Της Έφης Θανοπούλου,
Η αχρήστευση είναι ένας σχετικά πρόσφατος σκοπός της διαδικασίας επιβολής και εκτέλεσης των ποινών κατά της ελευθερίας. Πρόκειται για μια νέα στόχευση της ποινικής καταστολής. Πιο συγκεκριμένα, με την αχρήστευση, οι επικίνδυνοι δράστες υποβάλλονται σε έκταση μέτρων ασφαλείας ή ποινών κατά της ελευθερίας για σχετικά αόριστο χρονικό διάστημα. Κατά αυτόν τον τρόπο προστατεύεται η κοινωνία με το σκεπτικό, ότι για το χρόνο που οι επικίνδυνοι αυτοί εγκληματίες βρίσκονται εκτός μάχης, μειώνεται και παράλληλα εξασφαλίζεται στην υπόλοιπη κοινωνία ευταξία και ευνομία.
Η αχρήστευση διαφέρει ριζικά από τις προηγούμενες μορφές εμφάνισης του κυρωτικού ωφελιμισμού: α) την αναμόρφωση και β) την εκφοβιστική πρόληψη. Διαφέρει καταρχάς από την αναμόρφωση ως προς το ότι η αχρήστευση δεν επιδιώκει την ανάπλαση της προσωπικότητας των εν λόγω εγκληματιών αλλά κύρια και αποκλειστικά την κοινωνική τους αποβολή, περιθωριοποίηση και απομόνωση, αδιαφορώντας για την βελτιωτική αναδόμηση τους. Κατά δεύτερον, η αχρήστευση διαφέρει από τη γενική εκφοβιστική πρόληψη ως προς το ότι η τελευταία αποσκοπεί στο παραδειγματισμό των ελεύθερων πολιτών, δηλαδή στον εκφοβισμό τους και κατά τούτο στην αποτροπή τους από την διάπραξη εγκλημάτων, αφού η ποινική τιμωρία των δραστών που συνελήφθησαν υπομνηματίζει σε όλους τους κοινωνούς και κυρίως τους επίδοξους δράστες τι τους περιμένει αν επιχειρήσουν να τελέσουν έγκλημα. Με άλλα λόγια, η αχρήστευση αποσκοπεί στην επίτευξη του εν λόγω εκφοβιστικού αποτελέσματος, αδιαφορώντας για την επέλευση του στόχου που κατατείνει στην εξασφάλιση της κοινωνίας από την αόρατη απειλή των «εγκληματιών καριέρας».
Δε συμβαίνει το ίδιο όμως με την ειδική εκφοβιστική πρόληψη, η οποία επιχειρεί να εκφοβίσει τον επαγγελματία εγκληματία, ο όποιος βιώνοντας ψυχολογικά την έκταση και το βάθος της εκτιμώμενης ποινής, αποτρέπεται – τουλάχιστον κατά την υπόθεση του σκοπού τούτου – από την μελλοντική τέλεση εγκλήματος. Για το λόγο αυτό, η ειδική εκφοβιστική πρόληψη επιβάλλει ποινές που είναι αναγκαίες για την μη διάπραξη εγκλημάτων στο μέλλον από το δράστη και με κριτήρια το χαρακτήρα της περίστασης και την προηγούμενη ποινική του πορεία. Όπου η αναμόρφωση εμπλέκει αλλαγή των συνηθειών και των στάσεων του προσώπου, προκειμένου να το καταστήσει λιγότερο εγκληματικό, η αχρήστευση δεν προϋποθέτει καμιά τέτοια αλλαγή. Πρέπει να σημειωθεί λοιπόν, ότι η αχρήστευση κατατείνει στην πραγμάτωση του αυτού αποτελέσματος με εκείνον της ειδικής εκφοβιστικής πρόληψης, μόνο που το αποτέλεσμα τούτο δεν επιχειρείται ή δεν επέρχεται κατόπιν ψυχολογικής αποτροπής του δράστη, αφού η διεργασία αυτή δεν μπορεί να λάβει χώρα στον εγκληματοποιημένο, αλλοτριωμένο και ουδετεροποιημένο ψυχισμό του «καριερίστα» εγκληματία. Το επιχείρημα τούτο, ενισχύεται από το γεγονός ότι η ποινή που επιβάλλεται εναντίον των εγκληματιών, οι οποίοι χρήζουν αχρήστευσης, δεν είναι προϊόν δικαστικής στάθμισης των προσωπικών και κοινωνικών περιστάσεων του ατόμου αλλά μια επιμετρική κρίση, η οποία βασίζεται στην ποινική διάγνωση της εγκληματολογικής ιδιότητας του κάθ’ εξη, η εκ σταδιοδρομίας, εγκληματία.
Ο ελληνικός σωφρονιστικός κώδικας του 1967 ήδη στο άρθρο 1 με τον τίτλο «σκοπός της εκτελέσεως» αναφέρει ότι η εκτέλεση των ποινών και των ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπεί κυρίως ή στην κοινωνική αναπροσαρμογή των κρατουμένων διά της αγωγής και βελτίωσης αυτών, όπως επίσης και ο προ ισχύσας Κώδικας μεταχείρισης κρατουμένων του 1989 όπου στο άρθρο 1 προβλέπει σχετικά πως σκοπός της εκτέλεσης των στερητικών, της ελευθερίας, ποινών συνίσταται ειδικότερα στην επίτευξη δύο στόχων: α) η εκτέλεση των ποινών αποβλέπει στην αγωγή των κρατουμένων και στην κοινωνική τους επανένταξη, β) η μεταχείριση των κρατουμένων πρέπει να αποτελεί την επίτευξη του παραπάνω σκοπού. Η ίδια πρακτική ακολουθείται και από τον Γερμανό, τον Ιταλό και Ισπανό σωφρονιστικό νομοθέτη.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις η ποινική καταστολή και σωφρονιστική μεταχείριση των επαγγελματιών δραστών δεν αποσκοπεί στην αχρήστευση, αλλά στην κοινωνική αναμόρφωση τους. Η προοπτική της αχρήστευσης ήρθε στο ποινικό σωφρονιστικό προσκήνιο από λόγους, οι οποίοι σχετίζονται με την δραματική έξαρση των εγκλημάτων βίας, που τελούνταν από τους επαγγελματίες εγκληματίες και από την σωφρονιστική έκρηξη, η οποία σημειώθηκε λόγω του υπερπληθυσμού και συνωστισμού των κρατουμένων. Κρίθηκε έτσι πως θα πρέπει να φυλακίζονται πρωτευόντως οι εγκληματίες εκείνοι, που τροφοδοτούν με την δράση τους τα ποσοστά του εγκλήματος και παράλληλα να αποκλιμακωθεί η σωφρονιστική ένταση, μέσω της αποσυμφόρησης των φυλακών και της παράλληλης διοχέτευσης των κρατουμένων χαμηλής εγκληματολογικής σημασίας στους εναλλακτικούς θεσμούς της σωφρονιστικής – κοινωνικής εκτέλεσης των ποινών και στις ιδιωτικές φυλακές.
Βιβλιογραφία
1. Αλεξιάδης –Σωφρονιστική, 1997
2. Δημοπούλου Χ.,Η σοσιαλιστική εγκληματολογία
3. Καρύδη Β. , Ο κοινωνικός έλεγχος στην ΕΣΣΔ ,εκδ. Σάκκουλα 1992
4. Wright R , In defense of Prisons
5. Dershowithz M, The origin of preventive confinement in Anglo-American Law 1974
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, όπου κατοικεί και εργάζεται ως Δικηγόρος στο ιδιόκτητο Δικηγορικό της Γραφείο στην πόλη των Τρικάλων. Είναι απόφοιτη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, του τμήματος της Νομικής και έχει ειδικευτεί στο Ποινικό Δίκαιο, στο Εμπορικό Δίκαιο και Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Έχει συμμετάσχει σε πλείονες ημερίδες και συνέδρια σε αντικείμενο τους προαναφερθέντες τομείς δικαίου, ενώ έχει σημαντική εθελοντική δράση σε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένους φορείς κοινωνικής δράσης. Συγγράφει στην θεματική ενότητα των Νομικών Θεμάτων με αντικείμενο το Ποινικό και Εμπορικό Δίκαιο.