Του Μιχάλη Γιαννακίδη,
Στην Ελλάδα κατοικούν περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι. Το τραγούδι “Για κάποιο λόγο” του Νίκου Οικονομόπουλου έχει 41 εκατομμύρια προβολές στο YouTube. Η σχεδόν πεντάλεπτη υπαρξιακή κρίση του αγαπημένου μας, πλέον, Νικολάκη ακούστηκε όσο λίγα ελληνικά τραγούδια το 2017, προσωπικά, όμως, έχω μια αδυναμία στο “Θέλω να σε ξαναδώ” του Πάνου Κιάμου. Δεν μπορώ να πω ότι με τραβαει τόσο η μουσική, αλλά η γενικότερη καλλιτεχνική του ύπαρξη και η κωμικότητα που την περιβάλλει. Αν, με κάποιο τρόπο, δεν το έχετε ακούσει, αφήστε με να σας κάνω μια συνοπτική περιγραφή.
Αρχικά, ο Πάνος Κιάμος, χωρίς έντονη μουσική υποστήριξη και με περίσσεια γενναιοδωρία, προσφέρει την καρδιά του στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το τραγούδι, αφού σκοπός της δικής του ζωής είναι να τον καίει το προαναφερθέν πρόσωπο. Έπειτα, κάνει την εμφάνισή του το, αδιαμφισβήτητα, πιασάρικο ρεφρέν του κομματιού το οποίο, όμως, έχει κάτι ιδιαίτερο: είναι γραμμένο στο ρυθμό του τραγουδιού In Da Club του 50 Cent! Οι εκπλήξεις δε σταματούν εδώ, όμως.
Στο πλαίσιο εισέρχεται ο Bo, ναι, ο Bo από το Survivor, ο οποίος όχι μόνο ραπάρει στον ίδιο, ιστορικό, ρυθμό, αλλά ξεστομίζει και την λέξη εμπεριστατωμένα, η οποία αποτελεί την μόνη επτασύλλαβη λέξη σε ολόκληρο το τραγούδι! Ύστερα, την δικη του συμβολή κάνει και ο δημιουργός του όλου άσματος, DJ Sako, προσφέροντας, απλόχερα, μια έξτρα δόση κουλτούρας, ραπάροντας στα Αγγλικά.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι όλα τα τραγούδια του είδους, τα λεγόμενα ”σκυλάδικα”, το ίδιο…δημιουργικά, παραμένουν, όμως, επιτυχημένα. Γιατί; Τι το ιδιαίτερο έχουν και κυριαρχούν στην ελληνική, νεανική, μουσική σκηνή.
Από μουσική άποψη, δεν έχουν κάτι ξεχωριστό ή επαναστατικό. Αντίθετα, τα περισσότερα ”σκυλάδικα” έχουν μία δοκιμασμένη φόρμουλα, η οποία είναι και μαζικός παράγοντας στην επιτυχία τους. Για να επιβεβαιώσω τη θεωρία μου, άκουσα το τελευταίο άλμπουμ του Αργυρού, του Οικονομόπουλου και του Κιάμου. Όντως, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα κομμάτια είχαν πανομοιότυπη δομή. Φυσικά, η χρήση συγκεκριμένων τεχνικών δεν είναι κάτι κακό. Μάλιστα, είναι κοινό φαινόμενο σε διάφορα άλλα μουσικά είδη, όπως η mainstream pop ή η trap, αλλά αφήνει λιγότερο χώρο για τον πειραματισμό και τη δημιουργικότητα.
Μεγάλη ποικιλομορφία δεν υπάρχει ούτε και στη θεματολογία των στίχων, κατί που ξανά, βέβαια, λειτουργεί υπέρ τους. Μου πήρε παραπάνω από δύο ολόκληρα άλμπουμ, για να βρω ένα mainstream τραγούδι, του οποίου το είδος να μην πραγματεύεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τον έρωτα. Στην ουσία, σκυλάδικα και καψούρα πηγαίνουν μαζί, είναι κάτι αυτονόητο και παράλληλα πανέξυπνο. Όταν δημιουργείς μουσική με στόχο την μαζική κατανάλωσή της είναι σημαντικό να μιλάς για κάτι που έχουν νιώσει όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα και τι πιο ιδανικό από την καψούρα;
Ένα έυλογο ερώτημα που παρουσιάζεται είναι: Από τη στιγμή που τα περισσότερα ”σκυλάδικα” μιλούν για το ίδιο θέμα, τι τα διαχωρίζει από τα εκατομμύρια των ερωτικών τραγουδιών; Κατά τη δική μου άποψη, η ειδοποιός διαφορά τους και παράλληλα το κλειδί στην επιτυχία τους, είναι το πνεύμα τους, το οποίο ταιριάζει τόσο πολύ με τον ελληνικό λαό. Εμείς οι Έλληνες είμαστε πολύ περήφανοι άνθρωποι, μας αρέσει, όσο τίποτε άλλο, να ξεδίνουμε και λατρεύουμε να μεταθέτουμε τις ευθύνες στους άλλους.
Έτσι, όπως τα τραγούδια ξεκινούν σιγανά και σε κάνουν να αδημονείς για το ρεφρέν, έτσι και εμείς νωχελικά αρχίζουμε την εβδομάδα μας, περιμένοντας την Παρασκευή. Τότε, λοιπόν, μόλις έρθει το ρεφρέν θα ξεχάσουμε, για λίγες ώρες, τι μας απασχολεί και θα φωνάξουμε όλοι μαζι : Θέλω να σε ξαναδώ! Δε σ’αγαπάω, ή οτιδήποτε είναι διάσημο εκείνη τη στιγμή.
Τέλος, στο θέμα των σκυλάδικων, για την δική μου εσωτερική ειρήνη, νιώθω πως ο μόνος σωστός τρόπος για να κλείσω αυτό το άρθρο είναι αυτό το βίντεο.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι τριτοετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στον χώρο τον media, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την τέχνη και την άθληση.