Της Πολυτίμης-Μαρίας Βιντσιλαίου,
Το σημαντικότερο επίτευγμα της ανθρωπότητας, τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα, είναι αναμφίβολα η αλματώδης επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος. Η ταχύτητα της εξέλιξης είναι πλέον τέτοια που καθημερινώς συμβαίνουν “νέα θαύματα” που μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν οι προκάτοχοί μας. Όμως παράλληλα με τις εξελίξεις αυξάνονται διαρκώς και οι προκλήσεις για το ανθρώπινο είδος. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του πλανήτη δεν κατοικούσαμε τόσα άτομα με τόσες πολλές και αδιαπραγμάτευτες ανάγκες. Ανάγκες που συνεχώς αυξάνονται όσο αυξάνεται και ο πληθυσμός μας (αυτή τη στιγμή 7.5 δις) και που καλούνται να καλύψουν οι υπάρχουσες πηγές με αποτέλεσμα να εγείρονται, όλο και συχνότερα πλέον, συζητήσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας και το “τέλος” της ενέργειας όπως την ξέρουμε. Μάλιστα όταν στην εξίσωση προστεθούν και τα περιβαλλοντικά ζητήματα που προκάλεσε η μη λελογισμένη χρήση των προηγούμενων γενεών, τότε γεννιέται αυτό που στις διεθνείς σχέσεις καλείται ενεργειακό ζήτημα.
Για πολλούς, την απάντηση στο πρόβλημα, θα μπορούσε να δώσει η Αρκτική. Πρόκειται για την περιοχή στον αντίποδα της Ανταρκτικής, γύρω από το Βόρειο Πόλο. Έχει έκταση 33ων εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος καλύπτεται από μια παγωμένη θάλασσα ενώ περιβάλλεται από έρημα παγωμένα εδάφη που στην πλειοψηφία τους αποτελούν μοναδικούς βιότοπους για πολλά και σπάνια είδη πανίδας. Στην περιοχή κατοικούν επίσης και περίπου 10 εκατομύρια αυτόχθονες διαφόρων φυλών, καθιστώντας τη μια από τις πλέον αραιοκατοικημένες γωνιές του πλανήτη. Μάλιστα η επίδραση της κλιματικής αλλαγής οδηγεί, με το λιώσιμο των “αιώνιων” πάγων, στην εμφάνιση νέων θαλάσσιων δρόμων που καταστρέφουν αφενός την κατοικία ανθρώπων και ζώων, διευκολύνουν όμως αφετέρου τις θαλάσσιες μεταφορές δημιουργώντας ένα νέο πεδίο εντάσεων στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Παρά τα ιδιαίτερα μορφολογικά και καιρικά της χαρακτηριστικά η Αρκτική εκτιμάται ότι κρύβει περίπου το 25% των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, κάτι που την τοποθετεί, επίσης, στο επίκεντρο του ενεργειακού ενδιαφέροντος.
Σημαντικός διακυβερνητικός φορέας στην περιοχή είναι το Αρκτικό Συμβούλιο. Σε αυτό συμμετέχουν τα αρκτικά κράτη (ΗΠΑ, Καναδάς, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ισλανδία, Φινλανδία και Ρωσία) καθώς και οι αυτόχθονες λαοί της ευρύτερης περιοχής που επιδιώκουν να ισχυροποιήσουν την επιρροή τους βάσει των σχετικών νομικών διατάξεων του ΟΗΕ. Η διεθνής σημασία της περιοχής διαφαίνεται και από την ύπαρξη πολλών παρατηρητών, τόσο κρατών όσο και μη κυβερνητικών οργανισμών. Καθήκοντα του Αρκτικού Συμβουλίου είναι η ενίσχυση της συνεργασίας για την έρευνα και την προστασία του περιβάλλοντος της περιοχής αλλά και η αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων ασφαλείας που ανακύπτουν.
Η Αρκτική διέπεται ακόμη από το Δίκαιο της Θάλασσας, το νομικό κείμενο το οποίο επέλεξαν μέσα από τη Διακήρυξη τους το 2008 τα 5 παράκτια κράτη: οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Δανία, η Νορβηγία και η Ρωσία. Σύμφωνα λοιπόν με το Δίκαιο της Θάλασσας κάθε χώρα ορίζει 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή της. Ωστόσο παραμένει ακόμα ένα πολύ μεγάλο τμήμα στο κέντρο της Αρκτικής Ζώνης χωρίς “κηδεμόνα” που προς το παρόν βρίσκεται υπό την προστασία της Διεθνούς Αρχής για το Θαλάσσιο Βυθό, του ΟΗΕ. Βάσει όμως του προαναφερθέντος Δικαίου τα 5 παράκτια κράτη δύνανται να διεκδικήσουν περαιτέρω επέκταση της δικαιοδοσία τους στην περιοχή εφόσον αποδείξουν ότι η ηπειρωτική τους υφαλοκρηπίδα εκτείνεται στο βυθό της θάλασσας, αποδίδοντας δηλαδή την συνέχιση της στεριάς τους μέχρι το, υπό διεκδίκηση, σημείο.
Τα παράκτια κράτη τώρα πραγματοποιούν εξορύξεις στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες που τους αντιστοιχούν. Η Ρωσία σε συνεργασία με τη Νορβηγία δραστηριοποιούνται από κοινού, στη θάλασσα του Μπάρεντς. Η ρώσικη ενεργειακή εταιρεία Rosneft με την αμερικάνικη Exxonmobile πραγματοποίησαν από κοινού εξορύξεις τόσο στην Αλάσκα όσο και σε κάποια ενεργειακά οικόπεδα της Αρκτικής εντός της ρώσικης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Όσον αφορά την απόκτηση πρόσβασης στα ανεξάρτητα κοιτάσματα του Βορείου Πόλου, δύο κράτη βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης, η Ρωσία με τη Δανία. Πιο συγκεκριμένα και οι δύο κατέθεσαν στην Επιτροπή Ορίων της Ηπειρωτικής Υφαλοκρηπίδας ότι η υποθαλάσσια οροσειρά Λομονόσοφ αποτελεί γεωλογική συνέχεια των εδαφών και των δύο κρατών. Η υπόθεση αναμένεται να εκδικαστεί σε μερικές δεκαετίες. Βέβαια παρόμοια αιτήματα σε σχέση με το Βόρειο Πόλο έχουν κατατεθεί και από τα υπόλοιπα παράκτια κράτη. Οι κινήσεις αυτές βέβαια, πέρα από επίδειξη ισχύος, έχουν και οικονομική σημασία πλέον.
Μέχρι τώρα οι επενδύσεις σε πλατφόρμες εγκατεστημένες στα κατά τόπους σημεία της Αρκτικής Θάλασσας καθίσταντο πλήρως απαγορευτικές. Αρχικά γιατί τα τόσο ακραία καιρικά φαινόμενα απέτρεπαν τη μετακίνηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από τις πλατφόρμες στα κοντινότερα λιμάνια, τους περισσότερους μήνες του χρόνου, ακόμη και με παγοθραυστικά. Επιπλέον το τεράστιο κόστος κατασκευής αγωγών που θα μετέφεραν τους πόρους στα πλησιέστερα διυλιστήρια αντιμετώπιζαν σημαντικά εμπόδια. Η απόσταση και η συντήρηση τους δεν μπορούσαν να υποστηριχθούν καθώς θα εκτόξευαν την τιμή των παράγωγων προϊόντων, ενώ και ο καιρός δυσχέραινε οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως δύο παράγοντες ανέτρεψαν τις αντικειμενικές δυσκολίες προσφέροντας νέα κίνητρα, τόσο στα κράτη όσο και στους ίδιους τους επενδυτές.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη αφενός, η οποία οδήγησε στην τήξη του μεγαλύτερου μέρους των πάγων, τουλάχιστον κατά τους θερινούς μήνες. Το γεγονός αυτό πέρα από τη διεθνή ναυσιπλοΐα, ήρθε για να αλλάξει τόσο το κόστος των μεταφορών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή όσο και την συντήρηση των υποθαλάσσιων αγωγών. Αφετέρου, η πρωτοποριακή τεχνολογία που ανέπτυξε η Νορβηγική πετρελαϊκή εταιρεία Statoil που ήρθε να ανατρέψει τις παραδοσιακές μεθόδους πλωτών πλατφορμών άντλησης. Η ίδια κατασκεύασε και τοποθέτησε ειδικά διαμορφωμένες, για μεγάλα βάθη, αντλίες που ρουφούν το φυσικό αέριο από το υπέδαφος και το στέλνουν απευθείας για επεξεργασία. Με αυτό τον τρόπο κατορθώθηκε να υπερκερασθεί οποιοδήποτε ζήτημα αφορούσε τόσο την πρόσβαση στα μεγάλα βάθη όσο και τα ζητήματα των μεταφορών.
Με τα νέα λοιπόν δεδομένα η Αρκτική αποκτά πλέον και παγκόσμιο ενδιαφέρον, με την περιοχή να καθίσταται και δικαιολογημένα ίσως, μια από τις σημαντικότερες ενεργειακές πηγές του κόσμου. H παρουσία άλλωστε μη αρκτικών παρατηρητών όπως χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ινδία, η Νότια Κορέα αλλά και η Κίνα στο Αρκτικό Συμβούλιο, το αποδεικνύει αυτό. Προκειμένου όμως να υπάρξει ειρηνική διευθέτηση των διαφορών που θα ανακύψουν αλλά και να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή διαχείριση και διατήρηση του φυσικού πλούτου της περιοχής που συνιστά, εκτός των άλλων, και μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, καθοριστικός αναμένεται να είναι ο ρόλος του Αρκτικού Συμβουλίου.
Η Πολυτίμη-Μαρία Βιντσιλαίου είναι απόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με κατεύθυνση τις Διεθνείς Σχέσεις και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα «Οικονομικά και Δίκαιο στις ενεργειακές αγορές» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές προσομοιώσεις και διεθνή συνέδρια, με διακρίσεις, ενώ έχει υπάρξει μέλος ερευνητικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στη μελέτη της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας.