11.9 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην δημιουργία του Ελληνικού κράτους

Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην δημιουργία του Ελληνικού κράτους


Του Δημήτριου Θεοδωρή,

Η ελληνική επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ένα περίπλοκο ζήτημα το οποίο δοκίμασε και έκανε φανερά με τον καλύτερο τρόπο τα αντανακλαστικά των Μεγάλων Δυνάμεων σε μια περιοχή στην οποία είχαν άμεσα ενδιαφέροντα, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Σε αντίθεση με την εξέγερση των Σέρβων που είχε προηγηθεί η ελληνική επανάσταση δεν ήταν ένα τοπικό κίνημα με μικρές επιπτώσεις για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι Έλληνες είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στα αυτοκρατορικά ζητήματα. Οι Έλληνες αυτοί αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία. Όμως, ήταν μια μικρή μειοψηφία η οποία είχε υπό τον έλεγχο της το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ήταν μια μικρή μειοψηφία που είχε τον απόλυτο έλεγχο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οποία ανήκε η πλειοψηφία των Χριστιανών των Βαλκανίων. Ήταν μια μικρή μειοψηφία που απολάμβανε το μονοπώλιο των εκπαιδευτικών και των πολιτισμικών θεσμών στα Βαλκάνια και κατείχε υψηλές διοικητικές και διπλωματικές θέσεις.

Η ελληνική επανάσταση ξεσπάει σε μια εποχή όπου οι συνθήκες δεν είναι καθόλου ευνοϊκές. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1815 υπογράφεται στο Παρίσι η Πράξη της Ιεράς Συμμαχίας. Υπογράφουν ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Α΄ και ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος ο Γ΄. Σκοπός της συγκρότησής της ήταν η κατάπνιξη όποιας επαναστατικής κίνησης εκδηλωνόταν στον ευρωπαϊκό χώρο και απειλούσε την ηρεμία στην Ευρώπη. Στο Συνέδριο του Λάιμπαχ (26 Ιανουαρίου- 12 Μαΐου 1821, σημερινή Λιουμπλιάνα) αποφασίζεται η αποκήρυξη της ελληνικής επανάστασης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις τελικά δεν θα επέμβουν στρατιωτικά και σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε ο Καποδίστριας.

Όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις εκτός από την κοινή τους θέση ενάντια σε οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα έχουν η κάθε μια ξεχωριστά συμφέροντα που αιτιολογούν την αρχική αρνητική τους στάση απέναντι στην ελληνική επανάσταση.

Οι Άγγλοι ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη της εποχής. Ενδιαφέρονται κυρίως για το προτεκτοράτο τους στο Ιόνιο Πέλαγος, τα Επτάνησα. Επιπλέον θέλουν να διατηρήσουν, όσο μπορούν, ειρηνικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς οι εμπορικοί δρόμοι της Ασίας ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για το αγγλικό εμπόριο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους Γάλλους. Πριν από 200 χρόνια είχαν υπογράψει τις Διομολογήσεις (εμπορικές συμφωνίες) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελαν να διαταραχθούν οι εμπορικές τους σχέσεις με τους Οθωμανούς.

Η Αυστρία (υπουργός Εξωτερικών Μέτερνιχ) ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία (Ουγγαρία, ιταλικά και σλαβικά εδάφη). Επομένως η ελληνική επανάσταση αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο παράδειγμα και πρέπει οπωσδήποτε να κατασταλεί. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δώσει ένα ηχηρό μήνυμα τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό.

Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι έχουν έναν μεγάλο φόβο και αυτός είναι οι Ρώσοι. Συγκεκριμένα φοβούνται τη στιγμή που οι Ρώσοι θα βγουν στις θερμές θάλασσες και θα αναπτύξουν το εμπόριο τους στην περιοχή. Ο Αλέξανδρος ο Α΄ συμμεριζόταν την εφαρμογή του συστήματος Μέτερνιχ και τη διατήρηση του status quo. Όμως η Ρωσία είχε να αντιμετωπίσει και ορισμένα άλλα προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα οι Τούρκοι είχαν παρεμποδίσει την ρωσική ναυσιπλοΐα στα Δαρδανέλια. Δεύτερον, διοικούσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες με στρατιωτικό νόμο και δεν τηρούσαν όλες τους τις υποχρεώσεις. Τρίτον, ο Τσάρος παρουσιαζόταν ως προστάτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν το εμπόριο των ρωσικών λιμανιών στη Μαύρη Θάλασσα. Το 1821 οι εξαγωγές σίτου από τα νότια ρωσικά λιμάνια ήταν 30% λιγότερες από το 1820 και το 1822 ήταν 47% λιγότερες από το 1820.

Αυτό εξηγεί και το ρωσικό τελεσίγραφο στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Ιουλίου του 1821. Ενώ είχε αποκηρύξει την επανάσταση, απαιτούσε την προστασία των χριστιανικών εκκλησιών, την ελευθερία της χριστιανική πίστης και την ειρήνευση των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο Σουλτάνος αρνείται αλλά ο Μέτερνιχ (υπουργός εξωτερικών και καγκελάριος της Αυστρίας) και ο Κάσλρι (υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας) πιέζουν και πείθουν τον Σουλτάνο να κάνει δεκτά τα αιτήματα του Τσάρου.

Τον Αύγουστο του 1822, στο Λονδίνο, ο συντηρητικός και φανατικός πολέμιος του αγώνα των Ελλήνων Κάσλρι (υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας) αυτοκτόνησε. Πλέον αναλαμβάνει ο Κάνινγκ. Ο Κάνινγκ φοβάται μια μονομερή κίνηση των Ρώσων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντιλαμβάνεται ότι η ελληνική επανάσταση και η στήριξη της ήταν μια πολύ καλή ευκαιρίας επέμβασης στην περιοχή και ευκαιρία αποδυνάμωσης της Ρωσίας.

Παρόλο που το Συνέδριο της Βερόνας (1822) καταδίκασε την ελληνική επανάσταση η Μεγάλη Βρετανία το 1823 αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμη δύναμη. Με αυτό τον τρόπο ο αγώνας των Ελλήνων απέκτησε νομιμότητα.

Ο αγώνας αυτός όμως παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες που έχει θα ακολουθηθεί από έναν εμφύλιο πριν ακόμα δημιουργηθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Κατά τη διάρκεια αυτού του εμφυλίου, το Φεβρουάριο του 1824, ελληνική αντιπροσωπεία συνάπτει δάνειο με Βρετανούς τραπεζίτες. Οι Βρετανοί ήθελαν το μελλοντικό ελληνικό κράτος να εξαρτάται οικονομικά άμεσα από τους ίδιους. Το ελληνικό κράτος έπρεπε να αποτελεί ανάχωμα στην επικείμενη κάθοδο- έξοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο.

Έναν μήνα νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1824, η Ρωσία είχε υποβάλει στις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα υπόμνημα. Το υπόμνημα αυτό, το οποίο έμεινε γνωστό ως το σχέδιο των τριών τμημάτων, πρότεινε τη δημιουργία τριών αυτόνομων ελληνικών κρατιδίων με τη μορφή πριγκιπάτων. Τα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στο Σουλτάνο. Ουσιαστικά οι προτάσεις της Ρωσίας παρέπεμπαν σε ένα νομικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, το οποίο ο Τσάρος χρησιμοποιούσε ώστε να εμπλέκεται στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σχέδιο αυτό βέβαια δεν προωθήθηκε ποτέ καθώς ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις, ούτε οι Έλληνες επιθυμούσαν μια τέτοια λύση.

Ο εμφύλιος σπαραγμός αποδυναμώνει τον ένοπλο αγώνα και δίνει την ευκαιρία στο Σουλτάνο να αναδιοργανωθεί και να ενισχύσει τη θέση του. Έρχεται σε συμφωνία με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Αποδέχεται τους όρους του και πλέον στις 24 Φεβρουαρίου του 1825 ο θετός γιος του Μεχμέτ Αλή, Ιμπραήμ, αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο με μια δύναμη 10.000 τακτικών πεζικάριων και 1.000 ιππέων. Ο Ιμπραήμ σημειώνει τη μία επιτυχία μετά την άλλη και η δύσκολη θέση που βρίσκονται οι επαναστατημένοι Έλληνες τους οδηγεί να ζητήσουν από τη Μεγάλη Βρετανία να υπαχθούν σε ένα καθεστώς προστασίας-υποτέλειας παρόμοιο με εκείνο των Ιονίων Νήσων. Όμως το αίτημά τους απορρίφθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία.

Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, το Δεκέμβριο του 1825, ο Νικόλαος Α΄ ανακηρύσσεται Τσάρος της Ρωσίας ύστερα από το θάνατο του Αλεξάνδρου Α΄. Ο δυναμικός Νικόλαος ο Α΄ φοβίζει ιδιαίτερα τον Κάνινγκ. Θέλει να προλάβει την Ρωσία. Σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί μια μονομερή ενέργεια των Ρώσων υπέρ των Ελλήνων. Ο Κάνινγκ στέλνει στη Ρωσία το Δούκα του Ουέλινγκτον. Συμφωνούν να μεσολαβήσουν ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες.

Συμφωνούν στη δημιουργία μια απόλυτα αυτόνομης Ελλάδος υπό την κυριαρχία της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα της συμφωνίας ήταν το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης(4 Απριλίου του 1826).
Αυτό το οποίο όμως δεν γνώριζε ούτε ο Κάνινγκ, ούτε ο Ουέλινγκτον, ήταν ότι ο Τσάρος, ήδη από τις 17 Μαρτίου του 1826, χωρίς να ενημερώσει τις υπόλοιπες δυνάμεις, είχε αποστείλει τελεσίγραφο στο Σουλτάνο, αξιώνοντας απ’ αυτόν να ανακηρύξει την ανεξαρτησία των ρουμανικών επαρχιών και της Σερβίας και χωρίς αυτό να αναφέρεται και της Ελλάδος. Θέλει με αυτό τον τρόπο να ωθήσει τον Σουλτάνο στον πόλεμο και να επωφεληθεί για να επεκτείνει την επιρροή του στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ο Σουλτάνος δεν είναι σε θέση να αρνηθεί τους όρους που περιλαμβάνει το τελεσίγραφο και στις 7 Οκτωβρίου του 1826 υπογράφει με τη Ρωσία τη Συνθήκη του Άκερμαν.

Στη συνέχεια οι Έλληνες, γνωρίζοντας για το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, ζητούν την διαμεσολάβηση που προβλεπόταν στη συμφωνία. Οι Τούρκοι και Αιγύπτιοι αρνούνται να σταματήσουν το νικηφόρο για αυτούς ένοπλο αγώνα.

Ο Κάνινγκ αναλαμβάνει και πάλι δράση. Καταφέρνει και υπογράφει με τη Γαλλία και τη Ρωσία τη Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827). Οι τρεις αυτές Μεγάλες Δυνάμεις θα μεσολαβούσαν και πάλι. Προβλεπόταν η δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους.

Ο Σουλτάνος όμως και πάλι αρνείται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ένοπλη επέμβαση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος συντρίβεται στις 20 Οκτωβρίου του 1827 στο Ναβαρίνο.

Δύο μήνες πριν τη ναυμαχία του Ναβαρίνου πεθαίνει ο Κάνινγκ και αναλαμβάνει ο Δούκας του Ουέλινγκτον. Αποκαλεί δημοσίως τη ναυμαχία ένα ατυχές γεγονός και ξεκαθαρίζει τη θέση του να στηρίξει την Τουρκία κατά της Ρωσίας. Οι εκκρεμότητες της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για τις περιοχές της Σερβίας και του Καυκάσου (ύστερα από την υποστήριξη του Ουέλινγκτον η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε καταγγείλει τη Συνθήκη του Άκερμαν) οδηγούν σε ρωσοτουρκικό πόλεμο.

Η Γαλλία και η Βρετανία συνάπτουν συμφωνία με το Μεχμέτ Αλή (9 Αυγούστου 1828), η οποία ορίζει την απομάκρυνση των αιγυπτιακών δυνάμεων και η οποία πραγματοποιείται με τη βοήθεια μια γαλλικής εκστρατευτικής δύναμης υπό τις διαταγές του στρατηγού Μεζόν.

Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις υπογράφουν στις 28 Μαρτίου του 1829 το Πρωτόκολλο του Λονδίνου βάση του οποίου προβλέπεται η δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους. Επίσης, οι δυνάμεις θα συναποφάσιζαν για το διορισμό του ηγεμόνα του νέου κράτους.

Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος λήγει με νίκη της Ρωσίας και την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου του 1829). Ο Σουλτάνος αναγκάζεται να αποδεχθεί του όρους της Συνθήκης του Λονδίνου και το ελληνικό κράτος δημιουργείται αυτόνομο χάρη στη νίκη των ρωσικών όπλων.

Κάτι τέτοιο βέβαια δεν θα μπορούσαν να το δεχθούν ούτε οι Άγγλοι αλλά ούτε και οι Γάλλοι. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να χρωστά την αυτονομία της στη Ρωσία, καθώς εύκολα θα μπορούσε να περάσει στη σφαίρα επιρροή της και να προωθεί τα ρωσικά συμφέροντα. Προτείνουν την πλήρη ανεξαρτησία την οποία αναγνωρίζουν με το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας το Φεβρουάριο του 1830.

Οι Έλληνες αυτό το διάστημα είχαν θεσπίσει Σύνταγμα και είχαν ορίσει κυβερνήτη τους τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ύστερα από τη δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου του 1831 οι δυνάμεις αποφασίζουν να λύσουν και το θέμα του ηγεμόνα. Πρώτα, ορίζουν τα σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με την υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (1832). Το ελληνικό κράτος περιλαμβάνει τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, την Εύβοια, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες. Στη συνέχεια, προσφέρουν το στέμμα στον δευτερότοκο γιο του φιλέλληνα Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄. Ύστερα από τους διακανονισμούς των τριών Μεγάλων Δυνάμεων με τη Βαυαρία (το ελληνικό κράτος δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις) ο δεκαπεντάχρονος Όθωνας οριζόταν κληρονομικός άρχοντας με τον τίτλο του βασιλιά.

Επιπλέον στους διακανονισμούς προβλεπόταν η σύναψη ενός δανείου 60.000.000 φράγκων. Το δάνειο θα μπορούσε να καταβληθεί σε 3 δόσεις. Όμως σαφείς όροι δεν υπήρχαν για τη δεύτερη και για την τρίτη δόση. Εγγυήσεις και όροι υπήρχαν μόνο για την πρώτη (20.000.000 φράγκα). Αυτό έδινε τη δυνατότητα στις δυνάμεις να διαπραγματευτούν η κάθε μια ξεχωριστά τους δικούς της όρους και τις δικές της εγγυήσεις με βάση τα συμφέροντα τους.

Γίνεται εύκολο κατανοητό ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώριζαν την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό το οποίο τους προβλημάτιζε ήταν τι θα αντικαθιστούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη θα άλλαζε ριζικά αν μια από αυτές τις Δυνάμεις αποκτούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως την ισορροπία δυνάμεων θα την άλλαζε και η διαίρεση της. Επομένως και οι τρεις συνέβαλαν στη δημιουργία του ελληνικού κράτους με την προοπτική της εξισορρόπησης του ανταγωνισμού τους. Ήθελαν το ελληνικό κράτος να αποτελέσει έναν παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Για να γίνει αυτό, έπρεπε το ελληνικό κράτος να είναι απόλυτα ευάλωτο στις πιέσεις τους εξαιτίας της οικονομικής του εξάρτησης από αυτές. Από εδώ και πέρα ο στόχος τους είναι να αποκτούν πλεονεκτική, διπλωματικά και πολιτικά, θέση στο ελληνικό κράτος για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους.


Πηγές

  • Serge Berstein – Pierre Milza, Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών 1815 – 1919, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
  • ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΩΥΣΙΔΗΣ, ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ 19ο & 20ο ΑΙΩΝΑ Εισαγωγή στην ελληνική κοινωνία, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΟΣ
  • Λ.Σ. ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ, ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ Από το 1453 και μετά ΤΟΜΟΣ Ɪ, εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ

Δημήτριος Θεοδωρής
Γεννήθηκε το 1997 στο Μαρούσι Αττικής, με καταγωγή από Λέσβο και Άρτα. Σπουδάζει Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ