Του Παναγιώτη Τάταρη,
Το 1261 και συγκεκριμένα στις 25 Ιουλίου σημειώθηκε η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, δίνοντας έτσι τέλος στην 57χρονη κατοχή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε καταλυθεί με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της Δ` Σταυροφορίας, στις 12 Απριλίου 1204.
Αρχικά, αφότου κατελήφθη η Κωνσταντινούπολη, οι στρατιώτες που αποτελούσαν το σταυροφορικό στρατό και προέρχονταν από καθολικές χώρες της Ευρώπης, προέβησαν σε αποτρόπαιες πράξεις στο εσωτερικό της Πόλης, καθώς, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο αριθμός των σφαγιασθέντων πιθανώς δεν ξεπερνά τις 2.000, αλλά η ασέλγεια και η διαρπαγή ήταν σε ημερησία διάταξη. Σπίτια, μοναστήρια και εκκλησίες λεηλατήθηκαν. Δισκοπότηρα απογυμνωμένα από τα πετράδια τους έγιναν κρασοπότηρα, εικόνες μετατράπηκαν σε τάβλες παιχνιδιών. Καλόγριες βιάστηκαν μέσα στα μοναστήρια τους, τα οποία λεηλατήθηκαν. Στην Αγία Σοφία οι στρατιώτες ξέσχισαν το πέπλο του ιερού και κατέστρεψαν τα χρυσά σκαλίσματα του βωμού και του άμβωνα. Μια πόρνη κάθησε στον θρόνο του πατριάρχη τραγουδώντας πρόστυχα γαλλικά τραγούδια. Όπως γράφει ο J. J. Norwich, οι αποσβολωμένοι Έλληνες αναρωτιούνταν πώς τέτοιοι βάρβαροι μπορούσαν να αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί, όταν «μετέφεραν τον Σταυρό στους ώμους τους, τον Σταυρό στον οποίο είχαν ορκιστεί ότι θα περνούσαν μέσα από τα χριστιανικά εδάφη χωρίς αιματοχυσία, ούτε ότι θα σήκωναν τα όπλα εναντίον ομοθρήσκων».
Αμέσως μετά την Άλωση, τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν μεταξύ Ευρωπαίων ηγεμόνων, και δημιούργησαν στη θέση της μικρά μοναρχικά κράτη, τα οποία ήταν το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, η Λατινική Αυτοκρατορία, το Δουκάτο των Αθηνών και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Οι Βυζαντινοί διατήρησαν τον έλεγχο σε δύο περιοχές της παλιάς αυτοκρατορίας, και συνέστησαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου και την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η δεύτερη θα αποτελέσει την άμεση συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και θα κινήσει, όπως θα δούμε, τη διαδικασία για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Μια πρώτη προσπάθεια από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης έλαβε χώρα ένα χρόνο πριν από την οριστική ανακατάληψη, το 1260, όπου ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η` Παλαιολόγος επιχείρησε μία επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, η οποία όμως κατέληξε σε αποτυχία. Καταλαβαίνοντας ότι χρειαζόταν ισχυρό στόλο για να αντιμετωπίσει το βενετικό στόλο που υπερασπιζόταν την πόλη υπέγραψε το 1261, στο Νυμφαίο της Μικράς Ασίας, συνθήκη με τη Γένουα, με την οποία της παραχωρούσε εμπορικά προνόμια στην αυτοκρατορία και ένα ειδικό τομέα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη με αντάλλαγμα τη ναυτική βοήθεια Γένουας για επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, όμως, αποδείχτηκε ευκολότερη υπόθεση από ότι υπολόγιζε ο Μιχαήλ. Την άνοιξη του 1261 ο Μιχαήλ, έστειλε στη Θράκη τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο με ένα εκστρατευτικό σώμα, για να διενεργήσει τοπική στρατολογία, να καταστείλει κάποια ανταρσία που ξέσπασε στην Αδριανούπολη και να κατοπτεύει την Κωνσταντινούπολη. Ο Στρατηγόπουλος βρήκε πολύτιμους συμμάχους στα πρόσωπα των Ελλήνων αγροτών στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Οι θεληματάριοι, όπως ονομάζονταν οι αγρότες, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να μεταβαίνουν ελεύθερα στην Κωνσταντινούπολη, μετέφεραν στον αυτοκρατορικό στρατό πως το λατινικό κράτος βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β’, ζήτησε βοήθεια, αλλά κατάφερε μόνο να δεχθεί η Βενετία να στείλει μερικά πλοία στον Βόσπορο. Περνώντας έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ο Στρατηγόπουλος πληροφορήθηκε από τους θεληματάριους ότι το σύνολο της φρουράς της πόλης και του βενετικού στόλου έλειπαν σε μία επιχείρηση για την κατάληψη του νησιού Δαφνουσία του Ευξείνου Πόντου, το οποίο ανήκε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Η προετοιμασία της ανακατάληψης έλαβε χώρα τα ξημερώματα της 25ης Ιουλίου, όπου μια μικρή ομάδα 50 ανδρών του Στρατηγόπουλου, υπό τον Κουτριτζάκη, εισήλθαν στο εσωτερικό της Βασιλεύουσας, από μια τρύπα ενός παλιού υδραγωγείου που την γνώριζαν ελάχιστοι. Μόλις το γεγονός μαθεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, επικράτησε μεγάλος αναβρασμός στις τάξεις των Λατίνων και είχε ως αποτέλεσμα την άτακτη φυγή τους. Με την πόλη σχεδόν αφύλακτη από στρατό, ο Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου του 1261, αφότου οι 50 άνδρες που εισήλθαν μέσω του υδραγωγείου, άνοιξαν την πόρτα της Πηγής και το αυτοκρατορικό στράτευμα, περίπου 800 στον αριθμό, εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βενετοί που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της Δαφνουσίας, όταν πληροφορήθηκαν τα συμβάντα, έσπευσαν να επιστρέψουν, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να παραλάβουν τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στην λιμάνι και να διασώσουν τον Βαλδουίνο. Συγκεκριμένα ο Βαλδουίνος, πήρε όσους θησαυρούς μπορούσε, φόρεσε ράσα, για να μην αναγνωρίζεται και μαζί με τον Λατίνο Πατριάρχη εγκατέλειψαν άρον άρον την Κωνσταντινούπολη. Η λατινική κυριαρχία έφτασε έτσι άδοξα στο τέλος της ύστερα από 57 χρόνια. Στις 15 Αυγούστου 1261 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος μπήκε στην πόλη και στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτορας, αυτή τη φορά χωρίς τον Ιωάννη Δ΄ που παραγκωνίσθηκε τελείως και λίγο καιρό αργότερα τυφλώθηκε. Με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η πορεία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας έληξε, δίνοντας πλέον τη θέση της στην αναγεννημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Συνοψίζοντας, η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, έδωσε στην αναγεννηθείσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια δεύτερη ευκαιρία, εν μέσω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων και πολιτικής αστάθειας τα οποία την ταλάνιζαν ακόμα και πριν τα γεγονότα του 1204, να μπορέσει να προβεί σε αναδιοργάνωση, που θα εξασφάλιζε τη βιωσιμότητά της. Ωστόσο αυτό δεν κατέστη εφικτό, καθώς τα οικονομικά προβλήματα διογκώθηκαν και τα εδάφη της συρρικνώθηκαν κυρίως λόγω της επέκτασης των Οθωμανών Τούρκων, μέχρι την οριστική κατάλυση της Αυτοκρατορίας στις 29 Μαΐου 1453 και τη Δεύτερη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου αντλήθηκαν πληροφορίες από τις ιστοσελίδες της εφημερίδας Το Βήμα και της εφημερίδας Πρώτο Θέμα.