Της Δήμητρας Φαντίδου,
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αλλά και η εκλογική ενίσχυση εν πολλοίς του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας, για αρχή, γεννούν –ή μάλλον- επαναφέρουν έναν προβληματισμό πέριξ του εν γένει λαϊκισμού –αριστερό και δεξιό τον ονομάζουν κάποιοι-, ο οποίος απειλεί την υφιστάμενη Δημοκρατία. Ή μήπως όχι; Μήπως, δηλαδή απέναντι σε αυτήν αρθρώνεται ένας άλλος λαϊκισμός που επιχειρεί να την ενδυναμώσει; Παρακάτω, λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να αποσαφηνίσουμε αυτές ακριβώς τις απόψεις, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν τον λαϊκισμό με χαρακτηριστικά που συνθέτουν μια ιδεολογία, αριστερή ή δεξιά.
Είναι σημαντικό, να ανατρέξουμε στον ορισμό του Ernesto Laclau για το λαϊκισμό, προσδιορίζοντάς τον σαν τον τρόπο εκείνο κατασκευής του “Πολιτικού”. Έτσι, λοιπόν, ο λαϊκισμός λειτουργεί σαν ένα σύνορο με πολιτικά χαρακτηριστικά, μεταξύ δύο διακριτών πλέον χώρων: Του λαού (εξ αριστερών), αλλά και του Μηχανισμού -ως οικοδόμημα- (εκ δεξιών). Οι δύο αυτές πλευρές, σχηματοποιούνται με χαρακτήρα δυναμικό, επιτρέποντας έτσι μορφές και τύπους λαϊκισμού. Χαρακτηριστικό ρόλο, στο σημείο αυτό παίζει ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή μια Δημοκρατία. Εννοώ, πως αν κανείς αντιλαμβάνεται τη Δημοκρατία σαν μια διαδικασία κατά την οποία οι κυβερνώσες ελίτ «εγκρίνονται» -τρόπον τινά- από το σύνολο των πολιτών –με την αυστηρή έννοια της άσκησης του εκλέγειν και εκλέγεσθαι δηλαδή-, τότε πράγματι ο Λαϊκισμός είναι πολιτικά, και κοινωνικά επικίνδυνος. Υπάρχουν όμως –ευτυχώς ακόμη- κι εκείνοι που ανάγουν την ουσία της Δημοκρατίας στη σπουδαιότητα ύπαρξης των αιτημάτων των πολιτών. Την ιδέα που –ως άλλοτε- αντιπροσωπεύει το ιδεώδες της Δημοκρατίας, με όρους όχι απλής αντιπροσώπευσης: τη Λαϊκή Κυριαρχία. Ξέρω, ξέρω… Ουτοπικό και περασμένων δεκαετιών το θεώρημα, για πολλούς. Για τους Laclau-Mouffe, όμως η συναίνεση-καταπέλτης κεντροδεξιάς, του συγχυσμένου πολιτικά κέντρου, αλλά και της αμφισημίας που σήμερα επικρατεί σε πολλούς άξονες της κεντροαριστεράς –λανθασμένες πολιτικές επιλογές και συμμαχίες κτλ, όπως έχουμε εξηγήσει στο παρελθόν- ως αντιστάθμισμα –κατά τα λεγόμενα τους- στην κυριαρχία του νεοφιλέλευθερου δοκούν, κατέστησε την Ευρώπη σε φάση μεταδημοκρατική.
Το αποτέλεσμα; Μας πήραν και μας σήκωσαν τα δεξιά –και ακροδεξιά- λαϊκίστικά κόμματα. Μήπως, για να επανέλθω στο δεύτερο τύπο λαϊκισμού –όπως υποσχέθηκα παραπάνω- τα αποκαλούμενα «λαϊκιστικά» αιτήματα (αυτά του λαού, δηλαδή) μπορούν να ιδωθούν σαν τον αναγκαίο παράγοντα ανανέωσης της δημοκρατικής–συστημικής με σημερινούς όρους – κουλτούρας;
Ναι, λοιπόν: Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη των καιρών μας εμφάνιση λαϊκών πολιτικών μορφών ανά την Ευρώπη πρέπει να θεωρηθεί ως αντίδραση απέναντι στη σημερινή μεταδημοκρατική φάση της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής. Κατά τρόπο τέτοιο, “θολώνουν” και τα πολιτικά σύνορα δεξιάς και αριστεράς, υπό την επιταγή του εκσυγχρονισμού, και της άκρατης αποδοχής ενός παγκοσμιοποιημένου οικονομικού καπιταλισμού, σαρώνοντας την κρατική παρέμβαση και τις δημόσιες πολιτικές στο πέρασμά του. Σε αυτές τις συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, συναρθρώθηκε μια ποικιλία ετερόκλητων λαϊκίστικών κινημάτων, που απορρίπτουν την μεταδημοκρατία. Δε θα μπορούσα να μη σταθώ στο παράδειγμα πολλών ευρωπαϊκών χωρών, που δεξιά λαϊκίστικα κόμματα κατασκευάζουν έναν «λαό», που ζητά μια δημοκρατία που θα προστατεύει αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα, ένα λαό ξενοφοβικό, που αποκλείει τους μετανάστες, θεωρώντας τους απειλή για την εθνική ευημερία.
«Δώστε μας παραδείγματα ενός λαϊκισμού με πρόσημο θετικό» θα έλεγε κάποιος επικριτής. Πράγματι, υπάρχουν εκείνοι οι λαϊκισμοί που ενσωματώνουν αποκλεισμένες ομάδες, στον αντίποδα των λαϊκισμών που τις αποκλείουν, στοχεύοντας στην ενίσχυση φυλετικών και εθνικών διακρίσεων. Τα παραδείγματα που προσωποποιούνται εντοπίζονται κατά κύριο λόγο, στους λατινοαμερικανικούς λαϊκισμούς. Δε θα μπορούσε βέβαια να λείψει και το παράδειγμα του λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου, μιας και η ανάδειξή του σε φορέα εξουσίας βασίστηκε ως επί το πλείστον στην οργάνωση μιας κοινωνικής συμμαχίας των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων.
Δεν αντίκειται λοιπόν, ο τύπος αυτός, στον ακροδεξιό λαϊκισμό –ή λαϊκισμό με πρόσημο ακροδεξιό- των Λεπέν (πατέρα και κόρης), ή του αλησμόνητου Χάιντερ στην Αυστρία; Σαφώς, αφού ο τελευταίος συγκροτήθηκε στο βωμό του αποκλεισμού συγκεκριμένων ομάδων –των μεταναστών, αναφέρω τυχαία– από την ιδιότητα του πολίτη, αλλά και τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Κι αν είναι όντως έτσι, πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Ευρώπη στην άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων;
Μήπως αρθρώνεται η ανάγκη, αντί να αποκλείονται τα λαϊκά αιτήματα, να αναδιατυπωθούν με τρόπο προοδευτικό; Με τρόπο τέτοιο, δηλαδή, ώστε ο αντίπαλος να είναι ένας και διακριτός: η διαμόρφωση δυνάμεων, που ενισχύουν και προωθούν το νεοφιλελεύθερο δόγμα.
Τελικά ναι! Ο μόνος τρόπος για να αποτινάξουμε μαζικά την εμφάνιση και παγίωση των λαϊκιστικών κομμάτων εκ δεξιών –πολλώ δε μάλλον ακροδεξιών- είναι η οικοδόμηση ενός άλλου λαού, όχι ξενοφοβικού, όχι συμφεροντολογικού. Ενός λαϊκιστικού-λαϊκού –αν θέλετε- κινήματος που είναι δεκτικό στην ποικιλομορφία των δημοκρατικών απαιτήσεων σε ετερόκλιτες κοινωνίες, με πρόσημο και πρόσωπο προοδευτικό. Και φυσικά, όλα τα παραπάνω με κοινό παρονομαστή τη διαμόρφωση μιας βούλησης της συλλογικότητας, μιας βούλησης που να υπαγορεύει –και να υπαγορεύεται- από τη σύμπραξη κινημάτων κοινωνικών, αλλά και δυνάμεων πολιτικών.
Παραδοσιακά, οι λαϊκιστικές κινητοποιήσεις φαίνονται άμεσα συνδεδεμένες με συγκυρίες κρίσης –πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής-. Το τελευταίο διάστημα, αφορμώμενοι από την υφιστάμενη και πολλαπλών επιπέδων ευρωπαϊκή κρίση, αλλά και την αποτυχία λύσεων ευνοϊκών, όχι μόνο για τις αγορές, νέες πολιτικές δυνάμεις έκαναν την εμφάνισή τους. Η επίκληση του λαού από τέτοιου είδους δυνάμεις και κινήματα είναι περιφερειακή –αν όχι δευτερεύουσα-. Και είναι αυτό, γιατί δημιουργεί ένα λαό εσωστρεφή, εντός των ορίων μιας προκαθορισμένης κοινότητας, με κριτήρια φυλετικά. Εδώ έγκειται και η κύρια διαφοροποίησή τους από τον «παγκόσμιο» -ας μου επιτραπεί ο όρος- λαϊκιστικό κανόνα, όπου ο «λαός» χρησιμοποιείται ως ένα κάλεσμα ανοιχτής αντιπροσώπευσης.
Κι εδώ, φαίνεται και η ιδεολογική μεταχείριση του όρου του λαϊκισμού, ενός όρου οντολογικά ουδέτερου στην καθαρή του μορφή, που μπορεί απλά να λάβει πρόσημο.
Τι εννοώ; Στο ελληνικό παράδειγμα, ο «λαϊκισμός» συνιστά την κατασκευή του αντι-λαϊκιστικού λόγου. Προβάλλεται και ετεροχαρακτηρίζεται σαν την απόλυτη κακοήθη πολιτική παθογένεια, που πρέπει να καταπατήσεις. Κι όλα αυτά, στην προσπάθεια απονομιμοποίησης των πολιτικών αντιπάλων, καθώς και της περιθωριοποίησης, όσων λόγων και πρακτικών αμφισβητούν τα σαθρά θεμέλια του status quo.
Καταλήγοντας, λοιπόν, δεν μιλάμε για μια κατ’ ανάγκην καλοήθη πολιτική πράξη και πρακτική. Είναι, ωστόσο πασιφανές πως δεν μπορεί το συγκεκριμένο φαινόμενο να γίνεται αντιληπτό ως a priori παθολογικό -όπως γίνεται συχνά στον δημόσιο λόγο-. Για όλα τα παραπάνω, οι εκάστοτε ιδεολογικές χρήσεις του όρου, αλλά και η εκούσια ή ακούσια επιστράτευση της Δημοκρατίας και των διαδικασιών της είναι τα μόνα εργαλεία που μπορούν να αποδώσουν σε ένα λαϊκισμό θετικό ή αρνητικό πρόσημο, έχοντας ήδη αριστερό ή δεξιό πρόσημο.
Φοιτεί στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, έχοντας παρακολουθήσει και μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εντοπίζονται στην Πολιτική Ανάλυση, την Πολιτική Επικοινωνία και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Πολιτικές. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά, έχοντας και γνώσεις ιταλικών. Έχει εργαστεί για το Γερμανικό Ινστιτούτο του Μονάχου, και συνεργαστεί σε επίπεδο ερευνών με το Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Εκπονεί την πρακτική της άσκηση στο Γραφείο της Προέδρου της ΕΡΤ3.