Της Άννας Κομπόγιαννου
Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το απόγευμα της 23ης Ιουλίου. Ήμουν στο σπίτι μου, στην Θεσσαλονίκη, και με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και όλα τα κανάλια κατακλύζονταν από έκτακτα δελτία ειδήσεων. Μόλις ξύπνησα, αντιλήφθηκα πως είχε πιάσει φωτιά στην Κινέττα Αττικής. Όλοι οι τίτλοι ήταν παρόμοιοι. Κάπου κάπου οι δημοσιογράφοι ανέφεραν ότι είχε ξεσπάσει ακόμη ένα μέτωπο φωτιάς στην Πεντέλη, στην Ανατολική Αττική. Σκεφτόμουν πως η πυρκαγιά ήταν ισχυρή και δύσκολα μπορούσε να σβήσει μόνο με ανθρώπινες δυνάμεις. Ξαφνικά, έξω ξεκίνησε μία δυνατή μπόρα που συνοδευόταν από θυελλώδη άνεμο. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει στην Θεσσαλονίκη, ενώ την ίδια ώρα στην Αττική άνθρωποι, ζώα και περιουσίες είχαν γίνει ολοκαύτωμα. Τραγική ειρωνεία, σκέφτηκα. Και δεν είχαμε ακόμη αντικρύσει τα χειρότερα.
Όταν αργά το βράδυ η φωτιά είχε σβήσει, αφού δεν είχε μείνει και τίποτα άλλο να κάψει, η καταστροφή στο Μάτι και το Νέο Βουτζά αποκαλύφθηκε και το τοπίο ήταν τρομακτικό. Ερημωμένη πολιτεία που μαρτυρούσε μόνο πόνο και θάνατο. Προσπαθούσα να διανοηθώ τα τραγικά γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί εκεί μόλις λίγες ώρες πριν. Η φονικότερη πυρκαγιά της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδος ήταν γεγονός. Πίσω της είχε αφήσει 99 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες, αναρίθμητα νεκρά ζώα, πάμπολλα στρέμματα Γής αποτεφρωμένα, καθώς επίσης και κόπους μιας ολόκληρης ζωής που έγιναν στάχτη. Αυτό που συγκλονίζει την κοινή γνώμη, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατέκαψε τα πάντα η φωτιά. Σε συνδυασμό με τους λανθασμένους χειρισμούς των αρμοδίων και τον πανικό που επικράτησε, οδήγησε τους ανθρώπους να καούν κυριολεκτικά ζωντανοί.
Τρείς μήνες μετά την τραγική εκείνη ημέρα, η υπόθεση συνεχίζει να απασχολεί κοινωνικά αλλά και δικαστικά, καθώς οι συγγενείς των θυμάτων έχουν υποβάλλει μηνύσεις κατά παντός υπευθύνου. Πολλές από τις δικογραφίες που έχουν σχηματιστεί, έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Οι περιγραφές των γεγονότων είναι τόσο παραστατικές που σου δίνουν την αίσθηση πως βρισκόσουν και εσύ εκεί! Άνθρωποι που σώθηκαν την τελευταία στιγμή, αλλά άφησαν πίσω τους την οικογένειά τους να καίγεται. Άλλοι που κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες όμως πνίγηκαν στη θάλασσα από τον καπνό και το κύμα. Και άλλοι που διασώθηκαν, αλλά παλεύουν ακόμη για την ζωή τους στο νοσοκομείο. Οι ιστορίες τους είναι κάθε λογής, αλλά όλες τους έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την αγωνία και τον πόνο που έζησαν εκείνες τις στιγμές.
Συγκλονιστικές είναι και οι καταθέσεις πυροσβεστών, αστυνομικών και διασωστών που κλήθηκαν να ρυθμίσουν την πυρκαγιά που μαίνονταν ανεξέλεγκτη και στη συνέχεια να «μαζέψουν» τα αποκαΐδια της. Λένε, χαρακτηριστικά, ότι έζησαν την κόλαση. Η αυτοθυσία και η υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλλαν κατά την διάρκεια αλλά και μετά το πέρας της πυρκαγιάς ήταν συγκινητική. Η ηρωοποίησή τους ήταν αναγνωρίσιμη από πολλούς, ωστόσο βρέθηκαν και άλλοι που τους επιρρίπτουν ευθύνες για το μέγεθος και την τροπή της τραγωδίας. Οι απόψεις διίστανται και η κοινωνία δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με το ποιος πρέπει να παραιτηθεί από τη θέση του και να δικαστεί, ώστε οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν να λάβουν με αυτόν τον τρόπο δικαίωση. Ακόμη, όμως, και με αυτό, δε θα γυρίσουν πίσω.
Δε μπορούμε να τα βάλουμε με την φύση και τα καιρικά φαινόμενα που σίγουρα συνέβαλλαν. Επίσης, δεν αρμόζει να ρίξουμε την ευθύνη σε αυτούς που προσπάθησαν για το καλύτερο και τελικά δεν το κατάφεραν. Έτσι, καταλήγουμε πως η αιτία είναι ένα σύνολο παραγόντων που ήταν από πριν προβληματικοί. Ο κρατικός μηχανισμός, με ό,τι αυτή η φράση περιλαμβάνει, δεν έδρασε γρήγορα και αποτελεσματικά λόγω κακής συνεννόησης και έλλειψης υποδομών και εξοπλισμού. Σίγουρα βέβαια ευθύνες υπάρχουν και στο κακό πολεοδομικό σύστημα καθώς οι άνθρωποι είτε εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους και δεν βρήκαν ποτέ δίοδο διαφυγής προς την Αθήνα, είτε πήραν τη λάθος κατεύθυνση και δε μπόρεσαν να βρουν την έξοδο προς την θάλασσα. Σε κάθε περίπτωση δόθηκε μάχη με τον χρόνο, όμως δυστυχώς ο άνθρωπος νικήθηκε.
Από τις παραπάνω σκέψεις θα μπορούσε κανείς να εξάγει το εξής συμπέρασμα: η πυρκαγιά στου φετινού καλοκαιριού αποτέλεσε ένα σκληρό μάθημα ζωής για την κοινωνία, αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά. Μας έδειξε πώς η προστασία και η φροντίδα των αντιπυρικών ζωνών είναι απαραίτητη σε μία χώρα όπως η Ελλάδα. Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε για ακόμη μια φορά η αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της χώρας και η ανάγκη αποκατάστασής τους ώστε να μην θρηνήσουμε ξανά θύματα.
Πάντως, η φύση, και σε αυτή την περίπτωση, υπενθυμίζει πως η ζωή ανθίζει και στην καμένη γη, καθώς τα κυκλάμινα που έχουν φυτρώσει στις καμένες εκτάσεις του Ματιού, μοιάζουν ένα παρήγορο και αισιόδοξο θέαμα μέσα στο τοπίο της απόλυτης καταστροφής.