19.7 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΜακρύ ταξίδι, χωρίς προορισμό

Μακρύ ταξίδι, χωρίς προορισμό

Της Μαίρης Ουρουμίδου,

Θα έβρισκε κανείς παράξενη την τεράστια επιθυμία μιας ισλαμικής χώρας με έναν Πρόεδρο, ο οποίος αυτοαποκαλείται «Ιμάμης», να προσχωρήσει σε έναν φιλελεύθερο θεσμό όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όμως, αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του δημοφιλέστερου μέχρι σήμερα Προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αρχικά δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια Πρωθυπουργός και τελικά Πρόεδρος της Τουρκίας, ο Ερντογάν έχει βρεθεί στο κέντρο των πολιτικών συζητήσεων τόσο στο χώρο της Ανατολής όσο και της Ευρώπης, με την οποία φαίνεται πως απελπισμένα προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να συνεργαστεί.

Από την αρχή της πολιτικής του καριέρας, έλαβε έντονες θέσεις κατά της εκκοσμίκευσης και υπέρ της επέκτασης του ισλαμισμού στην χώρα του. Έχει επιπλέον υπάρξει ακλόνητος υπερασπιστής των δικαιωμάτων των τουρκικών μειονοτήτων σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου οι Τούρκοι ξεπερνούν τα πέντε εκατομμύρια (δε φαίνεται να είναι ισάξια ωστόσο η διαχείριση των μη-μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Τουρκία). Παρά την αρχικά ριζοσπαστική του υπεράσπιση όσον αφορά τον μουσουλμανισμό και τον εθνικισμό, ο Πρόεδρος φαίνεται να υιοθέτησε σταδιακά μια πιο φιλοευρωπαϊκή ιδεολογία.

Οι -μάλλον επιφανειακές- προσπάθειές του για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη του φιλελευθερισμού, ναυάγησαν πιο πολύ από ποτέ το 2015, μια κομβική για το τουρκικό έθνος χρονιά. Όταν ο βουλευτής της αντιπολίτευσης «Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος», Ενίς Μπερμπέρογλου, δημοσίευσε, σε συνεργασία με την εφημερίδα Cumhuriyet, ένα βίντεο, το οποίο φανερώνει φορτηγά της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών να μεταφέρουν όπλα για χρήση από του τζιχαντιστές στη Συρία. Παρά την υποψία αρκετών για μυστική συνεργασία της Άγκυρας με τους τρομοκράτες της περιοχής, η αποκάλυψη δεν άργησε να δυσχεράνει τις σχέσεις ΕΕ- Τουρκίας ακόμη περισσότερο. Αποκορύφωμα στις ήδη εύθραυστες σχέσεις υπήρξε η σύλληψη τόσο του βουλευτή που έλαβε την πρωτοβουλία, όσο και των δυο μελών της εφημερίδας, Τζαν Ντουάρ και Ερντέμ Γκιούλ, με την οποία αυτός συνεργάστηκε. Η δικαιολογία για τη σύλληψη βεβαίως δεν υπήρξε άλλη από την «αποκάλυψη μυστικών δεδομένων».

Οι διώξεις ωστόσο δεν περιορίζονται στον χώρο των πολιτικών, αλλά φτάνουν και στο πιο ευαίσθητο σημείο κάθε δημοκρατικού κράτους: τους δημοσιογράφους. Η τουρκική κυβέρνηση έχει οδηγήσει πίσω από τις μπάρες τόσο ξένους, επικριτικούς εναντίον της, δημοσιογράφους κατά την επίσκεψή τους στην Τουρκία όσο και ντόπιους, κατά των οποίων χρησιμοποιεί το πρόσχημα του «τρομοκρατικού κινδύνου».

Ας μεταφερθούμε όμως ένα χρόνο αργότερα, όταν στις 15 Ιουλίου 2016, έλαβε χώρα στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη το αιματηρό αλλά αποτυχημένο πραξικόπημα. Ενώ αρχικά το πραξικόπημα βοήθησε τον Ερντογάν να γίνει πιο δημοφιλέστερος από ποτέ, καθώς αποδείχτηκε επιδέξιος στη διαχείριση της αντιδημοκρατικής επίθεσης, μερικές λεπτομέρειες έβαλαν τόσο την ΕΕ όσο και τις ΗΠΑ σε σκέψεις. Οι «θεωρίες συνωμοσίας» θέλουν τον Πρόεδρο ως τον κρυφό διοργανωτή του πραξικοπήματος, καθώς αυτό ενθάρρυνε τις συλλήψεις αντιπολιτευτικών μελών, έδωσε αφορμή για την λήψη σκληρότερων εκτελεστικών μέτρων και φυσικά άλλαξε την στάση της διεθνούς σκηνής για το πρόσωπό του. Όλα αυτά, αλλά και πολλά άλλα, αποτελούν γερά επιχειρήματα τα οποία οδηγούν τους ευρωπαϊκούς λαούς σε απόλυτη άρνηση για την είσοδο της Τουρκίας σην ΕΕ. Δε θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου κάποιος να εναντιωθεί σε αυτήν την στάση εάν λάβει υπόψιν του τόσο το προβληματικό παρελθόν της χώρας και την ιστορία της κυρίως με τη ΝΑ Ευρώπη, όσο και τα πρόσφατα γεγονότα με τη νέα κυβέρνηση και τις αμφισβητούμενες θεσμικές της αξίες.

Με τον ενστερνισμό μάλιστα της δεξιάς και ακροδεξιάς ιδεολογίας, η οποία φαίνεται πως ισχυροποιείται με κάθε εκλογές στη Δύση, η αναμονή για έγκριση είναι η μοναδική επιλογή που υπάρχει για το σχεδόν απόλυτα μουσουλμανικό αλλά και πολυπληθές κράτος. Παρόλο που πρόσφατα ο Πρόεδρος δήλωσε πως «Η Ευρώπη ξοδεύει τον χρόνο της Τουρκίας» εννοώντας πως η χώρα έχει κουραστεί να περιμένει έγκριση μέλους, αυτή η πολιτική είναι η πιο ήπια την οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει η ΕΕ χωρίς να προκαλέσει ανεξέλεγκτες αντιδράσεις από διάφορα μέτωπα. Από την Ελλάδα για τα διαμφισβητούμενα διμερή ζητήματα, μέχρι την Γερμανία για τα ήδη τεράστια ποσοστά μουσουλμανικών μειονοτήτων τα οποία προβλέπεται να πολλαπλασιαστούν στην περίπτωση ένταξης της χώρας στην ΕΕ, τόσο ο λαός, όσο και οι πολιτικοί εκπρόσωποι φαίνεται να μην είναι σε θέση διαχείρισης μιας τόσο ισχυρής μεταβολής. Αυτή είναι όμως η πραγματικότητα, τουλάχιστον σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Το μέλλον μπορεί να αποδειχθεί απρόβλεπτο…

Μαίρη Ουρουμίδου

Γεννηθείσα το 1998 στη Γεωργία, απόγονος Ποντίων προσφύγων της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ως λάτρης της διεθνούς πολιτικής και ιστορίας, όποτε βρίσκει χρόνο από τις ακαδημαϊκές της ασχολίες, ταξιδεύει και λαμβάνει μέρος σε ευρωπαϊκά προγράμματα με σκοπό μια σφαιρική εικόνα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ