13.9 C
Athens
Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ εφαρμογή του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού της ΕΕ στις αθλητικές ομοσπονδίες

Η εφαρμογή του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού της ΕΕ στις αθλητικές ομοσπονδίες

Της Τερψιθέας Παπανικολάου,

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ανέκαθεν ως στόχο την δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς υπό καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού. Σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, σημαντικές είναι οι προβλέψεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, που απαγορεύουν τον περιορισμό ή εξάλειψη του ανταγωνισμού, που οφείλεται σε συμφωνίες ή εναρμονισμένη πρακτική των επιχειρήσεων, καθώς ή κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης. Κύριο όργανο επιφορτισμένο με την τήρηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας είναι η Επιτροπή, που διαθέτει ευρείες αρμοδιότητες. Η απόφαση της τον Δεκέμβριο του 2017 ότι η επιβολή δυσανάλογων ποινών από την Διεθνή Ένωση Παγοδρομίας σε αθλητές που συμμετέχουν σε διεθνείς αγώνες παγοδρομίας ταχύτητας που διοργανώνουν τρίτοι περιορίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ως εκ τούτου αντιβαίνει στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ αντιμετωπίστηκε ως έκπληξη από πολλούς μετά τις δύσκολες διαμάχες της Επιτροπής τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 με την FIFA και την Formula 1 και επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της καταλληλότητας του θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση ενός τομέα με τόσες ιδιαιτερότητες, όπως ο αθλητισμός.

Η άσκηση του αθλητισμού εμπίπτει στο ενωσιακό δίκαιο κατά το μέτρο που αποτελεί οικονομική δραστηριότητα και έχει αναγνωριστεί ως τέτοια από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήδη από το 1974 στην απόφαση Walrave-Koch. Ο αθλητισμός δεν είναι όμως μόνο μια οικονομική δραστηριότητα, αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αναφέρονται συχνά µε τον όρο “ιδιαιτερότητα του αθλητισμού”. Η ιδιαιτερότητα αυτή έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο αλλά και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2000 στη Διακήρυξη της Νίκαιας σχετικά µε τα ειδικά χαρακτηριστικά του αθλητισμού και την κοινωνική του αποστολή στην Ευρώπη που επισημαίνει, ότι ο αθλητισμός επιτελεί σημαντικές εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και ανθρωπιστικές λειτουργίες. Επίσης, το προνόμιο της αυτό-ρύθμισης στον τομέα του αθλητισμού, που έχει αναγνωριστεί στην Ευρώπη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως πτυχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, έχει επιτρέψει την ανάδυση και επικράτηση ιδιαίτερων κανόνων, όπως οι “κανόνες παιδιάς”, οι χωριστοί αγώνες για άντρες και γυναίκες και οι περιορισμοί ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων σε έναν αγώνα. Και η δομή της αθλητικής αγοράς όμως παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, όπως η πυραμιδοειδής δομή, της οποίας την βάση αποτελούν οι ομοσπονδίες, η αλληλεγγύη μεταξύ του επαγγελματικού και του ερασιτεχνικού αθλητισμού καθώς και το θεσμοθετημένο μονοπώλιο των ομοσπονδιών (που δικαιολογείται από τον χαρακτήρα του αθλητισμού ως αγαθού ζωτικής σημασίας), μέσω της αρχής της μία και μόνο ομοσπονδίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για κάθε άθλημα. Τέλος, το Ευρωπαϊκό μοντέλο αθλητικής διακυβέρνησης παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες σε σχέση με το Αμερικανικό, λόγω α) της εσωτερικής αλληλεγγύης των ομοσπονδιών οριζοντίως με την εξασφάλιση ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των συμμετεχόντων, αλλά και καθέτως, μέσω της επένδυσης των κερδών από μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις στην πραγματική προώθηση του αθλήματος και β) το σύστημα ανοδο-υποβιβασμού των ομάδων ενός πρωταθλήματος.

Πριν την εξέταση της νομολογιακής αντιμετώπισης της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού, αξίζει να γίνει αναφορά και στο “παράδοξο της αθλητικής αγοράς” ή “παράδοξο Louis-Schmeling”, όπως είναι γνωστό στην διεθνή βιβλιογραφία. Σε αντίθεση με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όλοι οι παράγοντες της αγοράς, οι ιδιοκτήτες των ομάδων-εργοδότες, οι εργαζόμενοι (αθλητές και προπονητές) και οι καταναλωτές δε λειτουργούν πάντα με βάση την κοινή επαγγελματική λογική. Η σχέση τους με την ομάδα-επιχείρηση προσομοιάζει περισσότερο σε συναισθηματική-θρησκευτική προσέγγιση, εν είδει μιας “Religio Athletae”, όπως υποστήριζε ο Pierre de Coubertin. Από την άλλη πλευρά, για να εφαρμοστεί το δίκαιο του ανταγωνισμού σε μια αγορά που ισχύει το μονοπωλιακό καθεστώς των ομοσπονδιών, προκύπτει το ερώτημα αν ως ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις πρέπει να θεωρηθούν οι ομάδες ενός πρωταθλήματος ή οι ομοσπονδίες. Υπό την πρώτη εκδοχή, η αθλητική αγορά είναι η μόνη αγορά που η όχι μόνο η οικονομική ευρωστία, αλλά και η ίδια η ύπαρξη μιας επιχείρησης βασίζεται στην ύπαρξη και την οικονομική ευρωστία των άλλων. Ο ανταγωνισμός λοιπόν είναι όχι μόνο απευκταίος, αλλά έμφυτο χαρακτηριστικό του προσφερόμενου προϊόντος, δηλαδή του αθλητικού θεάματος. Πρόκειται για ανταγωνισμό που δεν προκύπτει από την αλληλεπίδραση της προσφοράς με τη ζήτηση αλλά για τεχνητό κατασκεύασμα των συμμετεχόντων στην αγορά. Για τον λόγο αυτόν, αθλητικές επιχειρήσεις ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους και άρα υποκείμενες στις προβλέψεις του δικαίου ανταγωνισμού είναι μόνο οι ομοσπονδίες που προσφέρουν, έστω και σε μονοπωλιακό καθεστώς το θέαμα του πρωταθλήματος.

Τόσο η ιδιαιτερότητα του αθλητισμού όσο και η ειδικότερη όψη του παραδόξου της αθλητικής αγοράς έφεραν το ΔΕΕ αντιμέτωπο με πολλές πρακτικές δυσχέρειες, όταν κλήθηκε να εφαρμόσει τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου σε υποθέσεις αθλητικής φύσεως. Στην απόφαση Walrave κρίθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται στο μέτρο που ο αθλητισμός ειδωθεί ως οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα όμως, κρίθηκε ότι το ζήτημα της σύνθεσης των εθνικών ομάδων, ως ζήτημα γνησίως αθλητικού ενδιαφέροντος δεν έχει καμία σχέση με οικονομική δραστηριότητα και άρα εξαιρείται από την εφαρμογή της ενωσιακής απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω εθνικότητας. Έτσι, αναγνωρίζεται η αρχή της εξαίρεσης του αθλητισμού, ως νομολογιακό αντίκρυσμα της ιδιαιτερότητάς του. Το 1976 στην υπόθεση Dona-Mantero η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται και επεκτείνεται. Περιορίζεται, ωστόσο, τo 1995 στην πολύκροτη υπόθεση Bosman, στην οποία το ΔΕΕ αποφαίνεται πως υπάρχει δυσχέρεια διαχωρισμού μεταξύ των αμιγώς αθλητικών και των οικονομικών πτυχών του ποδοσφαίρου και πως η εξαίρεση δεν πρέπει να υπερβαίνει τον σκοπό για τον οποίο έχει τεθεί και άρα να οδηγεί στον αποκλεισμό ολόκληρου του αθλητικού τομέα από την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Η Απόφαση ENIC/UEFA της Επιτροπής λίγο αργότερα παρουσιάζει αναλογία με την νομολογία της Bosman: η απαγόρευση ιδιοκτησίας πλειόνων ποδοσφαιρικών συλλόγων διασφαλίζει τον ανταγωνισμό και την αβεβαιότητα ως προς τα αποτελέσματα των αγώνων. Μερικά χρόνια μετά, στις υποθέσεις Deliege και Lehtonen τίθενται επιπλέον προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί μια πρακτική ως αμιγώς αθλητικού ενδιαφέροντος, υπό τον φόβο μιας γενικευμένης μη εφαρμογής των διατάξεων της εσωτερικής αγοράς σε έναν τομέα, του οποίου η εμπορευματοποίηση έχει λάβει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από την δεκαετία του 1970.

Το 2006 εκδίδεται η απόφαση Meca-Medina, στην οποία για πρώτη φορά εφαρμόζονται τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ στον τομέα του αθλητισμού. Στην υπόθεση αυτή, δύο κολυμβητές προσφεύγουν εναντίον της Επιτροπής, θεωρώντας πως οι ποινές αντιντόπινγκ που έχει θέσει η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και οδηγούν στον αδικαιολόγητο αποκλεισμό των αθλητών. Το ΔΕΕ σε δεύτερο βαθμό κάνει υπόμνηση της νομολογίας Walrave και Dona και πλεον απορρίπτει την έννοια των αμιγώς αθλητικών κανόνων ως άσχετη με το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι των διατάξεων περί ελεύθερου ανταγωνισμού. Ένας εκ πρώτης όψεως αθλητικός κανόνας, όπως αυτός της απαγορεύσεως και τιμώρησης της φαρμακοδιέγερσης, μπορεί να έχει οικονομικό αντίκτυπο και επομένως κάθε κανόνας και πρακτική ανεξαιρέτως πρέπει να εξετάζεται ως προς την συμφωνία του με τους όρους που θέτουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει δηλαδή, ότι η ιδιαιτερότητα του αθλητισµού λαµβάνεται υπόψη, µε την έννοια ότι οι περιοριστικές συνέπειες στον ανταγωνισµό που είναι εγγενείς µε την οργάνωση και την οµαλή διεξαγωγή ανταγωνιστικών αθληµάτων δεν αντιβαίνουν την ενωσιακή αντιμονωπωλιακή νομοθεσία, εφόσον αυτές οι συνέπειες είναι ανάλογες µε το θεµιτό και πράγµατι αθλητικό συµφέρον που προστατεύεται. Υπεισέρχεται επομένως στην κρίση του Δικαστηρίου η ανάγκη εκτίµησης της αναλογικότητας, που υποδεικνύει την ανάγκη συνυπολογισµού των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε περίπτωσης και έτσι δεν επιτρέπει τη χάραξη γενικών κατευθυντήριων γραµµών για την εφαρµογή του δικαίου περί ανταγωνισµού στον τοµέα του αθλητισµού.

Επομένως, πλέον το κατεστημένο μονοπώλιο των αθλητικών ομοσπονδιών βρίσκεται ενώπιον προκλήσεων από το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και τo μόνο σίγουρο είναι πως το ζήτημα θα συνεχίσει να απασχολεί, καθώς σχετικές έρευνες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, όπως αυτή που διεξάγει η Γερμανική Υπηρεσία Ανταγωνισμού για τους περιορισμούς στην διαφήμιση που επιβάλλονται σε αθλητές πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Βιβλιογραφία

1. Παπαλουκάς, Μ., Ευρωπαϊκή Αθλητική Αγορά: Θεωρία και Νομολογία
2. Vermeesch, A., All’s Fair in Sport and Competition? The Application of EC Competition Rules to Sport
3. Piga, N.S.,Understanding the approach of European Competition authorities to the sports sector and evaluating its future ( Master Thesis, Tilburg University 2017)
4. Biondi, A., Eeckhout, P., & Ripley, S., EU law after Lisbon
5. Panagiotopoulos, D.P., Sports Law: Lex Sportiva & Lex Olympica: theory and praxis
6. Zardini Filho C.E., European Union Competition Law in Sports: Cases and Relevant Aspects of Articles 101 and 102 of the Treaty on the Functioning of the European Union, Their Importance and Influence on Sport Managers and Institutions

Τερψιθέα Παπανικολάου
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Ασχολείται με την αρθρογραφία πάνω σε ζητήματα νομικού ενδιαφέροντος, κυρίως στον χώρο του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ