14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΦιλοσοφίαΌταν ο σεβασμός που απαίτησες έγινε ο σεβασμός που έχασες

Όταν ο σεβασμός που απαίτησες έγινε ο σεβασμός που έχασες

Του Κωνσταντίνου Ι. Γιαρέντη,

Disclaimer:

Προτού αρχίσετε την ανάγνωση, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι. Ό,τι διαβάσετε παρακάτω συναποτελείται από τις προσωπικές μου σκέψεις για το ζήτημα του σεβασμού. Στο παρακάτω κείμενο, αναλύω την άποψή μου για τον σεβασμό, που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ δύο καθημερινών ανθρώπων, όχι πολιτικών, όχι διασημοτήτων.

Τι ορίζουμε ως σεβασμό;

Σεβασμός, βάσει το Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών – 2014) είναι η εκτίμηση και ο θαυμασμός για κάποιον, λόγω των αρετών, των ικανοτήτων ή των επιτευγμάτων του.

Ο Σεβασμός συναρτήσει των συνοδεύοντων ρημάτων:

Ο σεβασμός, για να αποδειχθεί πώς πρέπει να παρέχεται, πρέπει να εξεταστεί δίπλα σε ένα συνοδεύον ρήμα. Το πλέον σύνηθες είναι το «δείχνω», το οποίο, όμως, έχει σχεδόν μηδαμινή βαρύτητα, άρα είναι αχρείαστο. Το αμέσως επόμενο ρήμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι το «απαιτώ». Η απαίτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος επιταγής. Ως εκ τούτου, θέτει τον σεβασμό ως μια άκαμπτη κατάσταση, ένα «αλύγιστο» αγαθό,  που απολαμβάνει μόνο ο έχων την εξουσία να επιβάλλεται στους υπολοίπους. Επομένως, είτε αλλάζουμε την έννοια της εξουσίας είτε το συνοδεύον ρήμα. Η αλλαγή του νοήματος της εξουσίας είναι περιττή στην προκειμένη περίπτωση, άρα και πάλι πρέπει να αλλάξει το ρήμα. Το απαιτώ μπορεί κάλλιστα να γίνει «επιζητώ» (ως ρήμα που ενέχει την έννοια της τάσης απόκτησης κάποιου – υλικού και μη – αγαθού). Το «επιζητώ» ενέχει μετριοπάθεια και τοποθετεί τον σεβασμό ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερα) πρόσωπα που αμφότερα μπορούν αβίαστα να τον παράσχουν και να τον αποκτήσουν.

Τι κάνει τον σεβασμό άξιο «επιζήτησης»;

Έχοντας εξασφαλίσει τον «χρωματισμό», που δίνουμε στο σεβασμό, πρέπει να εξετάσουμε το γενικότερο πρίσμα, υπό το οποίο εκφράζεται. Ποιες είναι, λοιπόν, οι βάσεις που δίνουν αξία στο σεβασμό; Σε καμία περίπτωση, ο ηλικιακός παράγοντας δεν αποτελεί δικαιολογία, για να θέλει κάποιος να τον σέβονται αυτομάτως. Άλλωστε, αφενός, όπως είπαμε δεν μπορεί να απαιτείται ο σεβασμός, και, αφετέρου, είναι προφανές ότι το ανθρώπινο ποιόν δεν είναι – ανά πάση ηλικιακή φάση – αδιαμφισβήτητο. Όπως ορίζει η Ακαδημία, ο σεβασμός απορρέει από την εκτίμηση και τον θαυμασμό. Οπότε, σεβόμαστε κάποιον όταν με τον ηθικό του κώδικα, τις πράξεις του και την εν γένει συμπεριφορά του δεν υποτιμά και διάκειται αρνητικά απέναντι σε εμάς και τους οικείους μας. Παρόλα αυτά, αν για όποιον γνωρίζαμε, περιμέναμε να μας αποδείξει ότι μας θαυμάζει και μας εκτιμά, οι ίδιες οι έννοιες των όρων θα χάνονταν, αφού ούτε η εκτίμηση ούτε ο θαυμασμός έρχονται Θεόσταλτα. Επομένως τι γίνεται στην περίπτωση των αγνώστων;

Δύο σεβασμοί;

Ο σεβασμός θα μπορούσε να διαχωριστεί σε πρωτογενή (φαινομενικό) και δευτερογενή (ουσιαστικό). Ο πρωτογενής σεβασμός αποτελεί τη στοιχειώδη ευγένεια, που χρειάζεται να δείχνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους,  για να διατηρείται η κοινωνική συνοχή και να μην διαρρηγνύονται οι κοινωνικές τυπικότητες. Αποτελεί ίσως μια «ασπίδα προστασίας» του κοινωνικού συνόλου από την αλληλοεξόντωση. Ούτως ή άλλως, με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται και η ενίσχυση της ομαλότητας στην κοινωνική πραγματικότητα, αφού δεν έχουμε συγκρούσεις και διαπληκτισμούς και ο κοινωνικός μηχανισμός λειτουργεί εναργέστερα και πιο αποτελεσματικά. Ο ουσιαστικός σεβασμός από την άλλη, είναι το αποτέλεσμα του θαυμασμού και της εκτίμησης που αναφέραμε παραπάνω. Είναι αποτέλεσμα της χρόνιας συνύπαρξης και τριβής των ατόμων. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η τριβή αποτελεί τη γενεσιουργό δύναμη του σεβασμού. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γεννηθεί ο θαυμασμός και η εκτίμηση αν δεν διαφωνούσαν μεταξύ τους και δεν έρχονταν σε σύγκρουση; Άλλωστε, και οι μεγαλύτερες και πιο ουσιώδεις φιλίες είναι αυτές που έχουν αντέξει στον χρόνο και στις διαφωνίες, ακόμη και τους εκρηκτικούς τσακωμούς. Είναι αυτές που μαθαίνεις τις κόκκινες γραμμές του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου και δεν τις περνάς, γιατί δε θες να δημιουργήσεις αυτούς τους τσακωμούς. (σημείωση: το ότι οι τριβές και οι συγκρούσεις φέρνουν τον θαυμασμό, δε σημαίνει ότι πρέπει να τις επιζητούμε. Το να επιδιώκεις τον τσακωμό θέτει το κλίμα πάραυτα αρνητικό, οπότε και δυσμενές για την δημιουργία φιλικών σχέσεων και σχέσεων σεβασμού). Μέσω της διαφωνίας και της σύγκρουσης, οι συμμετέχοντες ανακαλύπτουν την δυνατότητα συνύπαρξης και συζήτησης μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, δεν είναι αμοιβαίως αναγκαστικά. Ούτως ή άλλως, το ότι έχει καταφέρει κάποιος μερικά πράγματα στη ζωή του, δε σημαίνει ότι χρήζουν εκτίμησης ή θαυμασμού από μέρους μας. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και τα επιτεύγματά του μείζονος ή ήσσονος σημασίας.

Συμπέρασμα:

Από όλα αυτά, συμπεραίνουμε τα εξής. Ο σεβασμός είναι ζήτημα περισσότερο παροχής. Παίζει, δηλαδή, μεγαλύτερο ρόλο το να εμπνέεις σεβασμό, παρά να τον επιζητάς. Ο σεβασμός διαφοροποιείται από την τυπική ευγένεια, χωρίς, όμως, αυτή να είναι ασήμαντη. Το ότι σέβεσαι κάποιον δεν σημαίνει ότι θα σε σέβεται και αυτός. Και, τέλος, ο σεβασμός μπορεί να είναι αποτέλεσμα συγκρουσιακό και απαιτείται ουσιαστική και χρόνια συνύπαρξη, για να τον αποκτήσεις ή και να τον εμπνεύσεις.

 

Κωνσταντίνος Ι. Γιαρέντης
Γεννημένος το 1998 και αναθρεμμένος στην Αθήνα. Αριστούχος απόφοιτος των Εκπαιδευτηρίων Νέα Παιδεία και φοιτητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών. Γνωρίζει Αγγλικά και Ισπανικά.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ