Της Μαρίας Λειβαδιώτη,
Μια φρεσκοβαμμένη ελληνική σημαία με την επιγραφή «Βουλιαράτες», στην πρόσοψη του Δημοτικού Σχολείου, στο κέντρο του ομώνυμου βορειοηπειρώτικου χωριού, φαίνεται να ήταν η αρχή του τέλους για τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, τον 35χρονο ομογενή που ανήμερα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου εκτελέστηκε από τις επίλεκτες δυνάμεις της αλβανικής αστυνομίας. Όμως, ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου μέλους της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία και με ελληνική ιθαγένεια και τα όσα ακολούθησαν στις 11 ημέρες μέχρι την ταφή του έφεραν στην επιφάνεια όλη την παθογένεια των ελληνοαλβανικών σχέσεων.
Ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, από την πρώτη στιγμή έδειξε την αποστροφή του σε οποιαδήποτε κίνηση θα οχύρωνε τις διμερείς σχέσεις από αντιπαραθέσεις και από εντάσεις που υποδαυλίζονταν από ακραίες φωνές και στις δυο πλευρές των συνόρων και αντιθέτως, πυροδότησε ο ίδιος το κλίμα με την πρώτη αναφορά του στο επεισόδιο των Βουλιαράτων. Ακόμη, αγνόησε επιδεικτικά τα μηνύματα που έστειλε από την πρώτη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση η οποία σε ένα πολύ βαρύ και εύφλεκτο κλίμα στο εσωτερικό επέμενε να κρατά χαμηλούς τόνους, προκειμένου να μην υπάρξει περαιτέρω η ένταση. Η τελευταία κίνηση με την μαζική κήρυξη 52 Ελλήνων πολιτών ως ανεπιθύμητων, όχι μόνο εμπόδισε να τερματισθεί αλλά και αναζωπύρωσε την ένταση καθώς υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για να εμποδισθεί η είσοδος ενός ξένου πολίτη στο έδαφος μιας χώρας αν και εφόσον αντιμετωπίζει συγκεκριμένες κατηγορίες.
Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις αποτελούν case study για το πως το κακό κλίμα, η προκατάληψη, η καχυποψία και η κακοπιστία μπορεί να αποτελούν μόνιμα βαρίδια στην ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Παρά την αρνητική, στο παρελθόν, και πολλές φορές στα όρια του ρατσισμού, αντιμετώπιση της Αλβανίας και των Αλβανών πολιτών από την ελληνική κοινή γνώμη υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα: Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες όσοι ηγήθηκαν του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών επένδυσαν πολιτικά με μεγάλο πολιτικό κόστος στην φιλική σχέση με την Αλβανία και μάλιστα οι περισσότεροι εξ αυτών δέχθηκαν κριτική ότι παρέβλεψαν εθνικά συμφέροντα προκειμένου να διασφαλίσουν και να θεμελιώσουν καλές σχέσεις με την Αλβανία. Είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά στον πυρήνα των διμερών σχέσεων και γι αυτό δεν ευθύνεται ο νεκρός πια Κωσταντίνος Κατσίφας.
Μέσα στο παραλήρημα που μπορεί να προκαλεί η ναρκοζάλη από τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια του εμπορίου ναρκωτικών, η αλβανική ηγεσία δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως χωρίς ξεκάθαρα βήματα αναγνώρισης των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας και αποκατάσταση άμεσα των περιουσιακών δικαιωμάτων της, χωρίς σαφή και ρητή αποκήρυξη κάθε αλυτρωτισμού και ιδεών περί Μεγάλης Αλβανίας , «αλβανικών εδαφών μέχρι την Πρέβεζα και την Φλώρινα», χωρίς πάταξη της καλλιέργειας και εμπορίας χασίς και ναρκωτικών, και χωρίς την επίλυση της διαφοράς για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, δεν θα υπάρξει στην Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου ελληνική συναίνεση για άνοιγμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα στην Αλβανία εγείρεται και πάλι το θέμα των Τσάμηδων, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και το ζήτημα με τις απαλλοτριώσεις των ελληνικών περιουσιών στη Χειμάρα. Επίσης, ο θάνατος του Κατσίφα συμβαίνει σε μια περίεργη χρονική συγκυρία όπου ένα ενδεχόμενο ρήγμα τις ελληνοαλβανικές σχέσεις θα μπορούσε να δικαιολογήσει το πάγωμα των συνομιλιών για τις θαλάσσιες ζώνες, κάτι που επιδιώκει η Άγκυρα η οποία επιχειρεί να τορπιλίσει την όποια συμφωνία στην ευρύτερη περιοχή που θα υιοθετεί τις βασικές αρχές της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Μήπως τελικά η αναιμική αντίδραση της Αθήνας υποδηλώνει μια φοβία για κάποιο ατύχημα στα εθνικά θέματα;
Όσο όμως υπάρχουν προβλήματα στην ελληνική μειονότητα, όσο δεν λύνονται ζητήματα με τα θαλάσσια σύνορα ή όσο δεν αφήνονται στην άκρη οι εθνικιστικές κραυγές για την «Τσαμουριά», τόσο θα υποδαυλίζονται τα πάθη.
Φοιτήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ. Τα ενδιαφέροντα της εντοπίζονται στις Διεθνείς Σχέσεις και τις Πολιτικές των Ευρωπαϊκών χωρών. Καθημερινά, ασχολείται με ακαδημαϊκές δράσεις μέσα και έξω από τον χώρο του Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε μοντέλα προσομοίωσης Ηνωμένων Εθνών.