Της Αγγελικής Βορροπούλου
Η υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου, είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας πλέον. Ο Ζακ Κωστόπουλος έπεσε νεκρός λίγο μετά την απόπειρα ληστείας(;) ενός κοσμηματοπωλείου στην Ομόνοια πριν από περίπου δύο μήνες. Ο θάνατός του δημιούργησε τεράστιο σάλο, όχι όμως για τον προφανή λόγο της δολοφονίας ενός ανθρώπου στον βωμό «της ιερότητας της περιουσίας». Ο μεγαλύτερος σάλος ήταν για το πώς ένα «ένοπλο πρεζάκι» μπαίνει στην επιχείρηση ενός νοικοκύρη ανθρώπου, ο οποίος «αμύνεται» και πως τελικά το θύμα γίνεται θύτης ενώ προσπαθεί να προστατεύσει το μαγαζί του μέσω του οποίου προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του.Δύο μήνες αργότερα, βγαίνουν οι τοξικολογικές εξετάσεις και προς έκπληξη όλων… καθαρές! Το μόνο το οποίο δείχνουν είναι μια μικρή ποσότητα αλκοόλ στο αίμα, η οποία δεν εμπίπτει καν στα όρια του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Παρόλα αυτά γνωστοί τηλεοπτικοί σταθμοί συνεχίζουν να εξευτελίζουν το θύμα για την ζωή και τις δράσεις του (δράσεις οι οποίες όχι μόνο για εξευτελισμό δεν είναι) προβάλλοντας παράλληλα διάφορες αιτίες θανάτου οι οποίες δεν στηρίζονται καν σε υπαρκτά στοιχεία (όπως η κρίση πανικού).
Πέραν όμως των αλλεπάλληλων «δικαστικών κρίσεων» και των «ιατροδικαστικών πορισμάτων» που βγάζουν κατά το δοκούν και χωρίς κανένα σοβαρό επιστημονικό έρεισμα, τα κανάλια ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να «στήνουν» ανά τακτά χρονικά διαστήματα λαϊκά δικαστήρια προσπαθώντας να δώσουν απαντήσεις στο κατά πόσο έπρεπε το θύμα να μπει στο κοσμηματοπωλείο να κρυφτεί, και το πόσο σωστά έδρασε ο θύτης, φοβούμενος και βρισκόμενος υπό την απειλή ενός αόρατου μαχαιριού παρά την εντέλει τραγική κατάληξη. Παρά των διαφορών που εμφανίζουν ως προς την αιτιολόγηση τους, οι περισσότερες κρίσεις των άτυπων αυτών «δικαστηρίων» στο τέλος ευθυγραμμίζονται, αφού ουσιαστικά προσδίδουν μια νομιμοποίηση του όλου περιστατικού αλλά και της πράξεως της αυτοδικίας. Μια νομιμοποίηση δηλαδή, αφενός της αποκρουστικής αυτής επίθεσης και αφετέρου της αδιαφορίας και της απάθειας που επέδειξαν οι διάφοροι παρευρισκόμενοι απάθεια την οποία δεν πρέπει να λησμονούμε.
Από την άλλη, ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές να επικροτούν τον θάνατο ενός επίδοξου ληστή (;) για χάριν της προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας, με τη δικαιολογία του άλλοθι της άμυνας. Δεν είναι λίγες οι φορές που διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης “ήταν άξιος της μοίρας του”, “τα ήθελε και τα έπαθε”, “εσύ που κρίνεις τον κοσμηματοπώλη τι θα έκανες στη θέση του;”. Όταν σε μια κοινωνία το λιντσάρισμα ενός ατόμου κανονικοποιείται, και μάλιστα γίνεται θεμιτό, έχουμε φτάσει σε ένα ύψιστο σημείο παθογένειας. Μιας παθογένειας η οποία θεωρεί πως η αυτοδικία είναι απαράβατο δικαίωμα του ατόμου και πως ο ξυλοδαρμός και ο θάνατος η τιμωρία πάσης φύσεως αδικημάτων.
Αυτό το οποίο όμως θα έπρεπε να μας θορυβεί και να μας τρομάζει περισσότερο από την βία του κοσμηματοπώλη είναι η αντιμετώπισή εμάς των ίδιων απέναντι σε τέτοιες πρακτικές. Έχουμε φτάσει να παρακολουθούμε σχεδόν σε ζωντανή σύνδεση ξυλοδαρμούς και δολοφονίες και το αίσθημα του αποτροπιασμού να είναι όλο και μικρότερο. Έτσι αυτόπτες μάρτυρες σε περιστατικά υπέρμετρης βίας, όχι μόνο δεν προσπαθούν να σταματήσουν τον εκάστοτε δράστη, αλλά να βγάζουν κινητά και να τα βιντεοσκοπούν καρέ-καρέ. Συμπολίτες μας, έχουν φτάσει σε σημείο να δικαιολογούν δράστες εγκληματικών ενεργειών δείχνοντας τους μάλιστα συμπόνια, γιατί πρόκειται να έρθουν ενώπιον της δικαιοσύνης και να δικαστούν για τα πεπραγμένα τους. Να ηρωοποιούν ανθρώπους οι οποίοι δεν σταμάτησαν να χτυπούν έναν αιμόφυρτο άντρα, ο οποίος ήταν – πλέον – ανήμπορος να σταθεί στα πόδια του. Να μην σέβονται την τιμή και την υπόληψη ενός ανθρώπου ο οποίος πλέον είναι νεκρός.
Η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και η νομιμοποίηση εξαιρετικά βίαιων συμπεριφορών θα συνεχίσουν. Σημαντικό όμως είναι να σταματήσουμε να παραμένουμε αδρανείς σε βίαια περιστατικά τα οποία εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Να σταματήσουμε να δικαιολογούμε εξάρσεις βίας και δολοφονικές επιθέσεις. Να καταδικάζουμε την βία από όπου κι αν προέρχεται χωρίς να αντιπαραβάλλουμε ερωτήματα που την δικαιολογούν. Γιατί όπως ο Χατζιδάκις μας είχε προειδοποιήσει: “όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει”. Και η κοινωνία στην οποία ζούμε σήμερα, δυστυχώς τείνει να μοιάσει πολύ σ’ αυτό το τέρας.