Της Άννας Κομπόγιαννου,
Καθημερινά, κατακλυζόμαστε από περιστατικά βίας και εγκληματικότητας είτε έμμεσα, ακούγοντας μαρτυρίες και βιώματα άλλων, είτε άμεσα – εάν είμαστε άτυχοι – με το να γίνουμε οι ίδιοι θύματα αυτών των καταστάσεων. Οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας ως συνήθεις εγκληματικές ενέργειες τις ληστείες και τις δολοφονίες, ωστόσο υπάρχουν και άλλες που καραδοκούν ανά πάσα στιγμή και, ίσως, είναι πιο επικίνδυνες απ’ ότι νομίζουμε. Οι βιασμοί, η ενδοοικογενειακή βία, ο σχολικός και διαδικτυακός εκφοβισμός, οι εμπρησμοί, οι απαγωγές, οι χουλιγκανισμοί, ακόμη και το οργανωμένο έγκλημα και η παιδική πορνογραφία μπορούν να συμβούν… μέσα στο ίδιο μας το σπίτι! Τι διαφορά, όμως, έχουν οι τάσεις και οι μορφές της εγκληματικότητας στην σημερινή κοινωνία σε σχέση με το παρελθόν; Και πώς αντιμετωπίζεται αυτό από τους αποδέκτες και τους θεατές τέτοιου είδους φαινομένων; Ερωτήματα που ταλανίζουν τον μέσο άνθρωπο σήμερα, του δίνουν τροφή για σκέψη και υλικό για συζήτηση. Πιθανό να απαντηθούν στις παρακάτω παραγράφους.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Η αύξηση των κρουσμάτων της εγκληματικότητας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός. Ωστόσο, αλλαγές παρατηρούνται, όχι μόνο στην ποσότητα, αλλά και στην ποιότητα των εγκλημάτων που διαπράττονται. Διαδεδομένα παραμένουν ακόμη εγκλήματα, όπως οι κλοπές, οι ληστείες, οι δολοφονίες, η ενδοοικογενειακή βία και τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, εγκλήματα, τα οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και “all time classics” .Φυσικά, και το οργανωμένο έγκλημα, κατέχει εξίσου υψηλή θέση στα “charts” του εγκληματολογικού πίνακα. Οι τοκογλύφοι, οι απαγωγείς, οι διακινητές παιδιών και γυναικών με στόχο την σεξουαλική κακοποίηση και οι λαθρέμποροι όπλων, ναρκωτικών και αφορολόγητων τσιγάρων είναι «σπείρες» πολύ καλά δικτυωμένες, με αδίστακτα μέλη που είναι δύσκολο να εντοπιστούν και να συλληφθούν αλλά όχι ακατόρθωτο. Τέλος, έχουμε και το οικονομικό έγκλημα, το οποίο, στην ουσία, δεν είναι ο κύριος στόχος, αλλά πρόκειται για απόρροια μιας ριψοκίνδυνης οικονομικής δραστηριότητας και θεωρείται βασικός τρόπος για την αποκόμιση εύκολων χρημάτων χωρίς κόπο και χρόνο.
Για να κατανοήσουμε, όμως, την προέλευση του προβλήματος και τους λόγους που κατηύθυνε τους διαπλεκόμενους προς αυτά τα εγκλήματα, θα πρέπει να διερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια.
Η κρίση της σύγχρονης κοινωνίας σε πολλές εκφάνσεις της είναι ο κύριος λόγος έξαρσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Κρίση οικονομική, οικογενειακή, πνευματική, ηθική. Ανέκαθεν η ανέχεια και η προσπάθεια επιβίωσης σε δυσμενείς κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, οδηγούσαν τους ανθρώπους σε ανάρμοστες πράξεις. Σήμερα, τα αυξημένα ποσοστά της ανεργίας, σε συνδυασμό με την «μικρή» αγορά εργασίας έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα ανασφάλειας στους ανθρώπους, κυρίως στα αστικά κέντρα, για το πώς θα τα βγάλουν πέρα στο μέλλον. Πολλοί δεν καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και φτάνουν σε σημείο ευτελισμού. Έτσι, οι άστεγοι, οι ρακένδυτοι και οι πεινασμένοι έπαψαν να έχουν προσωρινό και περιθωριοποιημένο ρόλο. Αποτελούν μια μόνιμη κατάσταση που συνεχώς αυξάνεται. Όσον αφορά την οικογενειακή κρίση, επηρεάζεται και επιβαρύνεται από την οικονομική. Οι διαρκείς συγκρούσεις, λόγω των οικονομικών δυσκολιών ολοένα και πληθαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο χάνεται η στοργή και η επαφή της οικογένειας και οι οικογενειακοί δεσμοί χαλαρώνουν. Τα μέλη σπάνε σε κομμάτια και το καθένα τραβά τον δρόμο του, έτσι ώστε να βρει μια διέξοδο, που δυστυχώς πολλές φορές δεν είναι η κατάλληλη. Η χαλαρότητα των οικογενειακών δεσμών και ο καθορισμός της συμπεριφοράς των νέων μελών της οικογένειας επηρεάζεται, επίσης, και από την έλλειψη των ηθικών αξιών και των ιδανικών. Δυστυχώς, σήμερα λίγοι είναι αυτοί που έχουν κρατήσει ακέραιες τις αξίες τους, χωρίς να τα θυσιάζουν όλα στον βωμό του συμφέροντος. Αντιθέτως, η κυριαρχία των υλιστικών αξιών και του καταναλωτισμού φαίνεται να «κερδίζει έδαφος» έναντι των άλλων, με συνέπεια την ανυπαρξία ηθικών φραγμών και την αναζήτηση της «εύκολης» ζωής, χωρίς αναστολές.
Μια άλλη διάσταση του θέματος, που στο παρόν άρθρο αναλύουμε, είναι φυσικά και ο τρόπος με τον οποίο, τα θύματα και η κοινωνία εκλαμβάνουν την πληθώρα των εγκληματικών φαινομένων που λαμβάνουν χώρα στις μέρες μας. Δεδομένου ότι τα παγκόσμια γεγονότα γίνονται γνωστά στο ευρύτερο κοινό με ταχύτητες φωτός, μέσω των ΜΜΕ και πολύ περισσότερο μέσω των social media, τα περιστατικά βίας και εγκληματικότητας αναγνωρίζονται αμέσως από ανθρώπους όλων των ηλικιών. Πολλές φορές, η διασημότητα αυτή λειτουργεί αρνητικά με την συνεχή εξοικείωση του κοινού με τέτοια φαινόμενα και την προσκόλλησή τους σε αυτά. Από την άλλη, επιφέρει και θετικά αποτελέσματα. Αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτής της προβολής, αποτελεί το πρόσφατο κύμα εξομολογήσεων γυναικείων αστέρων του Hollywood, σχετικά με τις σεξουαλικές επιθέσεις που δέχτηκαν στο παρελθόν από άντρες συναδέλφους τους ή από οικείους τους. Η απελευθέρωση αυτή παροτρύνει και άλλα θύματα παρόμοιων επιθέσεων να μιλήσουν για την δική τους δυσάρεστη εμπειρία. Κάθε αίσθημα ντροπής ή ενοχής εξαφανίζεται. Από την άλλη μεριά, ο φόβος ότι μπορεί να συμβεί και σε εμάς τους ίδιους συνεχίζει να υπάρχει και να κατακλύζει την ψυχολογία του ανθρώπου.
Με ποιόν τρόπο, λοιπόν, ο άνθρωπος θα πάψει να φοβάται μην πέσει θύμα κάποιου είδους εγκλήματος; Πέρα από την λήψη μέτρων από την κυβέρνηση και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης για τη βελτίωση φορέων της ποινικής καταστολής και την ισχυροποίηση της αστυνόμευσης, υπάρχει και η κοινωνική σκοπιά αντιμετώπισης του προβλήματος που εστιάζει στην πρόληψη. Ο περιορισμός του φαινομένου είναι ζητούμενο όλων και μόνο με συλλογικότητα μπορεί να επιτευχθεί. Από την οικογένεια και το σχολείο, όπου μπαίνουν τα θεμέλια της κοινωνικοποίησης του ατόμου, μέχρι την Πολιτεία, η οποία οφείλει να προσφέρει τα κατάλληλα εφόδια για μια αξιοπρεπή ζωή, η πρόληψη και η χάραξη μιας εύστοχης αντεγκληματικής πολιτικής δύνανται να οδηγήσουν στην μόνιμη επίλυσης του προβλήματος.