19.4 C
Athens
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΣυνεντεύξειςΟ επίκουρος καθηγητής του ΑΠΘ, Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης μιλάει στο offlinepost για την...

Ο επίκουρος καθηγητής του ΑΠΘ, Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης μιλάει στο offlinepost για την Συμφωνία των Πρεσπών και σημαντικά ακόμη διεθνολογικά ζητήματα

Συνέντευξη στην Τερψιθέα Παπανικολάου,

Η ομάδα του Off Line Post, με ανανεωτική διάθεση, προχώρησε στην δημιουργία μιας νέας θεματικής κατηγορίας, αυτής των συνεντεύξεων. Για αυτόν το λόγο, απευθύνθηκε σε έναν ευρύ κύκλο ακαδημαϊκών αλλά και γενικότερα, ανθρώπων του πνεύματος, ώστε να εκφράσουν την άποψή τους πάνω σε ποικίλα ζητήματα της επικαιρότητας. Στην πρώτη αυτή συνέντευξη, ο κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και μεταξύ άλλων, σύμβουλος για ζητήματα Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο NATO Rapid Deployable Corps (NRDC-GR) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, μας παρέχει την δική του άποψη υπό την σκοπιά του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, γύρω από το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, την παραίτηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών και σημαντικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και τον ευρύτερο διεθνή χώρο.

1. Επειδή το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει σχετικά, θα θέλαμε να μας πείτε με λίγα λόγια τι περιλαμβάνει η Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι τελικά επωφελής ή όχι για την ελληνική πλευρά;

H Συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να είναι πιο λιτό κείμενο, εννοώ με λιγότερες διατάξεις, και πιο ακριβές, διότι αυτό που επειγόταν να ρυθμίσει, είναι το ζήτημα του ονοματολογικού και όχι η ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών. Συνεπώς, οτιδήποτε άλλο πέρα από τη διαφορά για το ονοματολογικό και τα συναφή ζητήματα συνομολογείται παρεμπιπτόντως και μοιάζει με περισπασμό. Αναμφίβολα, η στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δυο κρατών είναι παραπάνω από θεμιτή, ωστόσο θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας διαφορετικής συμφωνίας που θα έπρεπε να είχε προηγηθεί της τελικής επίλυσης του κεντρικού ζητήματος της διαφοράς. Το κατά πόσο η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ωφέλιμη για την Ελλάδα, πρέπει να αξιολογηθεί με αφετηρία όχι μόνο το χρονικό διάστημα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά και με βάση την ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στο αφήγημα του «μακεδονισμού» τόσο απέναντι στο νεοπαγές κράτος της πΓΔΜ όσο και απέναντι στην ίδια την Γιουγκοσλαβία. Δεν ωφελεί να διαχωρίζουμε το ζήτημα του «μακεδονισμού» από το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε.

Η επιλογή του ονόματος καθώς και ο τρόπος με τον οποίον μεταχειριστήκαμε τη λογική του erga omnes είναι λανθασμένη και ανατρέπει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε βάθος χρόνου. Το erga omnes και η σύνθετη γεωγραφική ονομασία σημαίνει ότι το γειτονικό μας κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί έναν γεωγραφικό προσδιορισμό ενώπιον του συνόλου της διεθνούς κοινότητας, χωρίς εξαιρέσεις. Όμως αυτή η υποχρέωση δεν διασφαλίζεται επιτυχώς με τη Συμφωνία, και αυτό σημαίνει πως κράτη με τα οποία έχει ανοικτά μέτωπα η ελληνική διπλωματία, όπως η Τουρκία, ή ακόμη και η Ρωσία, θα μπορούσαν να δημιουργούν προβλήματα υιοθετώντας τον όρο «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αντί του συμφωνημένου «Βόρεια Μακεδονία». Πολύ δε περισσότερο, αυτό που εμείς παρουσιάζουμε ως erga omnes δεν είναι γνησίως erga omnes αλλά ανατρέπεται από τις διατάξεις που αφορούν π.χ. στο ζήτημα της υπηκοότητας και της γλώσσας. Εκεί έχουμε ζητήματα που τα προσπεράσαμε με υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις. Έχουμε, λοιπόν, ένα κράτος που προσδιορίζεται ως «Βόρεια Μακεδονία», όμως οι κάτοικοί του έχουν έναν νομικό δεσμό με αυτό το κράτος, που τους αποδίδει την υπηκοότητα Μακεδόνας/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας και έτσι τελικά αναγνωρίζουμε μακεδονική εθνότητα. Σε επίπεδο διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής πρόκειται για ένα λάθος με τεράστιες διαστάσεις. Υπενθυμίζουμε, πως η Βουλγαρία έχει επίσης υπογράψει μια παρόμοια συμφωνία με την πΓΔΜ, ήδη από τον Αύγουστο του 2017, στην οποία δεν αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα, διότι έχει την πάγια πολιτική ενός αιώνα σύμφωνα με την οποία υπάρχουν μόνο βουλγαρόφωνοι Μακεδόνες που κατοικούν πέρα από τα σημερινά σύνορα της Βουλγαρίας. Επιπλέον, και το ζήτημα της γλώσσας έχει προσεγγιστεί λάθος από την πλευρά μας, διότι μακεδονική γλώσσα δεν υπάρχει και δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από την ελληνική πολιτεία. Αναμφίβολα, υπήρχε μακεδονική γλώσσα εντός της Γιουγκοσλαβίας, όμως η μονομερής (γιουγκοσλαβική) επίκλησή της σε ένα συνέδριο υπηρεσίας του ΟΗΕ που διοργανώθηκε στην Αθήνα το 1977 δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση την αναγνώριση μιας τέτοιας γλώσσας ούτε από εμάς, ούτε από κάποιο άλλο κράτος.

Επομένως, η αναγνώριση της ύπαρξης μακεδονικής εθνότητας μέσα από την απονομή «μακεδονικής» υπηκοότητας και της αντίστοιχης γλώσσας, καθιστά προβληματική την «επιτυχία» του σύνθετου γεωγραφικού προσδιορισμού erga omnes. Πρέπει να αντιληφθούμε, ότι εκτός από την ονομασία του κράτους, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν και η εθνική συνείδηση και η ταυτότητα που καλλιεργούνται με βάση την εθνότητα και τη γλώσσα. Συνεπώς, στο γειτονικό κράτος με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συμβιώνουν διάφορες εθνοτικές ομάδες, με κυρίαρχη τους «Μακεδόνες» που θα μιλούν «μακεδονική» γλώσσα και αυτονόητα θα συνεχίζουν να καλλιεργούν το αφήγημα του «μακεδονισμού» με τη διαφορά πως πλέον υποχρεώνονται να εξαιρέσουν από αυτό τον Μέγα Αλέξανδρο και να τερματίσουν την αλυτρωτική προπαγάνδα σε βάρος της Ελλάδας. Συνολικά λοιπόν, εκτός από το γεγονός ότι δεν βλέπω κάποια σημαντικά κέρδη για την Ελλάδα, η Συμφωνία των Πρεσπών κομίζει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει, και μάλιστα με τρόπο που ανατρέπει τη συνεπή ελληνικη εξωτερική πολιτική σε βάθος χρόνου. Εννοείται, πως όλοι επιθυμούμε την εξομάλυνση των διμερών μας σχέσεων, αλλά αυτή δεν μπορεί να επέλθει υπό το καθεστώς ξαφνικής πίεσης και εξακολουθώντας να κρύβουμε σκελετούς στις ντουλάπες και να τους βαφτίζουμε κιόλας.

2. Βλέπουμε ότι ένα διμερές ζήτημα, όπως αυτό ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ, έχει εξελιχθεί τελευταία σε διεθνές. Πώς πιστεύετε, ότι θα επηρεάσει αυτό την πορεία της συμφωνίας από το διαπραγματευτικό στάδιο ως σήμερα;

Η διαφορά είναι αναμφισβήτητα διμερής, αφού εμπλέκει τα δύο κράτη από την στιγμή που τέθηκε το ονοματολογικό ζήτημα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Φυσικά, η διαφορά υπήρχε και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ήταν χαμηλής έντασης και περιορισμένης εμβέλειας, αφού ενέπλεκε την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, της οποίας η πΓΔΜ ήταν μέρος. Από την στιγμή που η τελευταία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της και απέκτησε πολιτειακή υπόσταση, το αφήγημα του «μακεδονισμού» ανέδειξε τη σθεναρή αντίθεση της Αθήνας που εκδηλώθηκε και με την επιβολή αντίμετρων. Η διεθνής κοινότητα ενεργοποιήθηκε σε θεσμικό επίπεδο, και τα δύο εμπλεκόμενα κράτη ανέλαβαν να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαφορά σύμφωνα με τις δύο σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 και στο πλαίσιο της διαδικασίας παροχής «καλών υπηρεσιών» από τον Ειδικό Αντιπρόσωπο του γ.γ. του ΟΗΕ. Οι προσπάθειες του τελευταίου δεν απέδωσαν, ειδικά κατά τη διάρκεια της πολιτικής «εξαρχαϊσμού» και της αλυτρωτικής ρητορείας που υιοθέτησε η κυβέρνηση του Νίκολα Γκρουέφσκι. Έτσι, η πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή στα Σκόπια αντιμετωπίστηκε ως παράθυρο ευκαιρίας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, γεγονός που ερμηνεύει την μάλλον ξαφνική αναθέρμανση της προσπάθειας επίλυσης, με την εντατικοποίηση των διπλωματικών επαφών σε επίπεδο υπουργών εξωτερικών και πρωθυπουργών των δύο κρατών.

Η διεθνοποίηση της διαφοράς με την πΓΔΜ είναι ωφέλιμη για την Ελλάδα, στον βαθμό που η Αθήνα μπορεί πράγματι να εκμεταλλευτεί τα διεθνή ερείσματά της και την υπεροχή της στη διπλωματική διελκυστίνδα με την πΓΔΜ με την συνομολόγηση μιας συμφέρουσας συμφωνίας. Μια καλή συμφωνία για την Ελλάδα στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας και ειδικά στο θεσμικό επίπεδο που περιλαμβάνει τον ΟΗΕ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να εγγυηθεί τη συμμόρφωση της πΓΔΜ και αναμφισβήτητα θα ήταν θεμιτή. Όμως, μια συμφωνία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και εξυπηρετεί τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και συνεπώς την άσκηση μικροπολιτικής και στις δύο πλευρές των συνόρων (ήδη διαμορφώνει τις πολιτικές εξελίξεις και στις δύο χώρες), ουσιαστικά αντικατοπτρίζει μόνο τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούν την κατάσταση οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι και επισπεύδοντες, και εγγράφει τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη της διαφοράς και στο μέλλον. Συνεπώς, η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα ακόμη επεισόδιο σε μια διαφορά που απλώνει ρίζες σε ιστορικό βάθος, και δεν πρόκειται να επιλύσει με τρόπο οριστικό ζητήματα που βρίσκονται πέρα από νομοτεχνικές επινοήσεις.

3. Ποιος είναι ο ρόλος της αλβανικής μειονότητας της πΓΔΜ στην συμφωνία των Πρεσπών;

Για τον αλβανικό πληθυσμό της πΓΔΜ, ο οποίος είναι σαφώς μεγαλύτερος από το ποσοστό που καταμετρήθηκε στην απογραφή του 2002, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια σπουδαία ευκαιρία. Πρώτον, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τα αλβανικά πολιτικά κόμματα αναδεικνύονται σε ρυθμιστικό παράγοντα της πολιτικής ομαλότητας, αφού οι ψήφοι των βουλευτών των αλβανικών κομμάτων της συμπολίτευσης συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ολοκλήρωση του οδικού χάρτη που προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών. Υπό αυτή την έννοια, οι αλβανικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις έχουν την ευκαιρία να αναβαθμιστούν και να διεκδικήσουν και τον ρόλο ενός αυτόνομου συνομιλητή με την αμερικανική και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Δεύτερον, η Συμφωνία των Πρεσπών προσφέρει την ευρωπαϊκή προοπτική, αφού εντός της ΕΕ οι αλβανικοί πληθυσμοί που βρίσκονται σε τρεις διαφορετικές περιοχές (Αλβανία, πΓΔΜ και Κοσσυφοπέδιο) θα μπορούν να βιώσουν την εθνική ολοκλήρωσή τους χωρίς ένοπλες συγκρούσεις και τη βίαιη αλλαγή συνόρων. Βέβαια, αντίστροφα, η εξάλειψη της ευρωπαϊκής προοπτικής για τους αλβανικούς πληθυσμούς θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάφλεξη στην ευρύτερη περιοχή, ένα ενδεχόμενο που αποσοβήθηκε με τη Συμφωνία της Αχρίδας (2001) και τον τερματισμό της σύντομης ένοπλης σύρραξης ανάμεσα στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό των Αλβανών και τις κυβερνητικές δυνάμεις της πΓΔΜ. Συνεπώς, η Συμφωνία των Πρεσπών έχει και έναν ρόλο εγγυητικό που προωθεί την ειρήνη και την σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια. Ειδικά για τον αλβανικό πληθυσμό στην πΓΔΜ, η Συμφωνία των Πρεσπών κομίζει ευκαιρίες και κέρδη, χωρίς ουσιαστικά να υποχρεώνονται σε κάποια παραχώρηση ή συμβιβασμό.

4. Πώς πιστεύετε ότι επηρεάζει η συμφωνία των Πρεσπών τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Από μόνη της η Συμφωνία των Πρεσπών δεν επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θεωρητικά, με τη Συμφωνία προωθούνται οι διμερείς σχέσεις Αθηνών-Σκοπίων σε οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό επίπεδο και περιορίζεται ως έναν βαθμό ο χώρος και η ένταση άσκησης της τουρκικής επιρροής στην πΓΔΜ. Ωστόσο, για να συμβεί πραγματικά κάτι τέτοιο, χρειάζονται ουσιαστικές πολιτικές, που δεν προϋποθέτουν απαραίτητα μια συμφωνία, όπως αυτή των Πρεσπών. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με την πΓΔΜ και χωρίς να επιλύσουμε το ονοματολογικό. Επιπλέον, η διείσδυση της Τουρκίας στην πΓΔΜ θα συνεχιστεί, διότι η Άγκυρα διαθέτει ερείσματα στους τουρκογενείς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην περιοχή και την οικονομική ισχύ για να αρμολογήσει ισχυρότερους δεσμούς και σχέσεις εξάρτησης με την πΓΔΜ. Παρομοίως, η Βουλγαρία χρησιμοποίησε την άσκηση της εξάμηνης Προεδρίας της στην ΕΕ με τρόπο, ώστε να ενισχύσει τα δικά της ερείσματα και το αφήγημα του «βουλγαρισμού» εντός της πΓΔΜ. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι σε διπλωματικό επίπεδο, αν η Άγκυρα αξιολογήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών ως απόδειξη διαπραγματευτικής αδυναμίας της ελληνικής πλευράς, τότε θα προσθέσει περισσότερη πίεση στην ήδη μαξιμαλιστική πολιτική της απέναντι στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, αν η τουρκική ηγεσία κρίνει τη Συμφωνία των Πρεσπών ως διπλωματική ήττα, ή έστω ως υποχώρηση της Ελλάδας, είναι λογικό να αυξήσει την ένταση στις περιοχές ενδιαφέροντός της.

5. Πώς κρίνετε τις έως τώρα αντιδράσεις Ουάσινγκτον, Βερολίνου και Μόσχας σχετικά με το ζήτημα της προσαρμογής των συνόρων ανάμεσα σε Κοσσυφοπέδιο και Σερβία και ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας;

Η συναινετική/ειρηνική αλλαγή των συνόρων σε μια περιοχή όπως τα Βαλκάνια είναι μια επικίνδυνη επιλογή. Νομικά είναι δυνατή, ωστόσο πολιτικά ενδέχεται να ανοίξει τον Ασκό του Αιόλου και να πυροδοτήσει παρόμοια αιτήματα, ιδιαίτερα σε περιοχές με εθνοτικούς ανταγωνισμούς ή εύθραυστες ισορροπίες, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η πΓΔΜ. Ακόμα κι αν υποθέσουμε, ότι το Βελιγράδι και η Πρίστινα αναλαμβάνουν σχετική πρωτοβουλία και επιδιώκουν την ανταλλαγή εδαφών, θα δημιουργηθεί η ευκαιρία για διπλωματικό παίγνιο και ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις τους από τις πρωτεύουσες στις οποίες αναφερθήκατε. Ωστόσο, δεν είναι όλοι έτοιμοι για ένα τέτοιο επίπεδο διπλωματικής έντασης, ενώ υπάρχουν άλλες προτεραιότητες και πολιτικές. Συνεπώς, η Ουάσινγκτον και το Βερολίνο έχουν κάθε λόγο να μην διακινδυνεύσουν την σταθερότητα στα Βαλκάνια, και μαζί τη διαδικασία επέκτασης της νατοϊκής συμμαχίας και του εξευρωπαϊσμού των υποψήφιων για ένταξη στην ΕΕ κρατών. Αντίθετα, η Μόσχα αναζητά ευκαιρίες για να δημιουργήσει ερείσματα και να επεκτείνει τους χώρους άσκησης επιρροής στα Βαλκάνια, αφού αντιμετωπίζει την περιοχή ως φυσική διέξοδο στον χώρο της Μεσογείου.

6. Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με την απόφαση μετατροπής της αεροπορικής βάσης του Κουτσόβο της Αλβανίας σε βάση του ΝΑΤΟ;

Η Αλβανία είναι κράτος-μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Συνεπώς, είναι μάλλον φυσιολογική εξέλιξη η κατασκευή νατοϊκών υποδομών που θα υποστηρίζουν τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς της Συμμαχίας. Προφανώς, η δημιουργία νατοϊκής αεροπορικής βάσης προσθέτει στρατηγική αξία στην Αλβανία, αλλά την ίδια στιγμή δημιουργεί ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης με τις όμορες χώρες. Για παράδειγμα, ο αλβανικός εναέριος χώρος εποπτεύεται από την ελληνική και την ιταλική πολεμική αεροπορία. Επιπλέον, η νατοϊκή αεροπορική βάση θα υποβαθμίσει εκ των πραγμάτων τα δικαιώματα χρήσης που διαθέτει η Τουρκία στον ναύσταθμο Πασαλιμάνι στον κόλπο του Αυλώνα. Με άλλα λόγια, η σταδιακή πρόσδεση της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ με την κατασκευή σημαντικών νατοϊκών υποδομών, όπως η αεροπορική βάση στο Κουτσόβο, θα μειώσει τη σημασία των πλεονεκτημάτων που έχει εξασφαλίσει η Τουρκία.

7. Τι καλείται ως ΑΟΖ κατά το διεθνές δίκαιο και τι συμβαίνει ανάμεσα σε εμάς την Κύπρο και την Τουρκία; Γιατί έχει πάρει τόση δημοσιότητα το ζήτημα τελευταία; Τι δικαιώματα και για ποιους προβλέπει το διεθνές δίκαιο;

Ανοίγετε ένα αρκετά μεγάλο κεφάλαιο της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο οποίο θα επιχειρήσω να απαντήσω σύντομα και περιεκτικά. Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) είναι μια θαλάσσια περιοχή 200 ναυτικών μιλίων που οριοθετείται με αφετηρία τη φυσική ακτογραμμή ή τις ευθείες γραμμές βάσης ενός παράκτιου κράτους. Ενώ η υφαλοκρηπίδα υπάρχει εξαρχής ως γεωλογικό φαινόμενο που περιγράφει την προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και χρειάζεται μόνο οριοθέτηση, όταν υπάρχει επικάλυψη με την υφαλοκρηπίδα άλλου κράτους, η ΑΟΖ αφορά στην υδάτινη στήλη από τον πυθμένα ως την επιφάνεια της θάλασσας και πρέπει πρώτα να ανακηρυχθεί και στη συνέχεια να οριοθετηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος. Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει υφαλοκρηπίδα τόσο στο Ιόνιο όσο και στο Αιγαίο Πέλαγος· την υφαλοκρηπίδα στο Ιόνιο την έχει οριοθετήσει με την Ιταλία ήδη από το 1977 διότι οι δύο υφαλοκρηπίδες αλληλεπικαλύπτονται (άρα η απόσταση ανάμεσα στις αντικείμενες ακτές είναι μικρότερη από 400 ναυτικά μίλια), ενώ δεν το έχει κάνει με την Τουρκία στο Αιγαίο εξαιτίας των τουρκικών διεκδικήσεων (η Τουρκία θεωρεί πως τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, αλλά επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα).

Αναφορικά με την ΑΟΖ, η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε ανακήρυξή της και συνεπώς δεν εγείρεται ζήτημα οριοθέτησής της με τα έξι όμορα κράτη που διαθέτουν ακτογραμμές και η ΑΟΖ των οποίων αλληλεπικαλύπτεται με την ελληνική, εφόσον αυτή ανακηρυχθεί. Μέσα στα όρια της ΑΟΖ –και της υφαλοκρηπίδας– δεν υπάρχει πλήρης κυριαρχία, όπως στην αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά ασκούνται μόνο κυριαρχικά δικαιώματα π.χ. η έρευνα, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, και η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους. Επίσης, στην ΑΟΖ διεξάγεται επιστημονική έρευνα και τα κράτη που την ανακηρύσσουν έχουν υποχρέωση να μεριμνούν για την προστασία του περιβάλλοντος και των αλιευμάτων, αλλά και την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Η δε ανάδειξη της ΑΟΖ στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων σχετίζεται με την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ, τα οποία είναι εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα και εύλογα συνεπάγονται την αύξηση του ΑΕΠ και την ενίσχυση της στρατηγικής σημασίας της Κύπρου. Παράλληλα, υφίσταται και η μάλλον βάσιμη προσδοκία ανακάλυψης αντίστοιχων κοιτασμάτων σε περιοχές του Αιγαίου που βρίσκονται εκτός της ελληνικής κυριαρχίας, δηλαδή πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη που έχει εύρος 6 ναυτικά μίλια.

Φυσιολογικά λοιπόν, η Τουρκία επιθυμεί να αποτρέψει την ανακήρυξη ΑΟΖ και από την Ελλάδα, που θα της επέτρεπε να «ενώσει» τα αντίστοιχα κυριαρχικά δικαιώματά της με αυτά της Κύπρου, και έτσι να περιορίσουν δραστικά την πρόσβαση της Τουρκίας σε αυτούς τους φυσικούς πόρους και να μειώσουν την ούτως ή άλλως δεδομένη στρατηγική αξία της. Άλλωστε, η προοπτική δημιουργίας υποθαλάσσιου αγωγού για τη μεταφορά φυσικού αερίου από τα ισραηλινά κοιτάσματα και διαμέσου των ΑΟΖ Κύπρου και Ελλάδας στην Ευρώπη, παρακάμπτει την Τουρκία και ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση των ανταγωνιστών της. Γι’αυτό τον λόγο, η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί πίεση με κάθε τρόπο στην κυπριακή ΑΟΖ και στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης (Καστελλόριζο) που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τον θαλάσσιο χώρο που μπορεί και έχει δικαίωμα να ανακηρύξει ως ΑΟΖ η Ελλάδα.

8. Πώς αξιολογείτε την ικανότητα της ΕΕ να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ;

Δεν νομίζω πως η ΕΕ αποτελεί τον κρίσιμο θεματοφύλακα της συμφωνίας, ή έστω τον αποτελεσματικό εγγυητή της. Χωρίς τις ΗΠΑ ουσιαστικά δεν υπάρχει συμφωνία, ενώ η ΕΕ θα προσπαθήσει απλά να αποφύγει την κλιμάκωση, και να αποτελέσει τη γέφυρα για μια μελλοντική προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν κάτω από διαφορετικές διεθνοπολιτικές συνθήκες. Ο αμερικανός Πρόεδρος αποφάσισε να μεταφέρει το βάρος του Άξονα του Κακού στο Ιράν, και να προσεγγίσει την Βόρεια Κορέα. Διαφοροποιείται ολοκληρωτικά σε σχέση με τις επιλογές του προκατόχου του, γεγονός που υποδηλώνει είτε την αναθεωρητική πρόθεσή του να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους του παιχνιδιού είτε την μεταρρυθμιστική προσπάθειά του να ιεραρχήσει τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ επιλέγουν τη συμπαράταξη με τη σουνιτική Σαουδική Αραβία απέναντι στο σιιτικό Ιράν που συνεργάζεται στον κινεζικό Δρόμο του Μεταξιού, ενώ παράλληλα με το άνοιγμα στην Βόρεια Κορέα επιχειρούν να ασκήσουν πίεση στην Κίνα, η οποία «αλωνίζει» λίγο πιο κάτω, στη Νότια Σινική Θάλασσα, μετατρέποντας υφάλους και τεχνητά νησιά σε στρατιωτικές βάσεις και προκεχωρημένες γραμμές άσκησης κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων σε παράνομες θαλάσσιες ζώνες. Συνεπώς, όσο οι ΗΠΑ ασχολούνται με το σκληρό διπλωματικό παιχνίδι, παράμετρος του οποίου είναι και το Ιράν, η ΕΕ παραμένει αμέτοχη, ώστε να εξασφαλίσει την καλή έξωθεν μαρτυρία και να λειτουργήσει ως επιτήδειος γεφυροποιός ανάμεσα στα δίπολα έντασης που φαίνεται να επιδιώκει με αποφασιστικότητα η αμερικανική εξωτερική πολιτική.

9. Πως επηρεάζονται οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας μετά την απελευθέρωση του πάστορα Άντριου Μπράνσον;

Η Τουρκία προσπαθεί να εξομαλύνει τις πολλαπλά διαταραγμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ χωρίς να πληγεί το γόητρό της, ή έστω να δείξει ενδοτισμό. Η απελευθέρωση του αμερικανού πάστορα θεωρείται από τις ΗΠΑ αυτονόητη ενέργεια, και μάλιστα συνέβη με αρκετή καθυστέρηση. Προφανώς, το επίμονο τουρκικό αίτημα έκδοσης του ιμάμη Φετιουλάχ Γκιουλέν δεν αντιμετωπίστηκε από τις ΗΠΑ ως το ισοδύναμο της απελευθέρωσης του πάστορα Μπράνσον. Άλλωστε, οι ΗΠΑ παγίως δεν διαπραγματεύονται, αλλά απαιτούν την ελευθερία των πολιτών τους. Βέβαια, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει την πολυτέλεια να πιέζει τις ΗΠΑ για να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, εκμεταλλευόμενος την κρίσιμη στρατηγική θέση της χώρας του, ενώ την ίδια στιγμή θα εξακολουθεί να παραπονιέται μονότονα και καθόλου πειστικά για χώρες της Δύσης που υποθάλπουν «γκιουλενιστές τρομοκράτες» οι οποίοι επιβουλεύονται τη δημοκρατία στην Τουρκία. Ωστόσο, υπάρχουν άλλα ζητήματα πολύ πιο σημαντικά, τα οποία εξακολουθούν να δοκιμάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, πάνω στα οποία η απελευθέρωση του αμερικανού πάστορα δεν ασκεί καμία επίδραση. Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις και η πολιτική της Τουρκίας στο συριακό ζήτημα βρίσκονται ιδιαίτερα ψηλά στην αξιολόγηση των ΗΠΑ, γεγονός που εύλογα προκαλεί έντονο διεθνοπολιτικό ενδιαφέρον και περιπλέκει το πολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή.

10. Ποιος είναι ο αντίκτυπος στις σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με ΗΠΑ και Τουρκία από την δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι;

Φυσικά, η δολοφονία του σαουδάραβα δημοσιογράφου προκαλεί αμηχανία στις δυτικές κυβερνήσεις, ωστόσο δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι ειδικά στις στενές σχέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία. Πιθανόν, η Τουρκία θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει το ζήτημα για να εκθέσει τη Σαουδική Αραβία απέναντι στη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν ήδη διαλέξει στρατόπεδο, και γι’αυτό η Τουρκία δεν θα δημιουργήσει ακόμη μία εστία έντασης με τις ΗΠΑ, και δεν θα χρησιμοποιήσει με «εμπρηστικό» τρόπο τον θάνατο του σαουδάραβα δημοσιογράφου, εκτός κι αν βρει ακλόνητες αποδείξεις που θα συνέδεαν και συνεπώς θα εξέθεταν πέρα από κάθε αμφιβολία τη σαουδαραβική ηγεσία. Πάντως, μια κυβέρνηση που είναι εθισμένη στη δίωξη της ελευθεροτυπίας και συστηματικά γεμίζει τις φυλακές με δημοσιογράφους, θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να ασκήσει πειστική κριτική για τη θυματοποίηση ενός, έστω αλλοδαπού δημοσιογράφου.

11. Πώς αξιολογείτε την παραίτηση του έλληνα Υπουργού Εξωτερικών και τη δήλωση για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο Πέλαγος;

Η παραίτηση κάθε υπουργού πρέπει να είναι μια πολιτική πράξη ευθύνης, και τις περισσότερες φορές έχει αρκετές αναγνώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ΥΠΕΞ βρέθηκε ακόμη μια φορά αντιμέτωπος με την πολιτική Βαβέλ της συγκυβέρνησης και την υπέρβαση των αρμοδιοτήτων από άλλα χαρτοφυλάκια. Η Συμφωνία των Πρεσπών εξακολουθεί να παράγει διγλωσσία και εντάσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, ενώ αντίθετα στο Κοινοβούλιο των Σκοπίων παράγει ευρύτερες διακομματικές συναινέσεις. Στην Ελλάδα η Συμφωνία των Πρεσπών φαίνεται ότι προκαλεί κυβερνητικούς κλυδωνισμούς και πολιτική αστάθεια, ενώ στην πΓΔΜ λειτουργεί ως μοχλός πολιτικής εξομάλυνσης και σταθερότητας. Συνεπώς, ο έλληνας ΥΠΕΞ είχε τουλάχιστον δύο καλούς λόγους για να παραιτηθεί. Αυτονόητα, δεν είναι ανεκτή η επέμβαση τρίτων –εννοώ τον Υπουργό Άμυνας– στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και η προσπάθεια ουσιαστικής ακύρωσης της επίσημης θέσης, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΥΠΕΞ και τον Πρωθυπουργό. Επιπλέον, ίσως ο ίδιος ο ΥΠΕΞ αποφάσισε πως έφθασε η σωστή στιγμή για μια «ηρωική» και αξιοπρεπή έξοδο, ώστε να μην χρειαστεί να συνδιαχειριστεί μια κατάσταση πολιτικής κρίσης στο ελληνικό Κοινοβούλιο ενόψει της ψήφισης του κυρωτικού νόμου για τη Συμφωνία των Πρεσπών, και να αναλάβει έτσι τις πολιτικές ευθύνες που θα του αναλογούσαν, σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιλέξει τη λύση της προκήρυξης πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών για «σπουδαίο εθνικό λόγο». Πάντως σε κάθε περίπτωση, κανένα χαρτοφυλάκιο δεν είναι προσωποπαγές και το αποτύπωμα που κάθε υπουργός εύλογα επιθυμεί να αφήσει με το έργο του, είναι θεμιτό εφόσον δεν υποκύπτει σε προσωπικές φιλοδοξίες και αίρεται στο ύψος του δημόσιου αξιώματος που διακονεί και σέβεται το συνταγματικό και θεσμικό συγκείμενο.

Όσον αφορά στη δήλωση του πρώην ΥΠΕΞ για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο Πέλαγος από τους Οθωνούς ως τα Αντικύθηρα, πιστεύω ότι είναι λανθασμένη και έγινε βεβιασμένα. Σε τυπικό επίπεδο διαφωνώ, όχι μόνο γιατί η συγκυρία αναδεικνύει έναν προσωπικό ανταγωνισμό σε σχέση με πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ο οποίος έκανε λόγο για επικείμενη αναγνώριση (sic) ΑΟΖ, αλλά κυρίως διότι ένας απερχόμενος υπουργός οφείλει να είναι συγκρατημένος σε μια επίσημη τελετή παράδοσης-παραλαβής, αφού πλέον δεν ασκεί τα καθήκοντά του και δεν είναι σε θέση να δεσμεύει τον διάδοχό του με οιονεί προγραμματικές δηλώσεις, ειδικά μάλιστα όταν αυτός είναι ο Πρωθυπουργός και ex officio συμμετέχει στον σχεδιασμό και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Επί της ουσίας, η δήλωση του ΥΠΕΞ σχετικά με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο Πέλαγος, λειτουργεί ως έγκαιρη προειδοποίηση για την Τουρκία και στερεί την Ελλάδα από το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Επιπλέον, μια τέτοια αποσπασματική ενέργεια που εξαιρεί το Αιγαίο, θα μπορούσε να ενισχύσει το τουρκικό επιχείρημα αναφορικά με τις «ειδικές συνθήκες» για το Αιγαίο και να προσφέρει χώρο για τη θεμελίωση της σιωπηρής συναίνεσης της Ελλάδας, αν και η χώρα μας έχει δηλώσει ήδη το 1995 στα Ηνωμένα Έθνη με την κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, ότι θα επιλέξει τον χρόνο και τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων της που πηγάζουν από τη Σύμβαση, χωρίς αυτό να συνεπάγεται με οποιονδήποτε τρόπο την απεμπόλησή τους.

Τέλος, είναι προτιμότερο να επαναπροσδιοριστούν τα χωρικά μας ύδατα με την εγκατάλειψη της μεθόδου της φυσικής ακτογραμμής· συνεπώς, αρχικά με το κλείσιμο των κόλπων που έχουν άνοιγμα μέχρι 24 ναυτικά μίλια και τη χάραξη γραμμών βάσης σε όλο το μήκος των ελληνικών ακτογραμμών. Στη συνέχεια, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε 12 ναυτικά μίλια, συμπεριλαμβάνοντας και περιοχές του νότιου Αιγαίου που δεν μπορεί να διεκδικήσει η Τουρκία. Μ’ αυτό τον τρόπο θα αποδεικνύαμε ότι δεν εξαιρούμε το Αιγαίο από την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούμε από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Σε κάθε περίπτωση, είναι χρήσιμη η υπενθύμιση πως η επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη θάλασσα δεν αφορά μόνο τις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία. Το αυτό ισχύει και για την ΑΟΖ. Με άλλα λόγια, η νόμιμη άσκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο, το Ιόνιο και το Λιβυκό Πέλαγος, συνεπάγεται τον περιορισμό των διεθνών υδάτων/ανοιχτής θάλασσας, γεγονός που εκτός από την Τουρκία ενδιαφέρει και άλλους τρίτους, πολύ περισσότερους από τις υπόλοιπες όμορες χώρες (Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτος και Κύπρος).

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ