Του Δημήτρη Τσαρούχα,
Αναντίρρητα ζούμε στην εποχή κατά την οποία η παγκοσμιοποίηση έχει λάβει την – έως τώρα – πιο ολοκληρωμένη μορφή της. Κυκεώνας πληροφοριών μεταδίδεται καθημερινά από την μία άκρη της Γης στην άλλη με το πάτημα ενός πλήκτρου, ενώ οικονομία και πολιτική αποτελούν έναν καμβά στην διαμόρφωση του οποίου έχουν λόγο ολοένα και περισσότερα κράτη παγκοσμίως και όχι απλά μεμονωμένες κρατικές οντότητες. Έρχεται λοιπόν στην επιφάνεια το εξής ερώτημα: Αποτελεί ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών το σύνταγμα της παγκόσμιας διεθνούς κοινότητας ή είναι απλά ένα κείμενο με διεθνή εμβέλεια και κύρος;
Ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών συστάθηκε το 1945 με αφορμή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις καταστροφικές συνέπειες που άφησε στο πέρασμά του. Η αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να αποτρέψει μία ανάλογη παγκόσμια πολεμική σύρραξη, αλλά και ο φόβος των περισσότερων κρατών, να μην επαναληφθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον, οδήγησε στις 25 Απριλίου του 1945 στην Συνδιάσκεψη του Αγίου Φραγκίσκου. Πενήντα κράτη έλαβαν μέρος στις εργασίες οι οποίες απέκτησαν την τελική τους μορφή στις 26 Ιουνίου 1945 με την υπογραφή του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Ο Χάρτης αποτελεί μία πολυμερής διεθνή συνθήκη. Ωστόσο παρουσιάζει στοιχεία που τον διαφοροποιούν σε μεγάλο βαθμό από άλλες διεθνείς συνθήκες, αναδεικνύοντας έτσι την ιδιαιτερότητά του. Περιέχει αρχές και διατάξεις οι οποίες παρουσιάζουν χαρακτήρα ιεραρχικά ανώτερο από διατάξεις και αρχές που απορρέουν από κείμενα άλλων διεθνών συνθηκών. Για τον λόγο αυτό, η συζήτηση σχετικά με την αναγνώριση του Χάρτη ως σύνταγμα της διεθνούς κοινότητας ξεκίνησε ήδη από την πρώτη δεκαετία ύπαρξης του νεοσύστατου διεθνούς οργανισμού και συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας, χωρίς όμως να έχει δοθεί μία οριστική απάντηση. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία στο κείμενο του Χάρτη τα οποία συνηγορούν προς αυτήν την άποψη.
Πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο αποτελεί το ίδιο το γεγονός πως ο Χάρτης είναι πολύ δύσκολο – έως και ακατόρθωτο – να μεταβληθεί. Ο αμετάβλητος χαρακτήρας του κειμένου διαπιστώνεται εύκολα από την ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία αναθεώρησης του, κάτι που επιπλέον φανερώνει και η απαγόρευση διατύπωσης επιφυλάξεων. Το χαρακτηριστικό αυτό συναντάται μόνο στα εσωτερικά Συντάγματα των Κρατών.
Επιπλέον, από την στιγμή που ένα κράτος προσχωρήσει στον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών και υπογράψει το κείμενο του Χάρτη, παρουσιάζεται μεγάλη η δυσκολία – έως και αδυναμία – αποδέσμευσης από αυτόν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ίδιοι οι θεμελιωτές του Χάρτη εσκεμμένα παρέλειψαν να συμπεριλάβουν διάταξη η οποία θα επέτρεπε στα Κράτη – Μέλη του Οργανισμού να αποχωρούν όποτε εκείνα θέλουν.
Επιπρόσθετα, ο Χάρτης παρουσιάζει οικουμενική εμβέλεια όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες περιέχονται σε αυτόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Άρθρο 2 (6) το οποίο αναφέρει πως « Ο Οργανισμός θα εξασφαλίζει ώστε τα κράτη που δεν είναι Μέλη των Ηνωμένων Εθνών να ενεργούν σύμφωνα με αυτές τις Αρχές, σε όσο βαθμό αυτό θα χρειάζεται για να διατηρηθεί η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια». Πρόκειται για μία ρηξικέλευθη ρύθμιση καθώς η διάταξη αυτή έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την βασική αρχή η οποία διέπει το δίκαιο των διεθνών συνθηκών: ότι τα Κράτη δεν δεσμεύονται από μια συνθήκη στην οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη.
Η πρακτική χρησιμότητα του Άρθρου 2(6) υποχωρεί ωστόσο μπροστά σε συγκεκριμένες αρχές του Χάρτη, όπως είναι η κυρίαρχη ισότητα των κρατών, ή η απαγόρευση ή απειλή χρήσης ένοπλής βίας. Οι αρχές αυτές ως απορρέουσες από το διεθνές εθιμικό δίκαιο δεσμεύουν τα κράτη, μέλη του ΟΗΕ ή μη, καθολικά. Παρατηρείται όμως το εξής παράδοξο: εάν και η διατύπωση της διάταξης του Άρθρου 2 (6) είναι τέτοια που φαινομενικά επιρρίπτει όλο το βάρος της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της στον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών και όχι στα κράτη τα οποία δεν είναι Μέλη του, ταυτόχρονα δημιουργείται η προσδοκία πως αυτά τα κράτη θα συμμορφωθούν με τις αποφάσεις του ΟΗΕ για την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Τέλος, εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως ο Χάρτης παρουσιάζει χαρακτήρα υπεροχής τυπικής ισχύος έναντι των άλλων διεθνών συνθηκών. Διασαφηνιστική είναι η διάταξη του Άρθρου 103 του Χάρτη η οποία προβλέπει ότι « Αν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στις υποχρεώσεις που έχουν τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με αυτόν τον Χάρτη και στις υποχρεώσεις που πηγάζουν από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία, θα υπερισχύουν οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτόν τον Χάρτη». Η υπεροχή η οποία αποτελεί απόσταγμα του Άρθρου 103 του Χάρτη, δεν αναφέρεται μόνο στις διατάξεις οι οποίες αναφέρονται σε αυτόν, αλλά και σε όλες εκείνες τις δεσμευτικές αποφάσεις που έχουν λάβει τα όργανα του ΟΗΕ, και ιδιαίτερα το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Γενική Συνέλευση.
Η συζήτηση για το εάν το κείμενο του Χάρτη αποτελεί ή όχι μία μορφή παγκοσμίου Συντάγματος, απασχολεί την διεθνή νομική κοινότητα εδώ και εβδομήντα χρόνια. Παρόλο που ο Χάρτης έχει απορροφήσει στο εσωτερικό του στοιχεία που προσιδιάζουν σε στοιχεία των εθνικών συνταγμάτων, κατά το παρόν στάδιο εξέλιξης της διεθνούς κοινωνίας, απέχει από το να αποτελεί ένα δικαϊκό κείμενο υπερεθνικής λειτουργίας, ή διαφορετικά ένα σύνταγμα της παγκόσμιας κοινότητας. Ο χρόνος μόνο θα δείξει εάν αρκούν οι συστάσεις στα εμπλεκόμενα Κράτη – Μέλη, ή απαιτείται γενική αναδιαμόρφωση των άρθρων και των διατάξεων του Χάρτη, προκειμένου αυτός να ανακτήσει και πάλι την οικουμενική του εμβέλεια και να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο αρχικά καταρτίστηκε: τη διεθνή ειρήνη.
Βιβλιογραφία
- Θεμελιώδεις έννοιες στο διεθνές δημόσιο δίκαιο – Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης
- Ο οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών – Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος
- κώδικας Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου