Της Έλενας Αλέκου
Η 1η Δεκεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS. Αν και στόχος της καθιέρωσης της ημέρας αυτής είναι η ενημέρωση και η αύξηση της ευαισθητοποίησης του συνόλου μέσω δραστηριοποιήσεων, δυστυχώς το AIDS/HIV παραμένει ακόμη ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που εμφανίζεται ιδιαίτερα συχνά στην ελληνική κοινωνία, τόσο με την μορφή του θέματος-taboo, όσο και με την μορφή του κοινωνικού στίγματος.
Σύμφωνα με τα νέα στατιστικά δεδομένα του ΚΕΛΠΝΟ, οι νέες διαγνώσεις για το AIDS/HIV παρουσιάζουν αύξηση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Γεγονός που πιθανόν να πηγάζει από την ελλιπή ενημέρωση περί του θέματος, αλλά και από τον επίσης ελλιπή κοινωνικό διάλογο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στον ιατρικό τομέα και την αντιμετώπιση του AIDS/HIV ως νόσου, αλλά στα στερεότυπα που ακολουθούν τον οροθετικό μετά την πρώτη του διάγνωση.
Προχωρώντας σε μια περαιτέρω ανάλυση αυτών των στερεοτύπων, το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι ταύτιση ,από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας, των όρων AIDS και HIV η οποία είναι εντελώς λανθασμένη. Ο HIV δηλαδή ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας, είναι αυτός που εισέρχεται στον οργανισμό και επιτίθεται στο ανοσοποιητικό σύστημα. Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα εξασθενήσει ιδιαίτερα, καθίσταται πολύ ευάλωτο στις μικροβιακές λοιμώξεις και τότε ο HIV εξελίσσεται σε AIDS, δηλαδή, σε σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας. Συνεπώς, με τις διαρκώς εξελισσόμενες δυνατότητες της ιατρικής επιστήμης, είναι δυνατόν ένας οροθετικός να μην παρουσιάσει ποτέ στη ζωή του AIDS, εφόσον γίνει έγκαιρη διάγνωση και τηρεί την φαρμακευτική αγωγή των αντιρετροϊκών .Για το λόγο αυτό, εξάλλου o HIV δεν θεωρείται πλέον θανατηφόρα αλλά χρόνια νόσος.
Άξιο διευκρίνησης είναι επίσης και το θέμα των τρόπων μετάδοσης, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που η ο μύθος της μεταδοτικότητας του ΗΙV έρχεται να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την ζωή των οροθετικών. Έτσι οφείλει να ξεκαθαριστεί μια για πάντα ότι ο HIV μπορεί να μεταδοθεί μόνο με τρεις τρόπους: μέσω της σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλακτικό, με την επαφή αίματος με αίμα ανάμεσα σε οροθετικό και οροαρνητικό άτομο (πχ με τη χρήση ίδιας σύριγγας για την ενδοφλέβια χρήση ουσιών ή κάποιου άλλου αντικειμένου όπως ξυραφάκι κ.α.) και κάθετα από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού ή του θηλασμού (μόνο εάν και εφόσον η μητέρα δεν παρακολουθείται από γιατρό και δεν λαμβάνει αντιρετροϊκή αγωγή). Επομένως, η κοινωνική απομόνωση των οροθετικών που παρατηρείται ουκ ολίγες φορές, με την πρόφαση της πρόληψης μετάδοσης, είναι εντελώς εσφαλμένη.
Ωστόσο, το συχνότερα και σκληρότερα κοινωνικά στερεότυπα που εμφανίζονται γύρω από το AIDS/HIV είναι αυτά που αφορούν στο ήθος του οροθετικού ατόμου. Η ζωή του ατόμου έως τη διάγνωση μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο και γίνεται αντικείμενο ανελέητης κριτικής. Οι ταμπέλες που δέχονται οι οροθετικοί είναι πολλές: πρεζόνια, ομοφυλόφιλοι, σεξουαλικά ανήθικοι, βρώμικοι, ανεύθυνοι κ.α. Η κοινωνία αντιμετωπίζει το HIV ως θεία δίκη, ως τιμωρία για μια ζωή εκτός των ηθικών ορίων που θέτει για τα υποκείμενα της δίχως να ενδιαφέρεται αν όντως κάτι τέτοιο ισχύει. Ο HIV, και γενικότερα μια νόσος, δεν αποτελεί κριτήριο της ηθικότητας κάποιου ούτε και της ζωής που διάγει.
Ο οροθετικός, από τη στιγμή της διάγνωσης του, παύει να εντάσσεται πλέον στο κοινωνικό σύνολο και γίνεται δακτυλοδεικτούμενος, ένα παράδειγμα προς αποφυγή, ένας τρόπος κοινωνικού εκφοβισμού για το τι περιμένει όσους παραστρατούν από τα κοινωνικώς κατεστημένα πρότυπα ανάπτυξης της ιδιωτικής ζωής.Ο οροθετικός ταυτίζεται με τη νόσο του σαν να σταματά να είναι το πολύπλευρο ανθρώπινο ον που ήταν και να καθίσταται ένα άρρωστο άτομο, τόσο σωματικά όσο και ηθικά, με ημερομηνία λήξης. Στερείται, βάσει της απώλειας των επιμέρους πτυχών του, ευκαιρίες για την περαιτέρω ανάπτυξη του σε κοινωνικό, επαγγελματικό και καθαρά ιδιωτικό επίπεδο. Ο φόβος της μετάδοσης, αλλά κυρίως ο φόβος της κοινωνικής συναναστροφής με οροθετικά άτομα κυριαρχεί ακόμη στο υποσυνείδητο των ανθρώπων ακόμη και μετά από τις εκ θεμελίων εξελίξεις στο χώρο της ιατρικής και φαρμακευτικής επιστήμης.
Βέβαια από την άλλη πλευρά είναι εξίσου πιθανό η σπασμωδική και αμήχανη στάση του κοινωνικού συνόλου να συνίσταται ,όχι στην επίθεση και στην κατάκριση, αλλά στην υπέρμετρη προσπάθεια για παροχή βοήθειας στα οροθετικά άτομα κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση τους ως άτομα ανίκανα προς κάλυψη των αναγκών τους. Η συμπεριφορά αυτή ωστόσο στηρίζεται σε μια εξίσου αρνητική βάση η οποία δεν είναι άλλη από τη λύπηση και τον οίκτο του “μεγαλόψυχου” βοηθού προς το “ανήμπορο” οροθετικό άτομο. Συνεπώς και οι δύο ακραίες αντιμετωπίσεις υπονομεύουν την αξιοπρέπεια του οροθετικού ατόμου καθώς το αντιμετωπίζουν ως κάτι λιγότερο από άνθρωπο ίσο με όλους τους άλλους.
Είναι, λοιπόν, καιρός η κοινωνία να σταματήσει τις υπεκφυγές και να λάβει ενεργό ρόλο στην ενημέρωση γύρω από το θέμα του AIDS/HIV αλλά και να μεριμνήσει για τη διατήρηση των ατόμων αυτών στο κοινωνικό σύνολο και την αποφυγή της περιθωριοποίησής τους. Τα κοινωνικά στερεότυπα δεν έχουν καμία θέση κοινωνίες, όπως η δική μας, που θέλουν να αποκαλούνται σύγχρονες. Αντίθετα, αναπαράγουν αντιλήψεις βασισμένες στο διαχωρισμό, στο «εμείς» και «αυτοί» και δυναμιτίζουν τα θεμέλια της δημοκρατίας, δηλαδή την ισότητα και την ενότητα. Οι καιροί που διανύουμε, είναι καιροί αλλαγής και είναι στο χέρι μας να είναι προς το καλύτερο.