Της Ειρήνης Βαρελτζίδου,
Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα υπάρχουν ζευγάρια που συμβιώνουν με ή χωρίς γάμο. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, οι ελεύθερες συμβιώσεις δεν θεωρούνται αντίθετες στα χρηστά ήθη και ο γάμος δεν αποτελεί τη μοναδική λύση για συμβίωση. Ο έλληνας νομοθέτης ενόψει των νέων αντιλήψεων για την ανεκτικότητα και τον σεβασμό στις ελεύθερες επιλογές ρύθμισε την εναλλακτική αυτή μορφή οικογένειας. Το νομικό αποτέλεσμα που επέρχεται είτε από έναν γάμο είτε από ένα σύμφωνο συμβίωσης δε διαφέρει, διαφέρουν όμως άλλα ειδικά στοιχεία που αναλύονται στη συνέχεια.
Πρώτη βασική διαφορά ανάμεσα στον γάμο και το σύμφωνο συμβίωσης είναι ο τρόπος σύναψης. Ειδικότερα, ο γάμος συνάπτεται με προφορική δήλωση ενώπιον του δημάρχου με την παρουσία δύο μαρτύρων, κατόπιν άδειας του δημάρχου και μετά την γνωστοποίηση του με αγγελία ή με ιερολογία. Τα χαρτιά και τα δικαιολογητικά που χρειάζονται για να εκδοθούν οι άδειες είναι πολλά, κάνοντας τη διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα. Το σύμφωνο συμβίωσης ,από την άλλη, συνάπτεται με συμβολαιογραφική πράξη που για να ισχύει πρέπει να καταχωρηθεί στο ληξιαρχείο. Τα δικαιολογητικά που χρειάζονται σε αυτήν την περίπτωση είναι λιγότερα, μειώνοντας έτσι τη γραφειοκρατία.
Ο γάμος και το σύμφωνο συμβίωσης διαφέρουν ακόμα και στα πρόσωπα τα οποία μπορούν να τα συνάψουν. Συγκεκριμένα, σύμφωνο συμβίωσης μπορούν να συνάψουν όσοι έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν τα ζευγάρια είναι ετερόφυλα ή ομόφυλα. Στον γάμο, όμως, τα ζευγάρια πρέπει να είναι ετερόφυλα και δίνεται η δυνατότητα σε άτομα τα οποία δεν έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα να συνάψουν γάμο υπό προϋποθέσεις (για παράδειγμα, όποιος είναι 10-18 ετών, επειδή δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα μπορεί να συνάψει γάμο μόνο με άδεια δικαστηρίου).
Σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους δύο θεσμούς του οικογενειακού δικαίου υπάρχουν και στην ακύρωση ή λύση τους. Ο γάμος μπορεί να ακυρωθεί με αγωγή από τον εισαγγελέα για συγκεκριμένους λόγους που αναφέρονται στον νόμο και η λύση του μπορεί να επέλθει μόνο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Από την άλλη μεριά το σύμφωνο συμβίωσης μπορεί να το προσβάλλει ο εισαγγελέας μόνο αν αντίκειται στη δημόσια τάξη, αν υπάρχει ήδη γάμος που δεν έχει λυθεί ή και άλλο παράλληλο σύμφωνο συμβίωσης ή αν έχει γίνει μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Η διαδικασία για τη λύση του είναι ευκολότερη από αυτήν του γάμου καθώς επέρχεται εξωδικαστικά με μια απλή συμβολαιογραφική πράξη ή μπορεί να επέλθει με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση (εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση). Σε περίπτωση που υπάρχει σύμφωνο συμβίωσης και μεταγενέστερα γίνει πολιτικός ή θρησκευτικός γάμος, τότε θεωρείται ότι επέρχεται αυτοδικαίως η λύση του. Ως προς τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση από τους κανόνες που ορίζουν τη διατροφή μετά τη λύση του γάμου, για αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο.
Ένα σημαντικό κομμάτι που αξίζει να αναφερθεί, είναι το δικαίωμα τεκνοθεσίας και το επώνυμο των παιδιών και των συζύγων-μερών. Ως προς το δικαίωμα τεκνοθεσίας, στον γάμο οι δυο σύζυγοι έχουν από κοινού το δικαίωμα, τι γίνεται όμως στο σύμφωνο συμβίωσης; Στο σύμφωνο συμβίωσης δεν προβλέπεται ρητά, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφαρμόζεται κατ’ αναλογία αυτή η διάταξη μαζί με τις άλλες διατάξεις που ισχύουν αναλογικά και διέπουν τις σχέσεις συζύγων (άρθρα 1542-1588 Αστικού Κώδικα). Ως προς το επώνυμο των παιδιών τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Στον γάμο τα παιδιά αποκτούν κατευθείαν το επώνυμο του πατέρα εκτός και αν οι γονείς έχουν διαφορετική βούληση, δηλώνοντας έτσι το ακριβές επώνυμο του παιδιού που επιθυμούν πριν τον γάμο. Στο σύμφωνο συμβίωσης το επώνυμο των παιδιών που γεννιούνται όπως ρητά ορίζει ο νόμος κατά τη διάρκεια του σύμφωνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 μέρες από τη λύση ή την ακύρωση του, είναι εκείνο που επέλεξαν οι γονείς με κοινή, έγγραφη και αμετάκλητη δήλωση τους και περιέχεται στο σύμφωνο. Τέλος σε αντίθεση με τον γάμο που δίνεται η δυνατότητα στους συζύγους να προσθέτουν ληξιαρχικά στο επώνυμο τους το επώνυμο του συζύγου, το σύμφωνο συμβίωσης δε μεταβάλλει καθόλου το επώνυμο των μερών. Μόνο άτυπα μπορούν να χρησιμοποιούν το επώνυμο του συντρόφου τους.
Όσον αφορά τα φορολογικά και κληρονομικά δικαιώματα δε διαφέρουν πολύ ανάλογα με το αν η συμβίωση είναι έγγαμη ή ελεύθερη. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τα φορολογικά θέματα, οι σύζυγοι που έχουν τελέσει γάμο υποχρεούται να υποβάλλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματα τους και ορισμένες φορές ισχύουν ευνοϊκές διατάξεις φορολογικού δικαίου. Αυτοί που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης δεν υποχρεούται από τον νόμο να έχουν κοινή φορολογική δήλωση εισοδήματος, αν όμως το επιθυμούν τα μέρη έχουν τη δυνατότητα αυτή. Ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση, υπάρχει πλήρης εξίσωση των δικαιωμάτων και εφαρμόζονται κανονικά και στους δυο θεσμούς του οικογενειακού δικαίου οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου που αφορούν τους συζύγους.
Η επιλογή του ζευγαριού για το αν τελέσει γάμο ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης είναι καθαρά προσωπική. Από τη μια μεριά υπάρχει ο γάμος που αποτελεί τον παραδοσιακό τρόπο και από την άλλη μεριά υπάρχει το σύμφωνο συμβίωσης που είναι μια πιο σύγχρονη, γρήγορη και αρκετά πιο οικονομική λύση για τα ζευγάρια. Νομικά και οι δύο θεσμοί έχουν κοινά στοιχεία και αποφέρουν το ίδιο νομικό αποτέλεσμα, οπότε κάθε ζευγάρι μπορεί να επιλέξει τη συμβίωση (έγγαμη ή ελεύθερη) που θεωρεί ότι του ταιριάζει περισσότερο.
Βιβλιογραφία
- Σαϊτάκης, Κ. & Χριστοδούλου, Κ. (2016). Το νέο σύμφωνο συμβίωσης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
- Παναγόπουλος, Κ. (2010). Γάμος, σύμφωνο συμβίωσης και ελεύθερη ένωση. Αθήνα: Εκδόσεις Βασ. Ν. Κατσαρού.
- Σπυριδάκης, Ι. (2016). Σύμφωνο συμβιώσεως Ν. 4356/2015: συστηματική και κατ’ άρθρο ερμηνεία. Αθήνα: Σάκκουλας.
Γεννήθηκε το 1996 στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες γνωρίζει γερμανικά και άπταιστα, αγγλικά. Από μικρή της άρεσε η ενασχόληση με πολιτικά, κοινωνικά και νομικά θέματα, για αυτό έχει συμμετάσχει σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια (όπως στη Βουλή των Εφήβων, σε μοντέλα Ηνωμένων Εθνών, στο Μοντέλο Βουλής των Ελλήνων). Αρθρογραφεί για νομικά θέματα, κυρίως οικογενειακής φύσεως