Της Μαρίας Λειβαδιώτη,
Στις μέρες μας, μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί η αδρανειακή κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος, η απραξία του και η αλαλία του. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι η κρίση στη χώρας μας προκάλεσε ανάλογη κρίση και στους κοινωνικούς θεσμούς, ενώ επέφερε ισχυρό πλήγμα, όχι μόνο στη λειτουργία του συνδικαλισμού, αλλά και σ’ αυτή καθ’ εαυτή νομιμοποίησή του! Η αδυναμία του να προβάλλει κάποιου είδους ισχυρή αντίσταση στα μνημονιακά μέτρα, διαμόρφωσε μια αντίληψη στον κόσμο της εργασίας, ότι ο ρόλος του συνδικαλισμού σε συνθήκες γενικής κρίσης σχεδόν μηδενίζεται. Και αυτό θεωρείται ότι είναι το πεδίο απονομιμοποίησης.
Βασικό στοιχείο, το οποίο συνέτεινε στη σημερινή παθητική εικόνα του συνδικαλισμού, είναι το γεγονός ότι τελικά το όλο εποικοδόμημά του ήταν διαμορφωμένο σε «κλαδική αντίληψη και πρακτική», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρξει ενοποιητική δράση, όταν τελικά έφτασε η στιγμή ύπαρξης ανατρεπτικών πολιτικών σε βάρος όλων των εργαζομένων. Κάθε κλάδος και κάθε επάγγελμα προσπάθησε να διαφυλάξει τα του οίκου του, αλλά κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά ανέφικτο και αντιπολιτικό. Από την άλλη πλευρά, η ενιαία δράση μέσα από τις τριτοβάθμιες Συνομοσπονδίες δε θα μπορούσε να έχει επίδραση επί των σαρωτικών αλλαγών στους εργασιακούς χώρους.
Ωστόσο, την πρώτη περίοδο, αλλά και κατά τη διάρκεια της κρίσης παρατηρήθηκαν αυτόνομες μαζικές αντιδράσεις φερόμενες να είναι πιο κοντά στις ανάγκες των εργαζομένων, οι οποίες εξέφραζαν οργή και αγανάκτηση. Σε αυτή την περίπτωση όμως, διαμορφώθηκε ένα κινήμα εύκολων επαναστατημένων, οπαδών της τυφλής βίας και του σκληρού ακτιβισμού, ενώ ταυτόχρονα αναπτύχθηκε ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα λαϊκισμού. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πολιορκία της ίδιας της Βουλής, η οποία άρχισε να παίρνει διαστάσεις γενικού ξεσηκωμού, οδήγησαν στην ολική υποβάθμιση και περιθωριοποίηση των συνδικάτων.
Στον αντίποδα, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που είχαν ιδεολογική συγγένεια με τα αριστερά και δεξιά κόμματα, μετά την άνοδο των οικείων κομμάτων τους στην εξουσία έπεφταν σε βαθύ κώμα.
Περιμένοντας τη λυτρωτική λύση των κομμάτων τους, όταν αυτά θα έπαιρναν την εξουσία απέδειξαν όχι μόνο πως αποτελούν έρμαια της χειραγωγημένης αντίληψής και πρακτικής των κομμάτων αυτών, ότι ποτέ δεν πίστεψαν στην κινηματική δράση, αλλά και ότι κινήθηκαν απόλυτα με κομματικά κριτήρια. Μάλιστα, μιλώντας για τη σημερινή περίπτωση της συμπεριφοράς των κυβερνητικών παραταξιακών σχημάτων σε ρόλο κομισάριου, διαμορφώνεται μια πρωτόγνωρη εικόνα κυνισμού, που μπροστά της ο παραδοσιακός “κυβερνητικός συνδικαλισμός” φαντάζει φοβερά αθώος.
Και για να πάμε σε μια χαρακτηριστική του όλου προβλήματος περίπτωση, ποιος θα μπορούσε πριν από την κρίση να εκτιμήσει και να πιστέψει ότι η ΟΛΜΕ των ιστορικών αγώνων και των τόσων και τόσων θέσεων και αποφάσεών της για την εκπαίδευση και για τον εκπαιδευτικό, θα είχε τη σημερινή εικόνα της πλήρους απραξίας και αδράνειας;
Οι δημαγωγικές κομματικές λαθροχειρίες μπορεί να έχουν πέραση στην πολιτική σκηνή, αλλά έρχεται πολύ σύντομα η Ιστορία για να επαναφέρει τον ορθολογισμό και την κριτική σκέψη. Σήμερα είμαστε σ’ αυτό το μεσοδιάστημα και ανεξάρτητα από την πορεία της κρίσης, ο συνδικαλισμός θα ανακάμψει μόνο, όταν υπάρξουν συσχετισμοί στο εσωτερικό του, που θα μπορούν να παίρνουν αποφάσεις και να εκφράζουν τους εργαζόμενους. Συνδικαλισμός χωρίς να παίρνει αποφάσεις δε νομίζω ότι έχει δημιουργηθεί σε κανένα σημείο της ανθρωπότητας και σε καμιά φάση της Ιστορίας.
Μέχρι τότε, συνδικαλιστική κινητικότητα θα υπάρχει κυρίως από το ΠΑΜΕ, που ναι μεν θα φαίνεται ότι νομιμοποιείται η απόφασή του για αυτόνομη δράση, αλλά θα ηττάται στρατηγικά, όχι γιατί δε θα μπορεί να απαντήσει μόνο του στα ερείπια που αφήνει η κρίση, ούτε γιατί δεν θα μπορεί να εκφράσει αντικειμενικά όλους τους εργαζόμενους, αλλά γιατί χωρίς γενικότερο κοινωνικό κίνημα τίποτα δε μπορεί να βλαστήσει σε ένα ερημωμένο τοπίο.
Φοιτήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ. Τα ενδιαφέροντα της εντοπίζονται στις Διεθνείς Σχέσεις και τις Πολιτικές των Ευρωπαϊκών χωρών. Καθημερινά, ασχολείται με ακαδημαϊκές δράσεις μέσα και έξω από τον χώρο του Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε μοντέλα προσομοίωσης Ηνωμένων Εθνών.