Της Βασιλικής Καράμπαμπα,
Το παρόν κείμενο ξεκινάει με μία γενική παραδοχή που επικρατεί στην επιστημονική κοινότητα. Σύμφωνα με αυτή, «το ελληνικό αλφάβητο, όσον αφορά τη μορφή, τη σειρά και την ονομασία των γραμμάτων, προέρχεται από το φοινικικό», (πχ. Το φοινικικό alef ισοδυναμεί με το ελληνικό άλφα, το bet με το βήτα). Η γέννηση του ελληνικού αλφαβήτου τοποθετείται τη χρονική στιγμή, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του φοινικικού στους Έλληνες και ακολούθησε η μετέπειτα προσαρμογή του στην ελληνική γλώσσα. Άλλωστε, ο Ηρόδοτος μας μεταφέρει τα εξής: «οι παραλαβόντες διδαχή παρά των Φοινίκων τα γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ολίγα εχρέωντο, χρεώμενοι δε εφάτισαν, ώσπερ και το δίκαιον έφερε εσαγαγόντων Φοινίκων ες την Ελλάδα».
Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τους Φοίνικες, καθώς ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο τον 9ο αι. π.Χ. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, συνειδητοποίησαν τη σπουδαιότητα και χρησιμότητα ενός αλφαβήτου τόσο στις εμπορικές όσο και στις καθημερινές τους δραστηριότητες. Η διάδοση της γραφής, που έλαβε χώρα στις εμπορικές οδούς, συν τω χρόνω εξαπλώθηκε στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 10ο αι. π.Χ., ενώ τον 8ο αι. εντοπίζονται τα αρχαιότερα παραδείγματα ελληνικής γραφής σε διάφορες περιοχές, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η γέννηση του ελληνικού αλφαβήτου υπήρξε μια διαδικασία περίπλοκη και βαθμιαία.
Συγκεκριμένα, στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν διαμορφώσει και χρησιμοποιούσαν το δικό τους αλφάβητο με τις κατά τόπους ιδιομορφίες τους. Ο Adolf Kirchhoff, ο οποίος μελέτησε την ιστορία του ελληνικού αλφαβήτου (1867), ταξινόμησε τα ελληνικά αλφάβητα σε 4 περιοχές αποδίδοντάς τους τα εξής χρώματα: κόκκινο, μπλε, γαλάζιο, πράσινο. Τα χρώματα των «επιχώριων» ή «τοπικών» αλφαβήτων αναφέρονται στις εξής περιοχές του ελληνικού κόσμου (βλ χάρτη):
- κόκκινο: Εύβοια, Βοιωτία, Θεσσαλία, Αιτωλία, δυτική Πελοπόννησος, Μεγάλη Ελλάδα
- μπλε: Κόρινθος, Άργος, αποικίες, μικρασιατικά παράλια, Λευκάδα, Μακεδονία, Θράκη, Εύξεινος Πόντος, Κύπρος
- γαλάζιο: Αθήνα, Αίγινα, νησιά (Άνδρος, Δήλος, Νάξος, Πάρος κ.α.)
- πράσινο: Κρήτη, Θήρα, Μήλο
Βασικό κριτήριο για τον διαχωρισμό αυτό ήταν η ύπαρξη ή μη στα αλφάβητα, των γραμμάτων Ξ, Φ, Χ, Ψ που δεν υπήρχαν στο φοινικικό. Τα σύμφωνα αυτά είναι γνωστά ως «συμπληρωματικά», γιατί προστέθηκαν από τους Έλληνες. Κάθε περιοχή χρησιμοποιούσε διαφορετικό σύμβολο για να αποδώσει τον ήχο των «συμπληρωματικών» συμφώνων. Στον πίνακα παρουσιάζεται η διάκριση των ελληνικών αλφαβήτων βάσει των συμπληρωματικών συμφώνων, που χρησιμοποιούνταν σε κάθε περιοχή.
Στην συνέχεια, ακολουθούν 4 παραδείγματα επιγραφών, αντιπροσωπευτικά του κόκκινου, μπλε, γαλάζιου και πράσινου αλφαβήτου, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι διαφορές της γραφής σε κάθε περιοχή.
(α) Κόκκινο:
Ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα ελληνικής γραφής σώζεται στο γνωστό κύπελλο του Νέστορα. Βρέθηκε στις Πιθηκούσες, πόλη κοντά στην Νάπολη της Νοτίου Ιταλίας, αποικία που ιδρύθηκε από τους Ευβοείς τον 8ο αι. π.Χ. Το αγγείο αυτό ανακαλύφθηκε στον τάφο ενός δεκάχρονου αγοριού και βεβαιώνει ότι οι Ευβοείς διέδωσαν το αλφάβητό τους στην Ιταλία. Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα είναι η ύπαρξη του συμπληρωματικού συμφώνου Φ.
(β)Μπλε:
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του μπλε αλφαβήτου (ή του αλφαβήτου της Κορίνθου) είναι η επιγραφή που σώζεται σε μαρμάρινο άγαλμα κόρης και αποτελεί αφιέρωση προς τη θεά Άρτεμις. Βρέθηκε στη Δήλο, ενώ σήμερα βρίσκεται στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας (η κόρη της Δήλου). Επιγραφή είναι χαραγμένη στη βάση του αγάλματος, το οποίο χρονολογείται τον 7ο αι. π.Χ.
(γ) Πράσινο:
Στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού της Κρήτης (περιοχή που χρησιμοποιεί το πράσινο αλφάβητο) και συγκεκριμένα στην αρχαία Δρήρο, έχει βρεθεί σε τοίχο του ιερού του Απόλλωνα επιγραφή που χρονολογείται στο β΄μισό του 7ου αι. π.Χ. Το κείμενο αποτελεί μια αφιέρωση προς το θεό.
(δ) Γαλάζιο:
Ένα μικρό κομμάτι από πέτρα, που σήμερα εκτίθεται στο Επιγραφικό Μουσείο της Αθήνας αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα γραφής του γαλάζιου αλφαβήτου ή του αλφαβήτου της Αθήνας, αφού χρονολογείται τον 8ο αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα κείμενο δύο σειρών, το οποίο ξεκινάει από τα δεξιά. Βρέθηκε στην ακρόπολη των Αθηνών και αποτελεί unicum. Οι ιδιομορφίες, που παρουσιάζονται είναι: η ύπαρξη του «χαλκιδικού» λάμδα, το ρω ως R, το γιώτα Ι με μια ευθεία γραμμή, το σύμβολο της σαρπαντίνας για το γράμμα σίγμα.
Τα τοπικά αυτά αλφάβητα, που ήταν το αποτέλεσμα της επικοινωνίας Ελλήνων και Φοινίκων εμπόρων τον 9ο αι. π.Χ., διατηρήθηκαν ως το τέλος του 5ου αι. π.Χ. και αποτέλεσαν το βασικό πλαίσιο δημιουργίας των ελληνικών διαλέκτων: ιωνική, αιολική, δωρική, αρκαδοκυπριακή στις πόλεις-κράτη του ελληνικού κόσμου. Από τις αρχές του 4ου αι. επικρατεί το ιωνικό αλφάβητο σε όλο τον ελληνικό χώρο και οι τοπικές ιδιαιτερότητες σταδιακά εκλείπουν. Αργότερα, την ελληνιστική εποχή θα πραγματοποιηθεί η ενοποίηση της ελληνικής γλώσσας, η οποία ονομάστηκε «κοινή» ή «αλεξανδρινή». Άλλωστε, το επιβάλλουν οι νέες συνθήκες οι τεράστιες γεωγραφικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του στην λεκάνη της Μεσογείου, την Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα.
Συμπερασματικά, εκείνο που χαρακτηρίζει την ελληνική γραφή την αρχαϊκη περίοδο είναι η ετερομορφία, η ποικιλία παραλλαγών γραφής και οι κατά τόπους ιδιομορφίες. Αυτό οφείλεται στο δυναμισμό των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι προσάρμοσαν το ¨ξενόφερτο¨ φοινικικό αλφάβητο, ο καθένας στις ανάγκες του δικού του τόπου (Ευβοείς, Κορίνθιοι, Κρήτες, Αθηναίοι) ακολουθώντας μία μοναδική πορεία εξέλιξης.