Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η διευθέτηση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας είναι ένα ζήτημα ιδιαιτέρως σύνθετο. Είναι ζήτημα νομικό, ιδεολογικοπολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό. Κι αυτό διότι η Ορθοδοξία είναι αναπόσπαστο συστατικό του ελληνισμού. Άλλωστε, αναγνωρίζεται ως επικρατούσα θρησκεία στο Σύνταγμα, παράλληλα με την κατοχύρωση της αρχής της ανεξιθρησκίας. Ταυτόχρονα, η κοινή αυτή πορεία έχει δημιουργήσει συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις και σε ό,τι έχει να κάνει με οικονομικές και περιουσιακές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση η οποιαδήποτε παρέμβαση στη φύση και τη δομή της συνύπαρξης Κράτους–Εκκλησίας οφείλει να προκύψει από μία διαδικασία με νομικά άρτιο τρόπο, με σεβασμό της Ιστορίας, με εξασφάλιση της λειτουργικότητας της όποιας συμφωνίας προκύψει σε επίπεδο οικονομοτεχνικό και με όσο το δυνατόν δικαιότερο αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές.
Από νομικής απόψεως, η συμφωνία αυτή δεν έχει δεσμευτικό, για τους φορείς που εμπλέκονται χαρακτήρα. Θα πρέπει να επικυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων, ενώ ως αποδείχθηκε δεν υπάρχει η εξουσιοδότηση στον Αρχιεπίσκοπο από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο υπάγονται η Εκκλησία της Κρήτης και οι Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων. Κατά συνέπεια, υφίσταται απλώς μία κοινή δήλωση των προθέσεων δύο μερών για συμφωνία με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Πέραν όμως αυτού, ανακύπτουν και ζητήματα που αφορούν αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενο της συμφωνίας, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εσκεμμένα αντιφατική.
Από την πλευρά Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ επικοινωνιακά επιχειρήθηκε να βαπτιστεί ως διαχωρισμός ή έστω ένα βήμα προς τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Το κυβερνών κόμμα είχε εκφράσει ξεκάθαρα τη θέση του περί συνταγματικής κατοχύρωσης της «θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους» στο πλαίσιο της επικείμενης Αναθεώρησης κάτι που συνεπάγεται επιπτώσεις και στα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της μισθοδοσίας του κλήρου.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το πρώτο ζήτημα, φαίνεται να δικαιώνεται το σύνολο των διαχρονικών επιχειρημάτων της Εκκλησίας, με κυρίαρχο αυτό της ανάληψης εκ μέρους του Κράτους της υποχρέωσης μισθοδοσίας του κλήρου προς αποκατάσταση μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στην Εκκλησία ένεκα της απαλλοτρίωσης του μεγαλυτέρου μέρους της περιουσίας της. Πλην αυτού, προβλέπεται η αξιοποίηση της περιουσίας αυτής με μία φόρμουλα η οποία ξεφεύγει κατά πολύ από αυτήν που είχε συμφωνηθεί πριν τέσσερα χρόνια, δεδομένου ότι στην εταιρεία την οποία συστήνουν Δημόσιο και Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών δε θα περιλαμβάνεται μόνο η μη αμφισβητούμενη περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτός της Εκκλησίας Κρήτης και των Ι.Μ. Δωδεκανήσων που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εν ολίγοις, Δημόσιο και Εκκλησία θα πρέπει να παραιτηθούν των μεταξύ τους διεκδικήσεων τους, χωρίς να διευκρινίζεται τι περιλαμβάνεται στον όρο “Εκκλησία’’ εν προκειμένω. Το συγκεκριμένο σκέλος της συμφωνίας πέραν από νομικά προβληματικό είναι και εξόχως αντιφατικό με βάσει τις ιδεολογικοπολιτικές αναφορές Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ. Αντί μιας Ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουμε μία “Αριστερά του Κυρίου’’, η οποία υποχωρεί άτακτα, απαρνούμενη πλήρως έναν από τους βασικούς θεωρητικούς της πυλώνες υπερθεματίζοντας μάλιστα αναφορικά με τις παραχωρήσεις της προς την Εκκλησία σε σχέση με τα παραδοσιακά, αστικά κόμματα. Και ο Αρχιεπίσκοπος, όμως, συμπράττει στην ανατροπή βασικών αρχών της εκκλησιαστικής διοικητικής δομής αγνοώντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, ανακοινώθηκε η ανατροπή του σημερινού καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων των κληρικών οι οποίοι δε θα μισθοδοτούνται απευθείας από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών αλλά το ποσό της κάλυψης της μισθοδοσίας τους θα δίδεται υπό τη μορφή επιχορηγήσεως στην Εκκλησία που με τη σειρά της θα το καταβάλλει στους δικαιούχους. Επομένως, οι ιερείς θα συνεχίσουν να υπάγονται υπηρεσιακώς σε ΝΠΔΔ ενώ η δαπάνη για τη μισθοδοσία τους θα συνεχίσει να επιβαρύνει το Κράτος. Την ίδια στιγμή βέβαια, πέραν της μισθολογικής κατοχύρωσης, εγείρονται ζητήματα που αφορούν το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα των ιερέων το οποίο εισέρχεται σε μία γκρίζα ζώνη. Επομένως. ούτε ο Τσίπρας απαλλάσσει το Δημόσιο από την υποχρέωση να πληρώνει τους κληρικούς, ούτε ο Ιερώνυμος προστατεύει πλήρως τον κλήρο. Ο πρώτος, απέτυχε να ενισχύσει το Αριστερό προφίλ του, να συσπειρώσει το παραδοσιακό του ακροατήριο και να εγκλωβίσει την Αντιπολίτευση, η οποία μετά το πρώτο μούδιασμα ανασυντάχθηκε εκφράζοντας την αντίθεσή της. Ο δεύτερος, απέτυχε να λάβει τη στήριξη των ιερέων στη μάχη εντός της Εκκλησίας.
Σαν να μην έφτανε η επικοινωνιακά χοντροκομμένη διαστρέβλωση του πραγματικού περιεχομένου της συμφωνίας, ήρθε και η ανακοίνωση εκ μέρους του Κυβερνητικού Εκπροσώπου για την πρόσληψη 10.000 δημοσίων υπαλλήλων, εφόσον ο ίδιος αριθμός κληρικών δε θα υπάγεται στο καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου. Είναι η πλέον τρανή απόδειξη ότι το σύνολο των διεργασιών εντάσσεται στον προεκλογικό σχεδιασμό Τσίπρα, όχι απλώς επικοινωνιακά αλλά ωμά ψηφοθηρικά. Το τελευταίο φύλλο συκής του πραγματικού χαρακτήρα της συμφωνίας έπεσε μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μπροστά στο κύμα αντιδράσεων έδειξε διάθεση μερικής υπαναχώρησης από τα ανακοινωθέντα. Αμέσως η κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει τη βούλησή της για υλοποίηση της συμφωνίας έστω και μονομερώς για να αφήσει αργότερα κι ένα παράθυρο συνέχισης διαλόγου. Μαστίγιο και καρότο λοιπόν από τον Τσίπρα μπρος-πίσω από τον Ιερώνυμο, με μόνο καινούργιο στοιχείο ότι τελικά το Δημόσιο όχι μόνο δε θα γλιτώσει της υποχρέωσης μισθοδοσίας του κλήρου αλλά θα επιβαρύνει τον φορολογούμενο με την μισθοδοσία ακόμη 10.000 υπάλληλων του.
Η αλήθεια είναι πώς από τον Αλέξη Τσίπρα, με βάση τα έως τώρα δείγματα της πολιτικής του σταδιοδρομίας και της κυβερνητικής του θητείας ιδίως, θα ήταν παράλογο να αναμένει κάποιος μία διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος. Η στάση όμως του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου προκαλεί απογοήτευση και ερωτηματικά. Ένας Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος διακρινόταν για τη μετριοπαθή, διακριτική του στάση και είχε επιλέξει να λειτουργεί γενικότερα με έναν τρόπο ο οποίος βρισκόταν στον αντίποδα αυτού του προκατόχου του, συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της προεκλογικής στρατηγικής του κυβερνώντος κόμματος δεχόμενος μάλιστα και ένα μεγαλοπρεπέστατο άδειασμα από τον Πρωθυπουργό.
Είναι πασιφανές ότι η συμφωνία είναι “νεκρή’’, κυρίως διότι υποτιμά την Ιστορία και αντιστρατεύεται τον χαρακτήρα των θεσμών που εμπλέκονται σε αυτήν. Διότι τόσο το Κράτος, όσο και η Εκκλησία οφείλουν να ενεργούν συνθετικά, καλοπροαίρετα και συνεργατικά, επιχειρώντας να προασπίσουν πέρα από οικονομικά ή άλλου είδους συμφέροντα, κυρίως το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντί τους…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.