Tης Τάνιας Βράνου,
«Για τη μέρα που βγήκες με τόση χαρά για ποτό με τους φίλους σου… για τη μέρα που μέθυσες… για εκείνη τη μέρα που φορούσες εκείνο το όμορφο παντελόνι ή για τη μέρα που φορούσες εκείνο το όμορφο φόρεμα… για τη μέρα που γύρισες μόνη σου στο σπίτι… για τη μέρα που εμπιστεύτηκες το λάθος άτομο που μπορεί να νόμιζες ότι ήξερες καλά… για εκείνη τη μέρα που γύρισες με ξεσκισμένα ρούχα και χαλασμένο μακιγιάζ… για εκείνη τη μέρα που γύρισες κλαμμένη με βιασμένο σώμα και βιασμένη ψυχή… για εκείνη τη μέρα μην ντρέπεσαι εσύ… για εκείνη τη μέρα πρέπει να ντρέπονται αυτοί… για εκείνη τη μέρα κάνε καταγγελία στην αστυνομία και στάσου απέναντι στο βιαστή σου, απέναντι στα υποδείγματα πολιτών που θα σε κρίνουν και θα σε κοιτούν καχύποπτα γιατί θα σκέφτονται ότι εσύ έκανες το λάθος κοίταξε τους στα μάτια και δώσ΄τους την πιο σκληρή σου τιμωρία. Να μην ντραπείς ποτέ να μιλήσεις για το βιασμό σου, να μην φοβηθείς ποτέ τη κριτική αστόχαστων κακομοίρηδων που κρύβουν τα προβλήματα τους κάτω απ το χαλάκι της κουζίνας τους γιατί «τι θα πει ο κόσμος».
Στην Ελλάδα σύμφωνα με έρευνες διαπράττονται ετησίως 5000 βιασμοί, από τους οποίους μόνο οι 150-200 καταγγέλλονται ενώ οι βιαστές που καταδικάζονται είναι ακόμη λιγότεροι. Ο βιασμός είναι μια εγκληματική πράξη που δυστυχώς για τα θύματα στην Ελλάδα έχει διάρκεια. Τι σημαίνει αυτό; ότι το θύμα ξανα-βιάζεται. Στην ουσία το θύμα βιάζεται τρεις φορές. Η πρώτη φορά είναι ο πραγματικός βιασμός από το δράστη και οι άλλες δύο είναι κατά τη διάρκεια της κατάθεσης στην αστυνομία και στο δικαστήριο όπου αναγκάζεται ν ανακαλέσει εκείνες τις άσχημες μνήμες και να περιγράψει με λεπτομέρειες το περιστατικό.
Κατά τη διάρκεια της δίκης το θύμα πρέπει ν’ αποδείξει ότι ισχυρίζεται την αλήθεια, στεκούμενο μπροστά στον ίδιο του το βιαστή, άρα έρχεται και πάλι αντιμέτωπο μαζί του αλλά και με τους συνηγόρους του, που προσπαθούν να διαψεύσουν και να ντροπιάσουν το θύμα υποστηρίζοντας ότι η σεξουαλική πράξη έγινε με τη θέληση του. Δεν είναι όμως μόνο αυτό που καθιστά τη κατάσταση ψυχοφθόρα για το θύμα. Σ όλο αυτό συμβάλλει και η προσπάθεια του ν’ αντιμετωπίσει το στιγματισμό από τη κοινωνία.
Γνωρίζουμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι άκρως σεξιστική και ρατσιστική ακόμη και σήμερα και αναπαράγει στερεότυπα και προκαταλήψεις. Έτσι λοιπόν στην Ελλάδα του 2018 δικαιολογούμε το υπέρτατο έγκλημα του βιασμού στη περίπτωση που ο βιαστής είναι Έλληνας, έχει κύρος ή ακόμη κι αν είναι οικονομικά ευκατάστατος. Τότε ο μέσος Έλληνας, ηθικολόγος της συμφοράς, σκέφτεται καχύποπτα για το θύμα και το αντιμετωπίζει με εμπάθεια. Απ αυτόν, τον μέσο Έλληνα έχουμε ακούσει τις πιο ανήθικες δικαιολογίες του τύπου «ας μην ντυνόταν προκλητικά, ας μην έπινε, ας μην φλέρταρε, τα θελε ο κώλος της». Σε περίπτωση που ο βιαστής είναι αλλοδαπός ή είναι περιθωριακός τότε ο ίδιος άνθρωπος , ευθύς γίνεται «πατριώτης», υποστηρίζοντας μέχρι εσχάτων το θύμα. Εννοείται ότι αυτό είναι τραγελαφικό. Έχετε ακούσει σίγουρα τη φράση «ήρθαν οι ξένοι και μας πήραν τις δουλείες» στη περίπτωση του βιασμού σκέφτεται κάτι αντίστοιχο. «ήρθαν οι ξένοι και μας βιάζουν τις γυναίκες». Στην ουσία δεν καταδικάζεται η πράξη του βιασμού ως έγκλημα, αλλά το προφίλ του δράστη και το προφίλ του θύματος.
Τα περισσότερα θύματα βιασμού όπως γνωρίζουμε πολύ καλά σύμφωνα από μαρτυρίες τη μέρα του βιασμού τους δεν φορούσαν προκλητικά ρούχα. Καθόλου βολικό αυτό για τον κάθε ηλίθιο, σεμνότυφο, αστόχαστο που προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες στο θύμα. Και αφού δεν φορούσε προκλητικά ρούχα πάμε στο δεύτερο παραμύθι της μέθης και μετά στο τρίτο του φλερτ και της απροσεξίας. Γιατί; Γιατί το θύμα είναι γυναίκα και οι γυναίκες στην συνείδηση πολλών μελών της ελληνικής, πατριαρχικής και σεξιστικής κοινωνίας, είναι κατώτερες και αδύναμες άρα φταίνε για ότι κακό τους συμβαίνει. Μ αυτό τον τρόπο το θύμα μετατρέπεται σε θύτη. Στη πραγματικότητα όμως το θύμα παραμένει θύμα, ο βιαστής , βιαστής και η κοινωνία μας συνένοχος και πολλές φορές ηθικός αυτουργός σε αυτοκτονίες, κι έτσι αντί να μάχεται ενάντια στη κακοποίηση, τη προκαλεί.
Σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι το σεξ είναι ακόμη ταμπού. Κυρίως αν είσαι γυναίκα. Ζούμε σε μια κοινωνία που κινείται γύρω απ το σεξ, παρόλα αυτά κάποιοι κρύβονται κι αναπολούν τις χαμένες ηθικές αξίες, για να μην τους πουν ανήθικους. Ποιος σας είπε βρε ηθικολόγοι της κακιάς ώρας ότι το κρεβάτι σας αντικατοπτρίζει την αξία και την εντιμότητα σας; . Η υποτιθέμενη ηθική σας είναι αυτή που επιτρέπει το έγκλημα του βιασμού, που αφήνει ελεύθερους τους βιαστές.
Γιατί ο βιασμός δεν συνδέεται με την ερωτική επιθυμία. Είναι μια πράξη επιβολής. Ο βιαστής βιάζει όχι για να ικανοποιήσει τη σεξουαλική του επιθυμία αλλά γιατί θέλει να αποδείξει ότι είναι ισχυρός. Δεχτείτε το γεγονός ότι μια γυναίκα μπορεί να φλερτάρει, να ντυθεί όπως της κάνει κέφι και να πιει. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή μπορεί να κάνει όλα αυτά είναι λογικό να πέσει θύμα βιασμού. Εν ολίγοις; η γυναίκα που μεθάει ή φοράει μια κοντή φούστα δεν σημαίνει ότι θέλει να βιαστεί κιόλας. Τη στιγμή που εσύ δικαιολογείς έναν βιαστή του δίνεις το κίνητρο να το ξανακάνει. Στη «καλύτερη» θα μείνει στην ασέλγεια, στη χειρότερη θα φτάσει στο έγκλημα.
Ζώντας σε μια κοινωνία «ηθικολόγων και ευπρεπών νοικοκυραίων» αυτό που απασχολεί πιο πολύ είναι να αποδείξει το θύμα τόσο στο δικαστήριο όσο και στη κοινωνία ότι είναι αθώο και ότι δεν προκάλεσε το δράστη, παρά να καταδικαστεί ο ίδιος ο δράστης για την αποτρόπαια πράξη του. Άδικη και προκατειλημμένη είναι διατεθειμένη να δεχθεί με ανακούφιση ακόμα και την αθώωση λόγω αμφιβολιών περιμένοντας στην γωνία να περάσει στην επίθεση. Το «πρώην θύμα» της τάραξε την ηρεμία και την γαλήνη και τώρα πρέπει να εξευτελιστεί…