13.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΟι ρεαλιστές (δυστυχώς) είχαν δίκιο

Οι ρεαλιστές (δυστυχώς) είχαν δίκιο


Του Πάνου Ιορδανίδη

Η 28η Οκτωβρίου του 1940 σηματοδοτεί, πέρα από την απαρχή της ελληνικής αντίστασης στον φασισμό και τον ναζισμό, την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκδήλωση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου αποτελεί μέρος της λεγόμενης «Βαλκανικής Εκστρατείας» των δυνάμεων του Άξονα, που με τη σειρά της αποτελεί μόνο ένα μικρό κεφάλαιο στο μεγάλο αιματοκύλισμα που υπέπεσε η ανθρωπότητα από το 1939 μέχρι το 1945. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θεωρείται σημείο αναφοράς για την μετάβαση του διεθνούς συστήματος. Είναι όμως παράλληλα και ένα αποτέλεσμα του αδιεξόδου που είχαν περιέλθει οι διακρατικές σχέσεις μέχρι εκείνη την περίοδο. Η εξελικτική τους πορεία δεν ήταν συνυφασμένη με τις ευλογίες των πρώτων χρόνων του Μεσοπολέμου. Από τα «14 σημεία» μέχρι την «Τελική Λύση», υπάρχει μια χαοτική διάσταση.

Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, φέρνει και το τέλος του συστήματος των συμμαχιών. Η «ισορροπία δυνάμεων» μεταξύ των ισχυρών κρατών του προηγούμενου αιώνα δεν ήταν επαρκής για να διασφαλίσει την σταθερότητα. Η Τριπλή Συνεννόηση (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) και η αντίρροπός της, η Τριπλή Συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία), έδωσαν τη θέση στους ισχυρούς νικητές του πάλαι ποτέ «Μεγάλου Πολέμου», δηλαδή στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.

Ταυτόχρονα, οι θηριωδίες του πολέμου συνέβαλλαν στην διαμόρφωση μια νέας αντίληψης των κρατών για τις σχέσεις που τα διέπουν. Η οικοδόμηση ειρήνης θα έπρεπε να είναι ένας στρατηγικός στόχος που θα επιτευχθεί μέσα από την συνεργασία, την αλληλεξάρτηση και τη διεθνή νομιμότητα. Ο βασικός εκφραστής αυτού του φιλελεύθερου δόγματος ήταν οι ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Γουίλσον ξεδίπλωσε το όραμα του για έναν νέο ειρηνικό κόσμο προωθώντας τη δημοκρατία, ως τη μόνη βιώσιμη λύση ενάντια στον «πολεμοχαρή» απολυταρχισμό, και τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, ως μια ρηξικέλευθη πρωτοβουλία για να μπουν κανόνες στις διακρατικές σχέσεις και να ενισχυθεί η διεθνής συνεργασία. Έτσι, η εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα επέφερε ειρηνικούς τρόπους για να επιλύονται οι διαφορές μεταξύ των κρατών, καθώς οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν είναι φιλοπόλεμες. Παράλληλα, οι κανόνες ενός διεθνούς οργανισμού θα υπηρετούσαν την ειρήνη ως εγγύηση προς αντιμετώπιση της όποιας διολίσθησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η φιλελεύθερη προσέγγιση των διεθνών σχέσεων πήρε σάρκα και οστά.

Η «Μεγάλη Ύφεση» του 1929 υπήρξε εκείνο το ισχυρό πλήγμα στην νεοσυσταθείσα παγκόσμια τάξη όπου ανέτρεψε τη ροή και τη δυναμική του φιλελευθερισμού. Λαοί και ηγέτες, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, σταμάτησαν να θεωρούν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να παρέχουν ένα πλαίσιο σταθερότητας και ειρήνης. Την ίδια στιγμή, αναδύονταν οι αναθεωρητικές και επεκτατικές δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας. Αυτές οι μεταβατικές εξελίξεις, γέννησαν τον αντίλογο της φιλελεύθερης προσέγγισης των διακρατικών σχέσεων και του αποτελέσματος αυτών, δηλαδή του διεθνούς συστήματος. Ο ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, διακήρυττε πως η φύση του ανθρώπου είναι συγκρουσιακή, καθώς υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα όπου ο καθένας επιδιώκει να τα προστατέψει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, οι διακρατικές σχέσεις διέπονται από πολιτικές εξαναγκασμού των ανίσχυρων κρατών από τα ισχυρά, όχι από συνεργασία. Τα κράτη δεν επιχειρούν την αλληλεξάρτηση εφόσον είναι επιθετικά μεταξύ τους και η διεθνής νομιμότητα δεν μπορεί να επιβληθεί εφόσον το διεθνές σύστημα είναι δομημένο άναρχα. Επομένως, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και η ειρήνη, έτσι όπως την οραματίζονταν οι φιλελεύθεροι, είναι ουτοπία.

Αυτή την αντίληψη για την φύση των διεθνών σχέσεων εκείνη την περίοδο, δεν μπορούμε παρά να την θεωρήσουμε σωστή. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μια επίπονη υπενθύμιση, αλλά και μια περίλυπη επιβεβαίωση των ρεαλιστών. Και δεν είναι τα μόνα στοιχεία που μας επιβεβαιώνουν την ορθότητά της. Το όραμα του Γουίλσον τερματίστηκε απότομα όταν Γερουσία δεν ψήφισε υπέρ της ένταξης των ΗΠΑ στην Κοινωνία των Εθνών, καθιστώντας τη λειτουργία της πολύ πιο δύσκολη χωρίς τη συμμετοχή της μεγάλης δύναμης. Οι άλλες δύο νικήτριες δυνάμεις δεν επιδίωξαν να προωθήσουν τη δημοκρατία και τη διεθνή συνεργασία, παρά μόνο να ικανοποιήσουν τα ιδιαίτερα εθνικά τους συμφέροντα. Η Μεγάλη Βρετανία από τη μία, προσπάθησε να διατηρήσει το status quo της ως αποικιοκρατική δύναμη, ενώ από την άλλη, η Γαλλία, κατακερματίζοντας τη Γερμανία, προσπάθησε να ηγεμονεύσει στη Γηραιά Ήπειρο. Επιπλέον, η Κοινωνία των Εθνών δεν εξελίχθηκε ποτέ σε εγγυητή της διεθνούς νομιμότητας. Γερμανία και ΕΣΣΔ ποτέ δεν είδαν θετικά το εγχείρημα, με την πρώτη αποχωρεί από αυτήν με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την δεύτερη να αποβάλλεται λόγω του πολέμου με την Φινλανδία το 1940. Η Ιαπωνία επίσης αποχώρησε με την εισβολή στην Μαντζουρία, ενώ το ίδιο έπραξε και η Ιταλία αγνοώντας τις κυρώσεις του οργανισμού μετά την Κρίση στην Αβησσυνία. Η Κοινωνία των Εθνών υπονομεύτηκε απ’ όλα τα μέτωπα και δεν κατάφερε ποτέ να επιβάλλει κανόνες ομαλής διεξαγωγής των διεθνών σχέσεων.

Η αποτυχία του φιλελεύθερου οράματος ήταν παταγώδης αν αναλογιστούμε ότι οι κτηνωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πρωτοφανείς για την παγκόσμια ιστορία. Η δικαίωση της ρεαλιστικής προσέγγισης επήλθε μαζί με τις 60 εκατομμύρια απώλειες ανά τον κόσμο. Ίσως ήταν πολύ φιλόδοξο το ειρηνευτικό εγχείρημα του Μεσοπολέμου για να συνοδευτεί από τα ανάλογα αποτελέσματα. Ίσως όμως και «η φιλοδοξία να είναι το τελευταίο καταφύγιο της αποτυχίας» (Όσκαρ Ουάιλντ), και από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να αναδύθηκε ένας καλύτερος κόσμος, όπου η συνεργασία, η αλληλεξάρτηση και η οικοδόμηση ειρήνης ενισχύθηκαν. Παρόλο που η σημερινή περίοδος που διανύει το διεθνές σύστημα έχει τρομερές ομοιότητες με το διάστημα του Μεσοπολέμου, η πεποίθηση πως η κατάληξη δεν θα είναι η ίδια κατέχει εξέχοντα ρόλο. Και αυτόν τον ρόλο πρέπει να πλαισιώσουμε όλοι εμείς, τουλάχιστον με τον λόγο μας, και ας μην έχουμε ζήσει τις βαρβαρότητες του πολέμου.

Η Έλινορ Ρούζβελτ διαβάζει το κείμενο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1948
Πάνος Ιορδανίδης

Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι λάτρης της διεθνούς πολιτικής τόσο σαν ακαδημαϊκό, όσο και σαν δημοσιογραφικό αντικείμενο. Έχει ασκηθεί σε πολιτικές διευθύνσεις του ΥΠΕΞ και δραστηριοποιείται ενεργά στον χώρο του εθελοντισμού σε ΜΚΟ, ακαδημαϊκά συνέδρια και εκπαιδευτικές προσομοιώσεις.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ