Του Θάνου Ι. Κουλουβάκη,
Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ανισότητα ανάμεσα στα φύλα έχει εξαλειφθεί στον εικοστό πρώτο αιώνα, όσο κι αν ελπίζουμε ότι ο έμφυλος ρατσισμός έχει πάψει να υφίσταται εντός των πλαισίων των σύγχρονων κοινωνιών, όσο κι αν προσπαθούν μεθοδικά να μας πείσουν, πως τα έμφυλα στερεότυπα “έχουν σπάσει” και πως το οποιοδήποτε υποκείμενο μπορεί να υιοθετεί οποιαδήποτε ταυτότητα φύλου επιθυμεί (ή και καμία ταυτότητα· η ίδια η πραγματικότητα και η καθημερινότητα, που βιώνουμε αποδεικνύει το αντίθετο.
Η ύπαρξη της ισότητας, που μοχθούν ορισμένοι να αναδείξουν, αποτελεί απλώς μία πλασματική κατασκευή, για να λειτουργεί «εύρυθμα» η κοινωνία. Κι εμείς, τα υποκείμενα, που συγκροτούμε τον κοινωνικό δεσμό, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα απομεινάρια (τα οποία μονάχα ακίνδυνα δεν είναι) της χρόνιας έμφυλης καταπίεσης και των κατασκευών, που δημιούργησε αυτή.
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις κατασκευές (αναφέρομαι στις κοινωνικές κατασκευές), που έχουν φυσικοποιηθεί και θεωρούνται πλέον από τα υποκείμενα ως μία δεδομένη πραγματικότητα, μπορούμε να εξετάσουμε τόσο ζητήματα που αφορούν τις έμφυλες ταυτότητες όσο και αντανακλάσεις του κοινωνικού ρατσισμού, όπως αυτές ενυπάρχουν στη σύγχρονη κοινωνία. Είναι εμφανές ότι τα περισσότερα υποκείμενα, σε πρώτη φάση, δεν αντιλαμβάνονται τη διάκριση μεταξύ gender και sex· δηλαδή τη διάκριση μεταξύ κοινωνικού φύλου και γενετήσιου (αν και είναι ευρέως διαδεδομένο ως βιολογικό φύλο, δεν θεωρείται πως ο όρος «βιολογικό» είναι ορθός). Η έλλειψη αυτής της διάκρισης έχει ως αποτέλεσμα την αυθαίρετη απόδοση ταυτοτήτων, την στοχοποίηση υποκειμένων, λόγω του έμφυλου – ή άφυλου – αυτοπροσδιορισμού τους, την δημιουργία έμφυλων στερεοτύπων και μοτίβων κοινωνικής δράσης, που αναπαράγουν αυτά τα στερεότυπα.
Όσον αφορά τον κοινωνικό ρατσισμό, είναι ένα φαινόμενο που οποιοσδήποτε μελετά, έστω και σε βιωματικό επίπεδο, τις συμπεριφορές των υποκειμένων, μπορεί εύκολα να εντοπίσει. Αυτός κάνει αισθητή την παρουσία του σε διάφορες εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης· στις έμφυλες σχέσεις, στη σεξουαλικότητα και εν γένει σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση ενός ή περισσότερων υποκειμένων. Αναφέρομαι σε εκείνον τον ρατσισμό , που αρκετοί από εμάς έχουν κληθεί να διαχειριστούν και που διαιωνίζεται διαρκώς. Μιλώ για εκείνον τον ρατσισμό, που βάζει στο στόχαστρο τις γυναίκες, οι οποίες τον έχουν υποστεί σε όλες του τις εκφάνσεις στις νεωτερικές κοινωνίες· που προάγει την έμφυλη ανισότητα, την διάκριση των ανθρώπων με βάση τη σεξουαλικότητα, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τις ενδυματολογικές προτιμήσεις.
Αν εξετάσουμε την προέλευση αυτών των φαινομένων,καθίσταται εμφανές ότι βασίζονται σε μία θεώρηση, που έχει επικρατήσει η οποία δεν είναι άλλη από την πατριαρχία. Η πατριαρχία αποτελεί ένα σύστημα εννοιών, ιδεών και επιμέρους θεωρήσεων πάνω στις οποίες έχουν συγκροτηθεί οι περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες. Σαφώς, είναι γνωστό ότι ισχυροποιεί – με έναν τρόπο αυθαίρετο – το ανδρικό φύλο και προάγει πρακτικές εξαναγκασμού, καταπίεσης και επιβολής. Μέσω αυτής της θεώρησης έχουν φυσικοποιηθεί πρακτικές, που συνεχίζουν να αναπαράγονται και στις σημερινές κοινωνίες. Οι πρακτικές αυτές αφορούν την υποτίμηση των γυναικών, την ενίσχυση συγκεκριμένων συμπεριφορών και έξεων – από την πλευρά των ανδρών – οι οποίες θεωρείται πως αντανακλούν και τονώνουν τον «ανδρισμό» τους, δηλαδή την επικράτηση έμφυλων ρόλων και στερεοτυπικών συμπεριφορών, την ενίσχυση της κουλτούρας του βιασμού και την φυσικοποίησης της.
Όλα τα παραπάνω βρίσκονται παντού γύρω μας και μας περιβάλλουν. Ορίζουν τις κινήσεις των υποκειμένων και τις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις, δίχως τα ίδια να το αναγνωρίζουν. Μεγαλώνουμε σε κοινωνίες, οι οποίες είναι δομημένες πάνω σε αυτήν την κοσμοθεωρία και μας επηρεάζει αναπόφευκτα. Το ζήτημα είναι να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα, να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί η κοινωνία και εν συνεχεία να την αποδομήσουμε. Να σπάσουμε – αρχικά εντός μας – τα κοινωνικά στερεότυπα που έχουμε , παρά τη θέλησή μας , αφομοιώσει και να αντιληφθούμε ότι επί της ουσίας πάρα πολλές από τις ενέργειές μας είναι έτεροκατευθυνόμενες.
Ήρθε η ώρα να απελευθερωθούμε από τα έμφυλα δεσμά που μας έχουν επιβάλει, να δεχόμαστε τον εαυτό μας και τα υπόλοιπα υποκείμενα γι’ αυτό που είναι, να σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους, να μην ανεχόμαστε τον ρατσισμό και την υποτίμηση κανενός υποκειμένου. Να αποτάξουμε από πάνω μας τις ταυτότητες και τις συνήθειες, που μας ανάγκασαν να υιοθετήσουμε και να κάνουμε δικές μας. Ήρθε, πραγματικά, η ώρα να είμαστε ακριβώς αυτό που επιθυμούμε και να μπορούμε να ζήσουμε όπως επιθυμούμε ,διότι είναι αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά μας.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.