Του Πελοπίδα-Παναγιώτη Κουλούρη,
Η Γαλλική Επανάσταση και η Γαλλική Αυτοκρατορία είχαν μεταβάλλει όχι μόνο τα σύνορα αλλά και το περιεχόμενο της Ευρώπης, καθώς εισήχθησαν νέες έννοιες, όπως ο αστικός κώδικάς, η κατάργηση των προνομίων, της δουλοπαροικίας, της δεκάτης, της φεουδαρχίας, η συνεκτική και συγκεντρωτική δημόσια διοίκηση, δικαστικοί θεσμοί αναδιοργανωμένοι κατα το γαλλικό πρότυπο, μεγαλύτερη θρησκευτική ανοχή – ολόκληρη η μακραίωνη δομή της μοναρχκής Ευρώπης είχε κατακρημνιστεί. Εκτός από τις θεσμικές αλλαγές, άλλαξαν και οι συνειδήσεις, διότι η Ευρώπη του 1815 «μιλούσε» μία νέα γλώσσα, της ελευθερίας, της ισότητας απέναντι στο νόμο, το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση είχαν γίνει αρχές, που εκφράζονταν ευρέως και με τέτοια βαρύτητα, ώστε οι Μονάρχες, που είχαν επιβληθεί στον Ναπολέοντα αναγκάστηκαν να τις επικαλεστούν για να ξεσηκώσουν τους λαούς τους εναντίον του «Γάλλου τυράννου».
Η αποχώρηση του Ναπολέοντα, προς Elba, βοήθησε σε μια ειρηνική διευθέτηση. Η επιστροφή στη «νομιμότητα» και στην «ομαλότητα» θα πραγματοποιούνταν με την παλινόρθωση των Βουρβόνων. Αυτή την εντύπωση είχαν οι πολέμιοι της Επανάστασης, που θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να “επιστρέψουν” 25 χρόνια πίσω. Συνεπώς, η παλινόρθωση των Βουρβόνων με τον Λουδοβίκο 18ο να ανέρχεται, πάλι, στον θρόνο με τη φυγή του Ναπολέοντα, εγγυάτο την επιστροφή στην «νομιμότητα» και δημιουργούσε τις προϋπόθεσεις για έναν μόνιμο διακανονισμό. Αυτός ήταν ο κύριος στόχος της Συνθήκης των Παρισίων (30/05/1814).
Με αυτήν την Συνθήκη η Γαλλία επέστρεφε στα σύνορα του 1792, παραχωρώντας τη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών δυτικά του Ρήνου και το Βέλγιο χωρίς να της επιβάλλουν κυρώσεις και ούτε της ζητήθηκε να επιστρέψει τους κλεμμένους αναγεννησιακούς θησαυρούς. Το ζητούμενο ήταν η συμφιλίωση χωρίς να δημιουργηθεί κλίμα αντεκδίκησης. Με την Συνθήκη, η Γαλλία θα επανατασσόταν στο παλαιό μοναρχικό καθεστώς. Για να συντονιστεί η «παλινόρθωση», και να δεσμευτούν τα ευρωπαϊκά κράτη στη διαμόρφωση της νέας τάξης, συνήλθε το Σεπτέμβριο του 1814 το Συνέδριο της Βιέννης. Οι προσκεκλημμένοι ήταν όλοι Χριστιανοί δημιουργώντας κλίμα χριστιανικής αδελφότητας και επιστροφής στο «imperium mundi», δηλαδή να επανασυνδεθεί η πολιτική με τη θρησκεία, όπως στον Μεσαίωνα.
Κύριο ρόλο από πλευράς της Μεγάλης Βρετανίας είχε ο Κάσλρη, ευέλικτος και επιτήδειος διπλωμάτης, με μία ψυχρή εξωτερική εμφάνιση, που αδιαφορούσε για το άκαμπτο πρωτόκολλο των διπλωματών του Παλαιού Καθεστώτος. Σπουδαίο ρόλο στο Συνέδριο είχε και ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, επιδέξιος και συνετός διπλωμάτης. Ο Μέτερνιχ αντιλαμβανόταν την ευρωπαϊκή ισορροπία διαφορετικά από τον Κάσλρη. Πρώτον, ο Μέτερνιχ μισούσε τη Γαλλική Επανάσταση και θεωρούσε ότι η ευρωπαϊκή ισορροπία μπορούσε να στηριχθεί σε μία συντηρητική Ευρώπη, στην οποία οποιαδήποτε διάθεση αλλαγής θα καταπνιγόταν και δεύτερον ο Μέτερνιχ εκτιμούσε πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μετά την αποκατάσταση του, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, παρά μόνο υπό την εγγύηση της Αυστρίας. Επί της αρχής, και οι δύο συμφωνούσαν, όχι όμως και με τις μεθοδεύσεις. Ωστόσο, κύριος εχθρός και των δύο ήταν ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, που, όχι άδικα, θεωρούσε εαυτόν ως πρωτεργάτη της συμμαχίας, που διέλυσε τον Ναπολέοντα.
Ο τσάρος, παρά τη συμμετοχή του στο Συνέδριο, έτρεφε τις ίδιες φιλοδοξίες με τον Ναπολέοντα, οραματιζόμενος μία ενωμένη Ευρώπη, όπου θα τεθεί ο ίδιος επικεφαλής. Επιπλέον, η Αυστρία και η Αγγλία ανησυχούσαν για το ενδιαφέρον του τσάρου για τον «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης», στον οποίο εξελισσόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, διότι επιθυμούσε να τεθεί επικεφαλής των ορθοδόξων λαών των Βαλκανίων – πράγμα, που τον έφερνε σε ανταγωνισμό με την Αυστρία, που θεωρούσε τη βαλκανική χερσόνησο ως δικό της χώρο επέκτασης. Συγχρόνως, ο Τσάρος, επεδίωκε τον έλεγχο των Στενών, δίνοντάς του διέξοδο στην ανατολική Μεσόγειο, που βρισκόταν υπό την απόλυτη ηγεμονία των Άγγλων.
ΕΔΑΦΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ
Τα ουσιαστικά αποτελέσματα του Συνεδρίου ήταν ότι αντανακλούσαν τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες και προτεραιότητες των νικητών, Οι βρετανικές αξιώσεις ήταν αποικιοκρατικής μορφής εξασφαλίζοντας ναυτικές βάσεις: τη νησίδα της Ελιγολάνδης, ανοικτά της Δανίας, τη Μάλτα και Ιόνια νησιά, που μαζί με το Γιβραλτάρ, που κατείχε ήδη, της κατέστησαν κυρίαρχο στη θάλασσα. Για να εμποδίσει οποιοδήποτε γαλλικό εγχείρημα προς τη φλαμανδική ακτή και στην Αμβέρσα προώθησε την σύσταση του Βασιλείου της Ολλανδίας, όπου προσαρτήθηκαν το Βέλγιο και το βασίλειο των Κάτων Χωρών, αναθέτοντας το θρόνο στον Οίκο της Οράγγης. Τέλος, με βρετανική παρέμβαση, η Ρηνανία, από γαλλικό προτεκτοράτο, δόθηκε στην Πρωσία, καθώς, τότε η Αγγλία θεωρούσε την Γαλλία ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ισορροπία, κάτι, για το οποίο η ιστορία την διέψευσε, καθώς η ενίσχυση της Πρωσίας την οδήγησε στο να παίξει σημαίνοντα ρόλο στον γερμανικό χώρο.
Στο Νότο, η Σαρδηνία προσάρτησε τη Γένοβα και τη Σαβοΐα, ενώ η Αυστρία ανέκτησε, την ηγεμονία της στη Βόρεια Ιταλία. Οι Αυστριακοί πήραν τη Λομβαρδία και Βενετία, την Τεργέστη και τις Δαλματικές ακτές και διόριζαν δικούς τους αρχιδούκες στην Πάρμα και την Φλωρεντία.
Η Αυστρία είχε αυξήσει την επιρροή, καθώς ήλεγχε, σχεδόν, πλήρως την Ιταλία. Ανετέθη στην Αυστρία η προεδρία της χαλαρής συνομοσπονδίας των 39 γερμανικών κρατιδίων. Ήταν ένας εύσχημος τρόπος για την διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που, εκτός από τους Αυστριακούς, κανένας δεν ήθελα να ανασυστήσει. Ο σημαντικότερος για την ανάθεση της προεδρίας ήταν ότι θα εξισορροπούνταν οι γερμανικές δυνάμεις – Πρωσία και Αυστρία – κάτι, που θεωρούσαν σκόπιμο οι Βρετανοί, ώστε καμιά από τις δύο να μην επιβληθεί σε ολόκληρη τη Γερμανία. Η Βρετανία και η Δανία αποκτούσαν δικαίωμα στη συνομοσπονδία, η πρώτη, διότι ο βασιλιάς τής ήταν και βασιλιάς του Αννόβερου και η δεύτερη, λόγω της ύπαρξης δανέζικης κοινότητας στο κρατίδιο του Schlewig, ενισχύοντας την άποψη ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις επεδίωκαν να ελέγχουν τις εξελίξεις στη Γερμανία.
Δύο βασικά ζητήματα ήταν η Σαξονία και η Πολωνία. Η Πρωσία απαιτούσε την προσάρτηση της πρώτης και η Ρωσία της δεύτερης. Ωστόσο, η Αυστρία αντιδρούσε, καθώς δεν την συνέφερε η, περαιτέρω επέκταση της Πρωσίας, και η Γαλλία, που είχε εναποθέσει πολλές ελπίδες στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου πολωνικού κράτους. Μετά από έντονες αντιπαραθέσεις, συμφώνησαν στην προσάρτηση των 2/3 της Σαξονίας στη Ρηνανία, δηλαδή, στην Πρωσία και την δημιουργία ενός πολωνικού κράτους ως συνταγματικό βασίλειο, υπαγόμενο στον Τσάρο. Η αντιμετώπιση για την Πολωνία, κατεδείκνυε την γενικότερη αντίληψη, που επικρατούσε στο Συνέδριο με την πλήρη αδιαφορία για τις επιθυμίες των λαών, για την τύχη των οποίων αποφάσιζαν. Οι λαοί της Ευρώπης αντιμετωπίστηκαν με τον παλιό τρόπο, σαν «ψυχές», όπως έλεγαν οι Σύνεδροι, παρά σαν πολίτες με δική τους βούληση.
Η Ρωσία χωρίς να λάβει όσα επιθυμούσε είχε τα μεγαλύτερα κέρδη, καθώς είχε υπό την επίβλεψή του ο Τσάρος την Πολωνία αυξάνοντας, έτσι, την διείσδυσή τής στην κεντρική Ευρώπη. Η απόκτηση της Φινλανδίας στο Βορρά και της Βεσσαραβίας – που αφαιρέθηκε από τον Σουλτάνο – στο Νότο, την έφεραν προς τους δύο θαλάσσιους χώρους, που περιβάλλουν την ευρωπαϊκή ήπειρο, που ονειρευόταν να εξουσιάσει.
Η Πρωσία πήρε την σουηδική Πομερανία και το μεγαλύτερο μέρος της Ρηνανίας. Η Αυστρία ανακτά το Τυρόλο και το Σάλτζμπουργκ εις βάρος της Βαυαρίας, όπως ήταν προ Γαλλικής Επανάστασης. Η Σουηδία χάνοντας τη σουηδική Πομερανία προς όφελος της Πρωσίας και την Φινλανδία προς όφελος της Ρωσίας, πήρε σε αντιστάθμισμα τη Νορβηγία. Και αυτή η διευθέτηση αποτέλεσε απόδειξη ότι οι σύνεδροι αντιμετώπιζαν τους λαούς ως αντικείμενα, που η αγορά τους διαπραγματευόταν σε ένα παζάρι. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα επιστροφής στη διπλωματία του 18ου αιώνα.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ
Η επιστροφή σε έναν κόσμο, που είχε καταδικαστεί από την Γαλλική Επανάσταση, ενθάρρυναν τον Ναπολέοντα να επανέλθει. Στις 7 Μαρτίου 1815, και ενώ το Συνέδριο της Βιέννης συνέχιζε τις διαβουλεύσεις, ο Ναπολέων επέστρεφε στη Γαλλία και ο Λουδοβίκος 18ος ετρέπετο σε φυγή. Αυτό σηματοδότησε την τελευταία αναλαμπή του Ναπολέοντα, το «καθεστώς των 100 ημερών». Ωστόσο, η επιστροφή τού από την Elba δεν μπόρεσε να ανατρέψει τα νέα δεδομένα και να εμφυσήσει νέα πνοή στον βοναπαρτισμό. Στη μάχη του Βατερλώ, στις 14 Ιουνίου, οι αγγλο – ολλανδο – πρωσικές δυνάμεις έδωσαν τη χαριστική βολή στις ναπολεόντειες δυνάμεις. Πλέον, οι σύμμαχοι δεν επρόκειτο να επιδείξουν επιείκια. Ο Ναπολέων εκτοπίστηκε στην Αγία Ελένη, όπου πέθανε το 1821. Επίσης, με τη Δεύτερη Συνθήκη των Παρισίων (11/1815), η Γαλλία αναγκαζόταν να παραχωρήσει την επαρχία του Σάαρ και της Σαβοΐας, να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις 700εκ. φράγκων και να τεθεί υπό κατοχή από 3 έως 5 χρόνια και οι κλεμμένοι θησαυροί έπρεπε να επιστραφούν στους νόμιμους κατόχους. Το κλίμα είχε μεταστραφεί τόσο, ώστε η Γαλλία κινδύνεψε να χάσει την Αλσατίας και την Λωρραίνη, που διεκδικούσε η Πρωσία. Ωστόσο, η Βρετανία αντέδρασε αρνητικά σ’ αυτήν την απαίτηση για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί δεν ήθελε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η Πρωσία, δηλαδή να διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Πρωσίας – Γαλλίας και, δεύτερον, γιατί η απώλεια αυτών των επαρχιών θα καθιστούσε προβληματική τη θέση του Λουδοβίκου 18ου, το κύρος του οποίου προσπαθούσαν να ενισχύσουν.
Βιβλιογραφία:
-Πάνος Τσακαλογιάννης, Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία – Από τη Βαστίλλη στον 21ο αιώνα, Τόμος Ά, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.
-Serge Berstein – Pierre Milza, Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνων 1815 – 1919, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.