Σερβία και το Κόσοβο δεν αποτελούν την εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Ένα τεράστιο ωστόσο εμπόδιο στέκεται ανάμεσα στα σχέδια και την υλοποίηση τους: η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου.
Για να κατανοήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε το εξαιρετικά περίπλοκο αυτό πρόβλημα, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες του στο παρελθόν και να αναφέρουμε όσο πιο συνοπτικά γίνεται τα γεγονότα που οδήγησαν τα Βαλκάνια στον ηθικό κατακερματισμό που παρατηρούμε μέχρι και σήμερα. Ξεκινώντας λοιπόν από το 1912, το Κόσοβο αποτελούσε περιοχή της Σερβίας και ως κομμάτι της εισχώρησε το 1918 στο Δ. Βαλκανικό τότε κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Με τη σταδιακή όμως διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 και την κήρυξη ανεξαρτησίας των υπόλοιπων χωρών (Σλοβενία, Κροατία κλπ), βρέθηκε η κατάλληλη ευκαιρία για την αλβανική πλειονότητα του Κοσόβου, όσο καιρό τα σέρβικα στρατεύματα είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στις εξεγερμένες χώρες, να διεκδικήσει και η η ίδια την ανεξαρτησία της από τη Σερβία. Όταν οι επίμονες προσπάθειες των Αλβανών για ανεξαρτησία του Κοσόβου δεν έδειχναν να πιάνουν τόπο, τη σκυτάλη του αγώνα έλαβε ο Απελευθερωτικός Στρατός Κοσόβου, μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία προχώρησε σε επιθέσεις εναντίον των σέρβικων μειονοτήτων της περιοχής. Στόχος τους: η απελευθέρωση μέσω της βίας.
Η κατάσταση πήρε νέα τροπή και οι σχέσεις μεταξύ των λαών δοκιμάστηκαν πιο πολύ από ποτέ όταν το 1999 ο αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Σερβίας Σλομποντάν Μιλόσεβιτς τοποθέτησε στρατιωτικές βάσεις στο Κόσοβο και προχώρησε σε εθνοκάθαρση των Αλβανών της περιοχής με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Παρακολουθώντας έντρομη τις εξελίξεις, η διεθνής σκηνή δεν άργησε να αντιδράσει στέλνοντας στρατεύματα του ΝΑΤΟ (η Ελλάδα όντας η μοναδική χώρα που διαφώνησε με την κίνηση), με σκοπό τον βομβαρδισμό των στρατιωτικών βάσεων της περιοχής. Οι 78 ημέρες των βομβαρδισμών άφησαν πίσω δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Υπό αυτές τις συνθήκες τα σέρβικα στρατεύματα αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.
Αυτό που ακολούθησε τους βομβαρδισμούς ήταν η επιστροφή των εκπατρισμένων Αλβανών πίσω στο Κόσοβο αλλά και η μετανάστευση των Σέρβων κατοίκων προς τον Βορρά. Από το 1999 έως το 2008 πραγματοποιήθηκαν απάνθρωπες επιθέσεις εναντίον των σέρβικων μειονοτήτων, οι οποίοι θεωρήθηκαν οι υπεύθυνοι για τα δεινά των εκπατρισμένων αλλά και των πεσόντων συγγενών και φίλων τους. Οι βιαιότητες στην «ειρηνική» πλέον Πριστίνα είχαν ως αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, καταστροφές σπιτιών αλλά και ορθόδοξων εκκλησιών. Ακολούθησαν φυσικά ακόμη μεγαλύτερα προσφυγικά ρεύματα των διωγμένων Σέρβων, είτε προς την πατρίδα τους στον Βορρά είτε σε άλλες Βαλκανικές χώρες οι οποίες άνοιξαν τα σύνορα τους (ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα).
Το 2008 με τη βοήθεια της διεθνούς σκηνής, το Κοσσυφοπέδιο κηρύττει ανεξαρτησία υπό τον όρο πως δε θα έχει ποτέ τη δυνατότητα ένωσης με την Αλβανία. Το νεότερο ωστόσο κράτος της Ευρώπης ακόμα και 10 χρόνια αργότερα, δεν αναγνωρίζεται ως αυτόνομο κράτος από ορισμένες δυτικές αλλά και ανατολικές δυνάμεις όπως η Σερβία, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ισπανία, η Σλοβακία, η Ρουμανία, η Ρωσία και η Κίνα. Με τις χώρες αυτές να στέκονται εμπόδιο, τα Ηνωμένα Έθνη με τη σειρά τους δε μπορούν να προχωρήσουν σε επίσημη αναγνώριση και έτσι η χώρα δε μπορεί να γίνει μέρος της Ε.Ε.
Το ζήτημα του Κοσόβου άρχισε να παίρνει με τα τέλη του έτους μας μια νέα πλέον τροπή. Το Κόσοβο και η Σερβία τόσο από προσωπική επιθυμία, όσο και από τις πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ προχωρούν με μικρά βήματα προς τις κατάλληλες μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα τους δώσουν το πράσινο φως για να ξεκινήσουν τα σχέδια εισόδου τους στην Ένωση. Σύμφωνα μάλιστα με τον πρόεδρο του Κοσόβου, Χασίμ Θάτσι, ακόμα και ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε σε μια σύσκεψη στο Φόρουμ Ειρήνης του Παρισίου πως είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί με το νέο κράτος και να βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων των δυο χωρών. Αυτό βέβαια αποτελεί ένα τεράστιο βήμα για τη Ρωσία, η οποία ανέκαθεν έδειχνε την στήριξή της προς τον σέρβικο λαό. Πλέον δηλαδή από υποστηρίκτρια, γίνεται μια από τους μεσολαβητές.
Με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται στο προσκήνιο μια ιδιαίτερη συμφωνία. Σύμφωνα με αυτήν, η Μιτρόβιτσα, μια περιοχή βόρεια του Κοσόβου θα μπορούσε να παραχωρηθεί στη Σερβία καθώς η συντρηπτική πλειοψηφία του πληθυσμού αλλά και ολόκληρη η κουλτούρα του τόπου είναι σέρβικη. Ενώ από την άλλη η Σερβία θα παραχωρήσει στο Κόσοβο μια νότια περιοχή της, το Πρέσεβο, ίδιου μεγέθους και πληθυσμού με τη Μιτρόβιτσα αλλά με αλβανική πλειονότητα. Η υποθετική αυτή συμφωνία φαίνεται να έχει γοητεύσει τόσο τους δυο προέδρους, Βούτσις και Θάτσι όσο και μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ισχυρή υποστηρίκτρια της συμφωνίας αλλά και της ανάγκης για ειρήνη μεταξύ των δυο εθνών γενικότερα αποτελεί η αντιπρόεδρος της Επιτροπής Φεντέρικα Μογκερίνι, η οποία ασκεί πιέσεις και στις δυο πλευρές ακόμα και όταν οι δυο πρόεδροι καταλαμβάνονται από αισθήματα εθνικισμού και δεν αποδέχονται ούτε να συσκεφθούν ο ένας με τον άλλον.
Όσο και να φαίνεται πως μια τέτοια λύση θα ωφελούσε όλες τις πλευρές, στην πραγματικότητα η υλοποίηση της συναντά προβλήματα από πολλά μέτωπα. Από τη μια, η ανταλλαγή αυτή πηγαίνει κόντρα στην ιδεαλιστική πολιτική της πολυπολιτισμικότητας, την οποία απεγνωσμένα προσπαθούν να θεσπίσουν οι ευρωπαϊκοί ηγέτες και σύμφωνα με την οποία θα ήταν καλύτερο οι πλειονότητες και οι μειονότητες των περιοχών αυτών να φτάσουν σε μια ειρηνική συνύπαρξη. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό του Κοσόβου, Ραμούς Χαραντινάι η λύση αυτή θα μπορούσε να επιφέρει ακόμη περισσότερα προβλήματα καθώς προβλέπεται να ξεσπάσουν και άλλα αιτήματα για συνοριακές αλλαγές στα Βαλκάνια. Ο ίδιος υποστηρίζει μάλιστα πως η προσέγγιση αυτή δείχνει αδυναμία από την πλευρά της χώρας του, η οποία θα αναγκαστεί να παραχωρήσει ένα σημαντικό κομμάτι γης στη Σερβία.
Κλείνοντας λοιπόν, είναι σημαντικό να τονίσουμε την ευθραυστότητα του ζητήματος αυτού και την ανάγκη κατανόησης και των δυο πλευρών. Οι μνήμες των αδικοχαμένων και των εκτοπισμένων δεν επρόκειτο να χαθούν σύντομα και η επανάληψη μιας ξένης εισβολής δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό. Μόνο με ωριμότητα και ψυχραιμία θα μπορέσουν οι δυο πλευρές να καταλήξουν σε μια συμφωνία, η οποία ως μόνο στόχο θα πρέπει να έχει την ευημερία των λαών.
Γεννηθείσα το 1998 στη Γεωργία, απόγονος Ποντίων προσφύγων της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ως λάτρης της διεθνούς πολιτικής και ιστορίας, όποτε βρίσκει χρόνο από τις ακαδημαϊκές της ασχολίες, ταξιδεύει και λαμβάνει μέρος σε ευρωπαϊκά προγράμματα με σκοπό μια σφαιρική εικόνα της ανθρώπινης πραγματικότητας.