Του Πάνου Ιορδανίδη,
Οι εορτασμοί της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου μας δίνουν την ευκαιρία, παράλληλα με την μνημόνευση των γεγονότων και την απόδοση φόρου τιμής στους πεσόντες εξεγερμένους του αντι-δικτατορικού αγώνα, να ρίξουμε φως σε διάφορες πτυχές της σκοτεινής περιόδου της Επταετίας. Το Καθεστώς των Συνταγματαρχών (όπως και κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς) ασκούσε την εξωτερική του πολιτική με έναν και μοναδικό γνώμονα: Την εδραίωση και την διατήρηση της εξουσίας του. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις της εποχής, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη των παραμέτρων που επηρέασαν την στάση και τις ενέργειες των εμπλεκόμενων δρώντων, πόσο μάλλον την περίοδο του διπολικού ανταγωνισμού και των καθοριστικών συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Αρχικά, είναι σημαντικό να αποτυπωθούν τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσονται οι εξελίξεις. Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου χαρακτηρίζεται από τον παγκόσμιο γεωπολιτικό ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ο οποίος εκφραζόταν σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με την μία να επιδιώκει αύξηση ισχύος έναντι της άλλης. Αυτό, για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, σήμαινε ότι ο αμερικανικός παράγοντας επεδίωκε να περιορίσει την σοβιετική επιρροή στη Μέση Ανατολή, η οποία αντιπροσωπευόταν μέσω ενός αναδυόμενου αραβικού εθνικισμού, και να αποτρέψει την πρόσβαση της Μόσχας στη Μεσόγειο, μην αφήνοντας την αδέσμευτη κυπριακή πολιτική να προσεταιρίστει την ΕΣΣΔ. Η Ελλάδα ήταν σημαντική για τις ΗΠΑ στην βάση του ότι μπορούσε να διευκολύνει τις γεωπολιτικές αυτές επιδιώξεις. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια (και η περίπτωση της Ελλάδας είναι απλά ένα από τα δεκάδες παραδείγματα), η προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ήταν πολύ πιο σημαντική από το κόστος της συνδιαλλαγής με ένα δικτατορικό καθεστώς.
Το 1967, τον πρώτο καιρό της προσπάθειας εδραίωσης των πραξικοπηματιών, η στάση της Δ. Ευρώπης ήταν επικριτική και των ΗΠΑ επιφυλακτική απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς. Οι χουντικοί ήξεραν πως χωρίς ισχυρά διεθνή ερείσματα δεν θα μπορούσαν ούτε να εδραιώσουν ούτε να διατηρήσουν την νεοσύστατη εξουσία τους, επομένως διατυπώθηκε ένα φιλοαμερικανικό δόγμα, «ακόμα κι αν οι ΗΠΑ δεν το ήθελαν». Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν τις περιφερειακές συγκυρίες (Πόλεμος Έξι Ημερών το 1967, Κρίση στην Ιορδανία το 1970), κατάφεραν να άρουν το αμερικανικό οπλικό εμπάργκο που τους είχε επιβληθεί, εφόσον παραχώρησαν στρατιωτικές διευκολύνσεις στις ΗΠΑ προκειμένου να διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους στη Μέση Ανατολή. Ο ελλιμενισμός του 6ου Στόλου στο λιμάνι του Πειραιά μνημονεύεται ως η μεγαλύτερη εξ αυτών. Η παραδοσιακή φιλοαραβική πολιτική της Ελλάδος επί της ουσίας υπονομεύτηκε, σε μια προσπάθεια του δικτατορικού καθεστώτος να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την στήριξη των Αμερικάνων, παρόλο που η ευμενής υπέρ-των-Αράβων ελληνική ουδετερότητα εκφράστηκε σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο. Έτσι λοιπόν, η αμερικανική θεώρηση του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος μετατράπηκε σε θετική, καθώς ένα σταθερό φιλοαμερικανικό καθεστώς στην περιοχή είναι προτιμότερο από μια ασταθή δημοκρατία.
Η ευθυγράμμιση των συμφερόντων της Χούντας και των ΗΠΑ επήλθε διακριτότερα στο θέμα του Κυπριακού. Η αμερικανικός παράγοντας απέβλεπε την αδέσμευτη πολιτική του Μακάριου ως δυνητική απειλή για την καταστροφή των ισορροπιών στην περιοχή, επομένως θα ήταν συνετή η αποπομπή του από την εξουσία. Το ελληνικό δικτατορικό καθεστώς με τη σειρά του, θεωρούσε πως η επίλυση του Κυπριακού θα προσέδιδε τρομερό κύρος και λαϊκό έρεισμα στους συνταγματάρχες, επομένως η αποπομπή του Μακάριου από την εξουσία, που δεν ήταν υπέρμαχος της «διπλής ένωσης», θα διευκόλυνε τις εξελίξεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως αυτό που απέτρεψε την μόχλευση των εξελίξεων ήταν η διαφοροποίηση στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων της ελληνικής και της αμερικανικής πολιτικής, αφού για την Ελλάδα ήταν το νούμερο ένα ζήτημα ενώ για τις ΗΠΑ, μάλλον αποδιδόταν περισσότερη σημασία στον αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας ένεκα των περιφερειακών εξελίξεων, η οποία έγειρε μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες αξιώσεις. Δυστυχώς για την Ελλάδα και την Κύπρο, το μέλλον επιφύλασσε ένα πολύ χειρότερο σενάριο.
Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973, βρίσκει το δικτατορικό καθεστώς κατά την λεγόμενη «διαδικασία φιλελευθεροποίησης». Ο Μαρκεζίνης προτιμά να διασφαλίσει τα αραβικά ενεργειακά συμφέροντα της χώρας (όπως έπραξε και η Δ. Ευρώπη) και να μην παραχωρήσει διευκολύνσεις στις ΗΠΑ. Σε αυτήν την γενικότερη αποστασιοποίηση από τις αμερικανικές επιδιώξεις, το δικτατορικό καθεστώς θα αποδώσει και τις περιβόητες θεωρίες συνωμοσίας καθαίρεσης τους. Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973, δίνει εκείνο το ισχυρό πλήγμα στη Χούντα, ούτως ώστε λίγες μέρες μετά ο Ιωαννίδης να βρει έδαφος για την εκδήλωση αντιπραξικοπήματος, εξέλιξη που προδίκαζε και το διαφαινόμενο τέλος του δικτατορικού καθεστώτος. Η αμερικανική στάση, παρόλο που δεν απέβλεπε θετικά την νέα ηγεσία, δια δόγματος Κίσινγκερ και CIA θεώρησε για ακόμη μια φορά πιο σημαντική την γεωπολιτική συμμόρφωση της Ελλάδας από την δημοκρατία στη χώρα. Όμως η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας για τις ΗΠΑ ήταν μικρότερη από αυτήν της Τουρκίας, και η διατάραξη των ισορροπιών, με το ελληνικό πραξικόπημα στη Κύπρο το 1974, ήρθε να αποκατασταθεί με την τουρκική εισβολή.
Σίγουρα αυτά που μπορούν να λεχθούν γι όλα τα παραπάνω ζητήματα δεν μπορούν να αποτυπωθούν μέσα σε λίγες γραμμές. Αυτό όμως που καθίσταται βέβαιο, είναι πως στην εκάστοτε πάλη για την εξουσία, είτε αυτή διεξάγεται σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο, υπάρχουν παράπλευρες απώλειες, είτε λέγονται αντιφρονούντες, είτε λέγονται άμαχοι Κύπριοι. Είθε η Εξέγερση του Πολυτεχνείου να εμπνέει.
Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι λάτρης της διεθνούς πολιτικής τόσο σαν ακαδημαϊκό, όσο και σαν δημοσιογραφικό αντικείμενο. Έχει ασκηθεί σε πολιτικές διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και δραστηριοποιείται ενεργά στον χώρο του εθελοντισμού σε ΜΚΟ, ακαδημαϊκά συνέδρια και εκπαιδευτικές προσομοιώσεις.