13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΟ Ερντογάν, τα ΜΜΕ και η ειρωνεία

Ο Ερντογάν, τα ΜΜΕ και η ειρωνεία

Της Κλειώς Κατσιμίχα, 

Ένα από τα πιο πρόσφατα σκάνδαλα που τάραξαν τα νερά της διεθνούς σκηνής, αποτελεί σίγουρα η πολύκροτη εξαφάνιση του Τζαμάλ Κασόγκι, Σαουδάραβα δημοσιογράφου. Ο τελευταίος, εθεάθη τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου να εισέρχεται στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να διεκπεραιώσει μια προσωπική του υπόθεση. Επί πολλές εβδομάδες, η τουρκική πλευρά υποστήριζε πως ο δημοσιογράφος -που δε δίσταζε να ασκεί δριμεία κριτική στον Σαουδάραβα διάδοχο του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν- στην πραγματικότητα δεν εξαϋλώθηκε από τους τοίχους του κτιρίου αλλά δολοφονήθηκε εκεί από τις μυστικές υπηρεσίες της Σαουδικής Αραβίας, πιθανότατα μετά από εντολή του διαδόχου. Παράλληλα, η σαουδαραβική πλευρά αρνούταν αυτούς τους ισχυρισμούς, μέχρι σχεδόν έναν μήνα πριν, οπότε και επίσημα ο Κασόγκι αναγνωρίστηκε από κυβερνητικές πηγές ως νεκρός «μετά από συμπλοκή στο εσωτερικό του προξενείου». Φυσικά, η τουρκική θεωρία περί δολοφονίας από σαουδαραβικές αρχές εξακολουθεί να υποστηρίζεται στην γειτονική μας χώρα. Συγκεκριμένα, πριν λίγες μέρες ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας για την βίαιη αυτή συμπεριφορά σε βάρος ενός δημοσιογράφου που δε δίσταζε να κατακρίνει επίσημο κυβερνητικό φορέα, αναφέρθηκε σε ηχητικό ντοκουμέντο που βρέθηκε και αποδεικνύει την δολοφονία του Κασόγκι. Μιλώντας για το αρχείο, ο Ερντογάν υποστήριξε πως το ντοκουμέντο είναι πραγματικά «αποτρόπαιο». Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: πρόκειται για ειρωνεία ή για κάποιο κακόγουστο αστείο;

Υπολογίζεται πως κατά τη διάρκεια του 2017, τουλάχιστον 73 δημοσιογράφοι φυλακίστηκαν στην Τουρκία, αριθμός σχεδόν ίσος με τους 81 του 2016. Είναι ευρέως γνωστό πως η γειτονική χώρα, δε διστάζει να απαγγείλει κατηγορίες και να επιβάλλει βαρύτατες ποινές σε όσους δημοσιογράφους εκφράζονται ελεύθερα σε βάρος της κυβέρνησης. Το φαινόμενο αυτό –πάντα υπαρκτό και συχνά πλασματικά συνταγματικά κατοχυρωμένο- γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Από τότε όσοι επαγγελματίες φαίνονταν να υποστηρίζουν έστω και στο ελάχιστο –ή ακόμα και κατά φαντασία- το κίνημα Γκιουλέν οδηγήθηκαν στην τουρκική δικαιοσύνη. Δεκάδες δημοσιογράφοι, με το ψευδές πρόσχημα της συνεργασίας με τρομοκρατικές και εξτρεμιστικές οργανώσεις, εξακολουθούν να διώκονται καθημερινά. Ο αληθινός λόγος των καταγγελιών σε βάρος τους συνοψίζεται στο εξής: τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στην ερντογανική κυβέρνηση ή απλά να κάνουν την δουλειά τους ενημερώνοντας τον τουρκικό λαό για τις εξελίξεις στην χώρα.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα του κυβερνητικού παροξυσμού αποτελεί το γεγονός πως κατά τη βίαιη καταστολή αντικυβερνητικών διαδηλώσεων το τουρκικό CNN πρόβαλε ντοκιμαντέρ για πιγκουίνους! Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα την υφιστάμενη κατάσταση όμως, θα πρέπει να εξετάσει και το ιστορικό υπόβαθρο της τουρκικής στάσης απέναντι στην ελευθεροτυπία.

Όταν ο Ερντογάν ανέβηκε αρχικά στην εξουσία το 2002, η κυβέρνηση έδειξε μια γενικότερη εύνοια προς την εξασφάλιση της ελευθεροτυπίας με μια σειρά μέτρων όπως εγγυήσεις για λιγότερη κρατική επέμβαση στον Τύπο και ενίσχυση του δικαιώματος να διατηρούν οι δημοσιογράφοι το απόρρητο των πηγών τους. Κατά την περίοδο εκείνη, ήταν ελεύθεροι να δημοσιεύουν ρεπορτάζ τους ακόμα και για τα δικαιώματα μειονοτήτων, ένα παραδοσιακά ταμπού θέμα για την Τουρκία. Η περίοδος αυτής της ευημερίας για την πολυφωνία δεν άργησε να αλλάξει. Μετά από τις πολλαπλές απόπειρες πραξικοπημάτων, τα οποία ξεκίνησαν μετά την δεύτερη εκλογή του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2007, και κορυφώθηκαν με αυτό του 2016, τα δικαιώματα των δημοσιογράφων άρχισαν να καταστρατηγούνται όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Όλα σχεδόν τα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας  -που ήδη ανήκαν σε συγκεκριμένους ελάχιστους κεφαλαιούχους, αποδεικνύοντας πως η πολυφωνία ήταν πάντοτε μάλλον ένα ουτοπικό όνειρο- αγοράστηκαν από άτομα φιλικά προσκείμενα προς τον Τούρκο πρόεδρο, συσκοτίζοντας ακόμα περισσότερο την όλη κατάσταση. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων βρίσκει φαινομενικά έρεισμα στο τουρκικό Σύνταγμα που καταδικάζει την δημοσιογραφία όταν αυτή στρέφεται εναντίον της κρατικής ασφάλειας και κυρίως στον Αντιτρομοκρατικό Νόμο και στο Ποινικό Δίκαιο της χώρας που θεωρεί αδίκημα την προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατικών οργανώσεων (π.χ. Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, Οργάνωση Γκιουλέν). Είναι φανερό πως οι δεκάδες δημοσιογράφοι που έχουν συλληφθεί δεν είναι στην πραγματικότητα τρομοκράτες. Συγκεκριμένα η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα στη Νέα Υόρκη) αναφέρει πως οι εν λόγω ρεπόρτερ διαιρούνται σε 3 κατηγορίες: τους Κούρδους, όσους ασχολούνται με διερευνητική δημοσιογραφία και τις παράπλευρες απώλειες από την γενική επίθεση στον Τύπο.

Στην Τουρκία, αναφορικά με το ζήτημα της ελευθερίας έκφρασης των δημοσιογράφων, ακολουθείται ο εξής άγραφος κανόνας: αν δεν είστε μαζί μας, είστε απέναντι μας. Με την πλειονότητα των ιδιοκτητών ΜΜΕ να αποτελούν φίλους της κυβέρνησης, εκείνη κατευθύνει τι δημοσιοποιείται και τι όχι. Ακόμα και εκείνοι οι ελάχιστοι ιδιοκτήτες εφημερίδων που επιθυμούν τα έντυπα τους να περιέχουν ρεπορτάζ που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όσο αντικυβερνητική και αν είναι αυτή, θα βρεθούν ή άνεργοι ή φυλακισμένοι, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Ενώ λοιπόν δεν υπάρχει επίσημα λογοκρισία, η τελευταία αποτελεί μάλλον μονόδρομο, αφού οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι και οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ επιλέγουν αναγκαστικά το μοναδικό δρόμο που τους εξασφαλίζει και την επιβίωση και την –πλασματική έστω- ελευθερία τους.

Είναι συνεπώς τουλάχιστον οξύμωρο ο ίδιος ο Ερντογάν να μιλάει για «αποτρόπαιη» αντιμετώπιση του Σαουδάραβα δημοσιογράφου από τις αρχές της Σαουδικής Αραβίας, όταν την ίδια στιγμή η κυβέρνηση του καθημερινά φυλακίζει Τούρκους δημοσιογράφους. Αυτό για το οποίο κατηγορεί ο Τούρκος πρόεδρος την μεσανατολική χώρα, αποτελεί ουσιαστικά μια πάγια τακτική και του ίδιου, την οποία ωστόσο περίτεχνα «ντύνει» με ένα ψεύτικο πέπλο νομιμότητας. Γιατί μπορεί να μην έχει διατάξει δολοφονία Τούρκου δημοσιογράφου σε πρεσβεία της Τουρκίας, σε τρίτη χώρα, εντούτοις δεν διστάζει να τους επιβάλει ακόμα και θανατική ποινή στο εσωτερικό του κράτους. Το ακόμη πιο ειρωνικό της κατάστασης όμως είναι πως εκείνοι ακριβώς που πρέπει να υψώσουν την φωνή τους, είναι ακριβώς αυτοί που είναι φιμωμένοι, οι δημοσιογράφοι.

Κλειώ Κατσιμίχα
Γεννηθείσα το 1998, μεγάλωσε στην Θήβα και πλέον φοιτά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο τμήμα Νομικής. Πέρα από το αντικείμενο σπουδών της που αποτελεί σταθερό ενδιαφέρον της, στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την αρθρογραφία και την κριτική κινηματογράφου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ