Της Δήμητρας Φαντίδου,
Με τη Λατινική Αμερική τελικά τι γίνεται;
Μας πήρε και μας σήκωσε το εκκωφαντικό 55% του Χαΐρ Μπολσονάρο, αφήνοντας των υποψήφιο των Εργαζομένων Φερνάντο Χαντάντ στο 44,8%, στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν.
Και κάπως έτσι, η ακροδεξιά απειλή παύει πλέον να είναι απειλή και γίνεται αμετάκλητη πραγματικότητα. Ή μήπως αλλάζει;
Ας πάρουμε όμως τα δεδομένα από την αρχή και ας μείνουμε προσαρμοσμένοι στα κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη Βραζιλία.
Έχουμε λοιπόν μια Βραζιλία, (είχαμε δηλαδή μια Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, που το επόμενο διάστημα κρίνεται αβέβαιο το περιεχόμενο του επίσημου αυτού ονόματος της χώρας) που από το 2015 κι εντεύθεν μειώνει δραματικά τις εξαγωγές και τα δημόσια έσοδά της. Και τι σημαίνει αυτό υπό το πρίσμα και τη ματιά μιας άλλοτε κοινωνικής πολιτικής; Μα ακριβώς αυτό! Ανεξέλεγκτο και αδιάκοπο ψαλίδι σε ό,τι –μέχρι τότε- θεωρούνταν σπέρμα κοινωνικών δαπανών.
Και φυσικά, η αποδόμηση συνεχίστηκε με αλλεπάλληλες μειώσεις των εισοδημάτων των εργαζομένων. Και μετά από όλα αυτά, τι;
Μια δήλωση, χιλιάδες αντιδράσεις, ένα μονάχα όμως αποτέλεσμα: «Θα αλλάξουμε μαζί το πεπρωμένο της Βραζιλίας. Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να ερωτοτροπούμε με τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον λαϊκισμό της αριστεράς». Αυτή ήταν η δήλωση του Ζ. Μπολσονάρο το βράδυ της Κυριακής. Να υπενθυμίσω και να (υπερ)τονίσω πως πρόκειται για θερμό υποστηρικτή της άνευ ορίων και ακραία ελεύθερης οικονομίας της αγοράς αλλά, που αναπολεί μια στρατιωτική χούντα.
Οι ακροδεξιοί όμως γιορτάζουν. Κι εμείς απλά παρατηρούμε τη σκιά αυτή να επεκτείνεται και να περνά τα σύνορα της Ευρώπης και των ΗΠΑ και σε περιοχές που θεμελίωσαν την Αριστερά, ιδέες και ιδανικά της. Καλά δεν τολμώ να σταθώ σε δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου, ο οποίος νομίζω βρήκε το πολιτικό έτερον ήμισυ στο πρόσωπο του Μπολσονάρο.
Ενδιαφέρον όμως, παρουσιάζει η αντίδραση της Ευρωπαϊκής –κατά τα λοιπά- οικογένειας απέναντι στον όλεθρο αυτό. Με τον Εμανουέλ Μακρόν να υπογραμμίζει τη ανάγκη διαφύλαξης και ανάδειξης των δημοκρατικών αξιών και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να χαρακτηρίζουν σεβαστή τη δημοκρατική επιλογή του λαού της Βραζιλίας, εστιάζοντας –όπως ήταν φυσικό- στο χαρακτήρα της Βραζιλίας ως εταίρος, και μάλιστα σημαντικό.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, πως οι χώρες της Γηραιάς Ηπείρου και οι χώρες της Mercosur (βλέπε Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη και Παραγουάη) εγκαινίασαν από το 1999 μια σειρά διαπραγματεύσεων, με στόχο μια συμφωνία «Ελεύθερων Συναλλαγών», όπως τη χαρακτήριζαν. Βέβαια, οι εν λόγω διαπραγματεύσεις υπέστησαν μια αξιόλογη καμπή την περίοδο 2004-2010, ενώ εν συνεχεία εντάθηκαν, λόγω της πολιτικής προστατευτισμού του Αμερικανού Προέδρου.
Και φτάνουμε, λοιπόν στο σημείο που δικαιώματα ατομικά, πολιτικά, εργασιακά, πολλώ δε μάλλον κοινωνικά με κάθε έννοια και προσέγγιση. Βρίσκονται μπροστά στο μεγαλύτερο κίνδυνο των καιρών μας.
Βέβαια, τα όργανα μόλις ξεκίνησαν, αφού συλλογικές διαμαρτυρίες ξεκίνησαν. Ξέρετε, όλοι αυτοί οι κακοί και ανεπίδεκτοι για τους ηγέτες εξ ακροδεξιών (και εκ δεξιών καμιά φορά όπως έχει δείξει η ιστορία και το παρελθόν του συντηρητικού τόξου) αριστερό-κεντροαριστεροί, ακτιβιστές, γυναίκες, αυτόχθονες, μέλη του Κινήματος Ακτημόνων και της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ πρωτοστάτησαν σε διάφορες πόλεις, δηλώνοντας στον νεοεκλεγέντα ακροδεξιό πρόεδρο, την αδήριτη ανάγκη προφύλαξης δημοκρατικών ελευθεριών, καθώς και τη διάθεση αντίστασής του σε οποιαδήποτε πράξη καταστρατήγησής τους.
Παγκόσμια πλέον η κρίση της Δημοκρατίας, των θεσμών και σύντομα και των διαδικασιών της –όπως όλα δείχνουν-, αφού το παράδειγμα φαίνεται να μετεξελίσσεται σε πρότυπο μίμησης με καταστροφικές συνέπειες.
Ο εσαεί αιχμηρός και εντεινόμενα καταγγελτικός λόγος του Ακροδεξιού Μπολσονάρο φαίνεται να ευδοκίμησε υπέρ του δέοντος σε μια κοινωνία διχασμένη και πολωμένη, όπως αυτή της Βραζιλίας. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η σταδιακή και συστηματική δόμηση μια αντι-αριστερής –υπό την ευρεία έννοια της αριστεράς και των συνιστωσών που τη συναπαρτίζουν- κοινωνικής, πολιτικής και καταληκτικά εκλογικής συμπεριφοράς. Και το έκανε καλά, πολύ καλά, όπως διαφαίνεται άλλωστε και από το ποσοστό του. Για το πώς φαντάζει στα εξαθλιωμένα μάτια των υποστηρικτών του το «Κόμμα των Εργατών» δεν τολμώ να κάνω νύξη. Το άκρον άωτο της ανευθυνότητας και της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα της ζωής και δράσης στη Βραζιλία.
Και το όνομα αυτού; Λαϊκισμός με πρόσημο και πρόσωπο ακροδεξιό! Ξέρετε για ποιο είδος λαϊκισμού κάνω λόγο. Μα φυσικά αυτόν που διχάζει και δεν ενώνει. Αυτόν που κατασκευάζει ένα λαό που αναδύεται από τις στάχτες της ξενοφοβίας, της κακής εσωστρέφειας και του αποκλεισμού. Εάν αυτά είναι τα πρώτα παραδείγματα λαϊκίστικών προεκλογικών –και μετεκλογικών- συμπεριφορών που σου έρχονται στο μυαλό, πώς μετά να μη θεωρείς τον λαϊκισμό a priori κακό και ειδεχθή;
Επισημαίνω στο σημείο αυτό πως πυρήνας της εκλογικής του βάσης ήταν οι συντηρητικοί κάτοικοι της αγροτικής Βραζιλίας –πέρα φυσικά από επιχειρηματίες οι οποίοι δε θα ήθελα να γνωρίζω πως αντιδρούν μονάχα στην ιδέα ιδιωτικοποίησης των κρατικών μονοπωλίων-.
Καταληκτικά, λοιπόν, για όσους έχουν ασχοληθεί αλλά και κατανοήσει της σελίδες της παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας, είναι ευκόλως αντιληπτό πως σε κρίσιμες στιγμές ο δημοκρατικές και προοδευτικός χώρος ήταν αυτός που κατάφερε να πρωταγωνιστήσει. Στο κατώφλι του 21ου αιώνα, τις δύσκολες αυτές ημέρες που οι γενιές διανύουμε η αλλαγή των διεθνών συσχετισμών και συγκυριών καθιστά την ακροδεξιά πρώτη δύναμη επι παντός. Και ο ρόλος ο δικός μας; Καθείς να συνειδητοποιήσει τον ιστορικό ρόλο της συλλογικής δράσης, και να μην επιχειρήσει να αντιγράψει τα διδάγματα ενός περασμένου και συντριπτικά ηττημένου παρελθόντος.
Το αποτέλεσμα, έχει αντίκτυπο πολιτικό όσο και κοινωνικό: όχι η Ευρώπη, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε καμία μεμονωμένη οντότητα. Ο κόσμος ολόκληρος παραδίδεται μέρα με τη μέρα, στιγμή με τη στιγμή στη βία, την αμάθεια και την εγκληματική διάσταση του ακροδεξιού λαϊκισμού, με εμάς προσώρας απλούς παρατηρητές. Διότι η πρόοδος, αντιτιθέμενη με την οπισθοδρόμηση και την εσωστρέφεια είναι μια διαδικασία ανοιχτή και εύπλαστη, κι έτσι οφείλει να παραμείνει.
Φοιτεί στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, έχοντας παρακολουθήσει και μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εντοπίζονται στην Πολιτική Ανάλυση, την Πολιτική Επικοινωνία και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Πολιτικές. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά, έχοντας και γνώσεις ιταλικών. Έχει εργαστεί για το Γερμανικό Ινστιτούτο του Μονάχου, και συνεργαστεί σε επίπεδο ερευνών με το Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Εκπονεί την πρακτική της άσκηση στο Γραφείο της Προέδρου της ΕΡΤ3.