Της Αναστασίας Παπαδά,
Οι καταστροφές στις υποδομές της Ελλάδας είχαν μεγάλο μέγεθος. Σύμφωνα με έκθεση του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη, καταστράφηκε το 56% του ολικού μήκους του οδικού δικτύου της χώρας και το 90% των οδικών γεφυρών. Οι ζημιές του οδικού δικτύου αποτιμήθηκαν σε 54,4 εκατ. προπολεμικά δολάρια, ενώ οι ζημίες σε τεχνικό εξοπλισμό του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε 4,2 εκατομμύρια. Οι ολικές απώλειες των αυτοκινήτων αγγίζουν το 65%, των φορτηγών το 60% και των λεωφορείων το 80%.
Επίσης, καταστράφηκε το 100% των σιδηροδρομικών γεφυρών, το 24% των σιδηροδρομικών σηράγγων και το 80% των σιδηροδρομικών σταθμών, ενώ στους Σιδηροδρόμους Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου αχρηστεύθηκε το 97% της γραμμής. Οι ζημίες που υπέστη η σιδηροδρομική υποδομή εκτιμήθηκαν σε 72 εκατ. προπολεμικά δολάρια.
Όσον αφορά τα λιμάνια της χώρας καταστράφηκε σχεδόν το σύνολό τους, η χωρητικότητα του εμπορικού στόλου ελαττώθηκε κατά 73%, ενώ υπήρξαν απώλειες της τάξεως του 74% στα φορτηγά πλοία, 94,5% στα επιβατικά πλοία και 66% στα ιστιοφόρα.
Τα μεγάλα υδραυλικά και αρδευτικά έργα των κάμπων της Θεσσαλονίκης και των
Σερρών, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μεταπολεμικό επίτευγμα των ελλήνων
μηχανικών καταστράφηκαν ολοσχερώς από τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους.
Οι καταστροφές σε έργα υδρονομικά, εγγειοβελτιωτικά, υδρεύσεων και υπονόμων ξεπέρασε τα 2 δισ. προπολεμικών δραχμών σε όλη τη χώρα.
Οι καταστροφές που υπέστησαν οι πόλεις και τα χωριά κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν πολύ μεγάλες. Συνολικά καταστράφηκαν 3.700 πόλεις και χωριά, σύμφωνα με το Μαγκριώτη Δημήτριο, εκ των οποίων, τα 1.170 πυρπολήθηκαν ως αντίποινα από τις δυνάμεις του Άξονα και συνολικά καταστράφηκε το 23,6% των σπιτιών, δηλαδή 409.000 σπίτια. Οι 111.000 καταστροφές αφορούσαν πυρπολήσεις και αντίποινα. Στο τέλος της Κατοχής, 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι (18% του πληθυσμού) ήταν άστεγοι.
Οι λόγοι καταστροφής των κτιρίων δεν είναι μόνο τα αντίποινα και οι βομβαρδισμοί.
Πολλά σπίτια καταστράφηκαν για την κατασκευή οχυρωματικών έργων και αεροδρομίων από το στρατό κατοχής, τα οποία υπολογίζονται σε 2.500, αρκετά καταστράφηκαν το 1943 στην γερμανοϊταλική σύγκρουση και άλλα από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Τέλος, μερικά σπίτια καταστράφηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους τους, έτσι ώστε να πουλήσουν τα υλικά τους. Εκτιμάται ότι γι’ αυτό τον σκοπό καταστράφηκαν 6.000 σπίτια σε όλη την Ελλάδα.
Και οι τρεις δυνάμεις του Άξονα κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα έκλεψαν και κατέστρεψαν πολλά μνημεία, ενώ πραγματοποίησαν και αυθαίρετες ανασκαφές. Ο τόμος που εκδόθηκε το 1946 από το Υπουργείο Παιδείας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «όλα τα μνημεία ήταν ουρητήρια και κατά προτίμηση το εσωτερικό του Παρθενώνα».
Ο Δοξιάδης κατέγραψε το μέγεθος της καταστροφής των αρχαιοτήτων το 1947.
Εντοπίστηκαν καταστροφές μνημείων τέχνης, βυζαντινής και λαϊκής αρχιτεκτονικής, εκκλησιών και αρχοντικών. Επτά βυζαντινές εκκλησίες καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ
δώδεκα ακόμα υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Πέρα από εκκλησίες καταστράφηκαν και
πολλά μοναστήρια, βενετικά κτίρια και βιβλιοθήκες. Τα μουσεία δεν έμειναν ανέπαφα. Ένα καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ τέσσερα υπέστησαν σοβαρές ζημιές.
Επιπλέον, οι Γερμανοί προκάλεσαν καταστροφές συνολικά σε 87 αρχαιολογικούς
χώρους, οι Ιταλοί σε 39 και οι Βούλγαροι σε 3. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της
Βάρης, της Δημητριάδας και του Παλαιοκάστρου Κρήτης, των οποίων οι αρχαιολογικοί
χώροι καταστράφηκαν και δεν έχουν διασωθεί σήμερα. Οι Γερμανοί πραγματοποίησαν
αυθαίρετες ανασκαφές σε 24 σημεία της χώρας, ενώ οι Ιταλοί σε 2. Τέλος, οι Γερμανοί
έκλεψαν αρχαιολογικούς θησαυρούς από 42 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους, οι
Ιταλοί από 33 και οι Βούλγαροι από 9.
Κάποιοι σημαντικοί χώροι που υπέστησαν ζημιές ή λεηλατήθηκαν ή κλάπηκαν
σημαντικά κειμήλια είναι η Ακρόπολή και οι Μυκήνες, ενώ στο Σούνιο Γερμανοί, κατά την αποχώρησή τους, έκαναν ανατινάξεις κοντά στο Ναό του Ποσειδώνα. Κάποια μουσεία από τα οποία κλάπηκαν αρχαία είναι αυτά της Κορίνθου, της Κνωσού, της Ελευσίνας, της Θήβας και το Μουσείο «Άγιος Γεώργιος» της Θεσσαλονίκης. Στη Βεργίνα, ο Γερμανός αρχαιολόγος Έξνερ πραγματοποίησε ανασκαφές όπου βρέθηκαν 4-6 τάφοι, τα ευρήματα των οποίων δεν παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποια μνημεία χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς για τους στρατιωτικούς τους σκοπούς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι δυνάμεις του Άξονα ακολούθησαν συγκεκριμένες
οικονομικές τακτικές. Μια από αυτές αποτελούσαν τα πλαστά χαρτονομίσματα που
χρησιμοποιήθηκαν την πρώτη περίοδο. Οι Γερμανοί στρατιώτες αγόραζαν με ένα ειδικό
μάρκο διάφορα είδη και όταν οι καταστηματάρχες ή οι έμποροι πήγαιναν να τα ανταλλάξουν με ελληνικά χρήματα διαπίστωναν την απάτη. Την ίδια μέθοδο ακολούθησαν και οι Ιταλοί στη ζώνη επιρροής τους, εκτός από τα Επτάνησα.
Μία άλλη μέθοδο που χρησιμοποίησαν ήταν η έκδοση ακάλυπτου νομίσματος. Τύπωναν χαρτονομίσματα για όλο το διάστημα της κατοχής, που, όμως, δεν είχαν καμία απολύτως αξία, καθώς δεν υπήρχε χρυσός στην Τράπεζα της Ελλάδας. Επιπλέον, ο Άξονας εισέπραττε τα λεγόμενα έξοδα κατοχής, έτσι ώστε να τροφοδοτεί τα τάγματα του Ρόμελ στην Αφρική. Από τον Απρίλιο του 1941 ως το τέλος του έτους είχαν εισπράξει 26 δις δραχμές. Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση του πληθωρισμού.
Στις 14 Μαρτίου 1942, υπογράφηκε η Συμφωνία της Ρώμης ανάμεσα στους Ιταλούς και
τους Γερμανούς, η οποία προέβλεπε ότι τα επιπλέον ποσά που θα έπαιρνε ο Άξονας από
την Ελλάδα θα πιστώνονταν ως «δάνεια», πέρα από τα έξοδα κατοχής που ορίστηκαν σε 1,5 δις δραχμές το μήνα. Τα δάνεια αυτά δεν έχουν αποπληρωθεί ως σήμερα.
Οι κατοχικές αρχές έκαναν πολλές επιτάξεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Συνολικά
επιτάχθηκαν 75.000 τόνοι σταφίδας, 7.000 τόνοι βαμβακιού, 18.000 τόνοι λαδιού, 110.000 τόνοι καπνού, 1.500 τόνοι καφέ, 3.500 τόνοι ζάχαρης, 3.000 τόνοι ρυζιού, 10.000 τόνοι γαιάνθρακα και σιτάρι αξίας 530.000 δολαρίων. Ο Άξονας δεν επέτασσε μόνο αγροτικά προϊόντα, αλλά και κτίρια.
Σχετικά με τη γεωργία, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δημητριακών ελαττώθηκαν κατά 28%
και η παραγωγή κατά 40%, οι εκτάσεις για τα όσπρια κατά 30% και η παραγωγή κατά
36%. Οι εκτάσεις για τον καπνό κατά 82% και η παραγωγή κατά 89%, οι εκτάσεις για το
βαμβάκι κατά 70% και η παραγωγή κατά 75%, ενώ για τα υπόλοιπα γεωργικά είδη οι
εκτάσεις ελαττώθηκαν κατά 29% και η παραγωγή τους κατά 41%. Επίσης, μειώθηκε κατά
16% η ελαιοπαραγωγή, κατά 66% η σταφιδοπαραγωγή και η παραγωγή σταφυλιών,
κατά 50% η παραγωγή μούστου και κατά 20% η φρουτοπαραγωγή και η παραγωγή ξηρών καρπών. Από 50-80% ελαττώθηκαν τα ζώα εργασίας και κατανάλωσης. Συγκεκριμένα, τα άλογα και τα μουλάρια ελαττώθηκαν κατά 60%, τα γαϊδούρια κατά 50%, τα βοοειδή κατά 60%, τα πρόβατα και οι κατσίκες κατά 50%, οι χοίροι κατά 80% και τα πουλερικά κατά 50%.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής μειώθηκε, ακόμα, σε πολύ μεγάλο βαθμό και η εισαγωγή ζώων προς κατανάλωση.
Η εξορυκτική βιομηχανία καταστράφηκε, καθώς οι εξαγωγές μειώθηκαν το 1940 στο
29% των προπολεμικών μεγεθών, στο 6% το 1941 και στο 2% το 1942. Το ίδιο συνέβη και
στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, καθώς οι εισαγωγές κατέρρευσαν στο 6%, 10% και
12% αντίστοιχα την περίοδο 1941-1943, ενώ οι εξαγωγές στο 8%, 6% και 3% αντίστοιχα.
Συνολικά, οι καταστροφές που προκλήθηκαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 15,7 δισεκατομμύρια δολάρια με τιμές του 1938.
Βιβλιογραφία- Πηγές
Χεκίμογλου Αχιλλέας, «Η έκθεση του Κωνσταντίνου Δοξιάδη για τις πολεμικές
αποζημιώσεις», Το Βήμα, 25 Οκτωβρίου 2013
Γλέζος Μανώλης, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Τόμος Α, Αθήνα: Στοχαστής 2007
Δοξιάδης Κωνσταντίνος, Καταστροφές Οικισμών, Αθήνα: Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως
1946
Μαγκριώτης Δημήτριος, Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, Αθήναι: Οδυσσέας 1949
Δοξιάδης Κωνσταντίνος, Έκθεση «Αι θυσίαι της Ελλάδος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»,
Αθήνα: Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως 1946
Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας- Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Ιστορικών
Στοιχείων, Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών Κατοχής, Αθήνα 1946
Mazower Mark, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 1994