Της Κατερίνας Κουκουρίδη,
Η κλιματική αλλαγή είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του αιώνα μας. Προκαλεί όλο και δυσμενέστερες συνέπειες, τόσο για το περιβάλλον όσο και για τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, από τις μεταβολές του καιρού, οι οποίες απειλούν την παραγωγή τροφίμων, μέχρι την αύξηση της στάθμης των θαλασσών, που αυξάνουν το ρίσκο καταστροφικών πλημμυρών, η επίδραση της κλιματικής αλλαγής είναι παγκόσμια και απρόβλεπτων συνεπειών. Χωρίς τη λήψη δραστικών ενεργειών, η προσαρμογή στο μέλλον θα είναι δυσκολότερη και δαπανηρή.
Για τον λόγο αυτό, έχουν ληφθεί σοβαρές πρωτοβουλίες κι έχουν συναφθεί διεθνείς συμφωνίες-συνθήκες. Μία από τις πρώτες διεθνείς συμβάσεις είναι η Σύμβαση της Γενεύης για τη Διαμεθοριακή Ατμοσφαιρική Ρύπανση σε Μεγάλη Απόσταση (1979), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1983. Η Σύμβαση αυτή είναι μία εκ των πέντε συμβάσεων της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη (UNECE) με στόχο τον περιορισμό των εκπομπής της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και σήμερα έχει υπογραφεί από 51 Κράτη της UNECE.
Το 1988, δημιουργήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μετεωρολογίας και το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) μία Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος. Το 1990 η επιτροπή αυτή παρουσίασε μια πρώτη αξιολόγηση, η οποία απεικόνιζε τις απόψεις 400 επιστημόνων, οι οποίοι ανέφεραν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Τα συμπεράσματα της Διακυβερνητικής Επιτροπής ώθησαν τα κράτη να δημιουργήσουν τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή.
Το πρώτο μέτρο σε διεθνές επίπεδο, με το οποίο έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κατάσταση είναι η Σύμβαση – Πλαίσιο των Η.Ε. για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC), η οποία και υπεγράφη από 154 χώρες τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο, κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (στην Ελλάδα επικυρώθηκε με τον Νόμο 2205/1994). Πλέον, την σύμβαση έχουν επικυρώσει 197 χώρες. Η σύμβαση δεν έθεσε νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις αλλά τις βάσεις για περαιτέρω δράση στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η Σύμβαση προβλέπει για όλα τα Κράτη, αναγνωρίζοντας κοινές αλλά διαφοροποιημένες υποχρεώσεις και την ύπαρξη εθνικών αναπτυξιακών προτεραιοτήτων, τα εξής:
α) την ανάπτυξη, τακτική ενημέρωση και δημοσιοποίηση εθνικών απογραφών των ανθρωπογενών εκπομπών βάσει συγκρίσιμων μεθοδολογιών,
β) τη δημοσίευση, αναθεώρηση και εφαρμογή εθνικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών.
γ) την υιοθέτηση πολιτικών και μέτρων με στόχο την επαναφορά των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου στα επίπεδα του έτους 1990 μέχρι το 2000 για τα Κράτη που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης (ανεπτυγμένα κράτη).
Η σύμβαση δίνει τη δυνατότητα να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί από κάθε κράτος ξεχωριστά ή από κοινού με άλλα. Ύστατος στόχος της υπήρξε η αποτροπή της ανθρώπινης παρέμβασης στο κλιματικό σύστημα.
Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του Ρίο, γνωστό ως Πρωτόκολλο του Κιότο (1995). Το Πρωτόκολλο στόχευε σε συνολική μείωση των εκπομπών τουλάχιστον κατά 5% την πενταετία 2008-2012 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 και υπεγράφη από 192 χώρες. Το πρωτόκολλο του Κιότο δέσμευε συνολικά τις χώρες να μειώσουν την εκπομπή αερίων ρύπων τουλάχιστον 5% το διάστημα 2008 με 2012 με δυνατότητα εκπλήρωσης των υποχρεώσεων από κοινού. Τα Κράτη δύνανται να δηλώσουν κοινή εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Στην ουσία η μεγαλύτερη συμβολή του Πρωτοκόλλου του Κιότο στην κλιματική αλλαγή είναι ο μηχανισμός ευελιξίας που καθιέρωσε, ο οποίος στην ουσία περιλαμβάνει:
α) ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίου του θερμοκηπίου (σύστημα που παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη, τα οποία ξεπερνούν τα όρια εκπομπής αερίου του θερμοκηπίου, να αγοράζουν δικαιώματα από άλλα κράτη, τα οποία δεν έχουν ξεπεράσει τα όρια αυτά, προκειμένου να επιτύχουν τους εθνικούς τους στόχους.
β) ο μηχανισμός καθαρής ανάπτυξης (βοηθά τα αναπτυσσόμενα κράτη να ανταποκριθούν στους όρους της βιώσιμης ανάπτυξης και τα βιομηχανικά κράτη να να συμμορφωθούν με τις ποσοτικές δεσμεύσεις τους για τον περιορισμό των αερίων του θερμοκηπίου)
γ) τον κοινό μηχανισμό εφαρμογής.
Η πρώτη οικουμενική, νομικά δεσμευτική παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα είναι η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή. Η συμφωνία αυτή υιοθετήθηκε το 2015 στα πλαίσια της Διάσκεψης των μερών των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή και μέχρι το 2018, 195 μέρη της Σύμβασης- Πλαισίου για την κλιματική αλλαγή την υπέγραψαν . Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της συμφωνίας, η συμφωνία αποσκοπεί στην ενίσχυση της παγκόσμιας αντιμετώπισης της απειλής της κλιματικής αλλαγής, στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και των προσπαθειών για την εξάλειψη της φτώχειας, μεταξύ άλλων:
α) μέσω της διατήρησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη αρκετά κάτω από τους 2 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και της συνέχισης των προσπαθειών για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, αναγνωρίζοντας ότι αυτό θα μειώσει σημαντικά τους κινδύνους και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής·
β) μέσω της αύξησης της ικανότητας προσαρμογής στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας στις κλιματικές μεταβολές και της ανάπτυξης με χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, με τρόπο που δεν απειλεί την παραγωγή τροφίμων· και
γ) καθιστώντας τις χρηματοδοτικές ροές συμβατές με την κατεύθυνση προς την ανάπτυξη με χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και την ανθεκτικότητα στις κλιματικές μεταβολές.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 θα πραγματοποιηθεί Διάσκεψη από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για το κλίμα, η οποία θα επικεντρωθεί κυρίως στους παράγοντες, οι οποίοι δημιουργούν την πλειοψηφία εκπομπών αερίου και τους τρόπους αντιμετώπισης. Οι παγκόσμιοι ηγέτες θα αναφέρουν τι έχουν κάνει και τι περισσότερο σκοπεύουν να κάνουν όταν γίνει η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών το 2020 για το κλίμα, όπου οι Επιτροπές θα ανανεωθούν και ενδεχομένως θα αυξηθούν
Οι προσπάθειες για την κλιματική αλλαγή δε γίνονται μόνο σε διεθνές επίπεδο, αλλά και σε ευρωπαϊκό. Τον Μάρτιο του 2007 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επεσήμανε ότι η συνολική ετήσια μέση αύξηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη δεν θα πρέπει να υπερβεί τους 2 °C σε σύγκριση με τα προ-βιομηχανικής εποχής επίπεδα, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι στόχοι της Σύμβασης. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται να μειωθούν οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050 σε ποσοστό τουλάχιστον 50 % έναντι των επιπέδων του 1990.
Το Συμβούλιο έχει εγκρίνει μια πολιτική για την κλιματική αλλαγή με κυριότερους στόχους:
α) Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 20% κάτω από τα επίπεδα του 1990
β) 20% της κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές
γ) Μείωση κατά 20% στη χρήση πρωτογενούς ενέργειας σε σύγκριση με τα προβλεπόμενα επίπεδα μέσω τη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Τον Ιανουάριο του 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε δεσμευτική νομοθεσία για την υλοποίηση των στόχων αυτών, βασικότερες εκ των οποίων είναι:
α) η Οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας
β) η Απόφαση 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020
γ) ο Ενεργειακός Χάρτης πορείας 2050. Για να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης των εκπομπών της Ευρώπης κατά περισσότερο από 80%, έως το 2050, θα πρέπει να είναι σχεδόν μηδενικές οι ανθρακούχες εκπομπές κατά την παραγωγή ενέργειας. Ο ενεργειακός χάρτης πορείας για το 2050, που παρουσίασε η Επιτροπή το 2015, αφορά τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτό χωρίς να διαταραχτεί ο ενεργειακός εφοδιασμός και η ανταγωνιστικότητα.
Βιβλιογραφία
- Ανδρέας Ν. Παπαστάμου, Η “Πράσινη” Διπλωματία- Διεθνείς σχέσεις και προστασία του Περιβάλλοντος, εκδ Πατάκη,2014
- Durcan French; Kyoto Protocol to the United Nations Framework Convention on Climate Change, Journal of Environmental Law, Volume 10, Issue 1, 1 January 1998, Pages 215–224
- ROBERT FALKNER; The Paris Agreement and the new logic of international climate politics, International Affairs, Volume 92, Issue 5, 1 September 2016, Pages 1107–1125
- Lixin Wu; Paris Agreement: a roadmap to tackle climate and environment challenges, National Science Review, Volume 3, Issue 2, 1 June 2016, Pages 153
- Ιστοσελίδα: http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=442
- Ιστοσελίδα: http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=%2BZ9LThYNEvI%3D&tabid=442&language=el-GR
- Ιστοσελίδα: http://www.un.org/en/sections/issues-depth/climate-change/
- Ιστοσελίδα: https://eur-lex.europa.eu/content/paris-agreement/paris-agreement.html?locale=el
- Ιστοσελίδα: https://ec.europa.eu/energy/en/topics/energy-strategy-and-energy-union/2020-energy-strategy
- Ιστοσελίδα: http://europa.eu/rapid/press-release_IP-11-1543_el.htm?locale=EN