Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Στις 10 Ιουνίου 2016 απεβίωσε ο παππούς μου Γιώργος Έξαρχος, πατέρας της μητέρας μου. Έφυγε από τη ζωή ύστερα από τετράμηνη νοσηλεία στο Νοσοκομείο της Λαμίας και στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα κατά την οποία το ‘’δημόσιο’’ και ‘’δωρεάν’’ Σύστημα Υγείας επιβάρυνε τον προϋπολογισμό μία μέσης ελληνικής οικογένειας με δύο παιδιά φοιτητές και ένα στο Λύκειο, με ένα πενταψήφιο ποσό κάτι που όμως είναι ένα ξεχωριστό, μεγάλο θέμα που θα μας απασχολήσει πιθανότατα σε άλλο κείμενο.
Πέρα από τη μεγάλη θλίψη που βιώσαμε οικογενειακώς έπρεπε να ασχοληθούμε με πιο πεζά, πλην όμως άκρως αναγκαία, ζητήματα όπως αυτό της μεταβίβασης της σύνταξης δασκάλου που ελάμβανε ο αποβιώσας, στη σύζυγό του και γιαγιά μου, η οποία προφανώς και δεν μπορούσε να συντηρηθεί έχοντας ως μοναδικό μηνιαίο εισόδημα την κατώτατη σύνταξη του ΟΓΑ που έως τότε έπαιρνε. Δεδομένου ότι η γιαγιά μου δεν είχε τη δυνατότητα -ψυχολογική και σωματική- για να μπει σε μία τέτοια διαδικασία, την ανέλαβα εγώ.
Με την κατάθεση της αίτησης μεταβίβασης της σύνταξης μου ζητήθηκαν: αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης θανάτου, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γάμου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως, υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986 από την οποία να προκύπτει εάν η δικαιούχος εργάζεται και που ή αν παίρνει σύνταξη και από ποιο φορέα και υπεύθυνη δήλωση του ιδίου νόμου με την οποία να δηλώνει ότι δεν παίρνει ήδη σύνταξη χηρείας.
Για τη καταβολή δε τη σύνταξης έπρεπε να ανοίξει εκ νέου λογαριασμό τραπέζης και να κατατεθούν επίσης: φωτοαντίγραφο τη πρώτης σελίδας του βιβλιαρίου, φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας και φωτοαντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος.
Για να εξασφαλίσω όλα τα ανωτέρω έπρεπε να απευθυνθώ: στο ΚΕΠ, στο Δημοτολόγιο, στο Υπουργείο Εσωτερικών και συγκεκριμένα στο τμήμα αστικής και δημοτικής κατάστασης, σε υποκατάστημα τράπεζας και στο φοροτεχνικό της. Για όλες δε τις παραπάνω ενέργειές μου αντ’ αυτής απαιτούταν εξουσιοδότηση με αυτοπρόσωπη παρουσία της για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ούτε η εξουσιοδότηση δεν αρκούσε εκ των πραγμάτων και απαιτούταν η φυσική παρουσία της ιδίας με μετακίνηση και αναμονή για αρκετή ώρα εν μέσω καύσωνα.
Τα ανωτέρω δικαιολογητικά αφορούσαν την κύρια σύνταξη και για λόγους ασφαλείας, όπως με συμβούλεψαν οι γνωρίζοντες καλύτερα τους γραφειοκρατικούς διαδρόμους του Δημοσίου, δεν τα έστειλα ταχυδρομικώς αλλά τα κατέθεσα αυτοπροσώπως στο Γενικό Λογιστηρίου του Κράτους, στην Αθήνα.
Για την πενιχρή επικουρική και τα μερίσματα του μετοχικού ταμείου απαιτούταν ξεχωριστή διαδικασία. Για την πρώτη μας ζητήθηκαν από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης ως απαραίτητα τα εξής δικαιολογητικά: ληξιαρχική πράξη θανάτου, πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών, φωτοτυπία αστυνομικής ταυτότητας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, ληξιαρχική πράξη γάμου, πιστοποιητικό γραμματέα πρωτοδικών ότι δε λύθηκε και δεν ακυρώθηκε ο γάμος από το δικαστήριο, εκκαθαριστικό εφορίας, αντίγραφο πρώτης σελίδας βιβλιαρίου τραπέζης, αντίγραφο απόφασης φορέα κύριας ασφάλισης, διαβιβαστικό συνταξιοδοτικής πράξης από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ενώ συμπληρωματικά στην πορεία της διαδικασίας μου ζητήθηκαν: διαβιβαστικό απόφασης απονομής οριστικής σύνταξης και ενημερωτικό σημείωμα καταβολής της μηνιαίας σύνταξης από τον κύριο φορέα ασφάλισης, του τρέχοντος μήνα. Κάποια από τα παραπάνω κατατέθηκαν και στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων.
Ταυτόχρονα έπρεπε να τρέξει διαδικασία για τη καταβολή μέρος των εξόδων κηδείας αλλά και μέρος των χρημάτων που είχαμε διαθέσει για αποκλειστικές νοσοκόμες. Στην πρώτη περίπτωση απαιτούταν η κατάθεση στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ: αίτησης ληξιαρχικής πράξης θανάτου και απόδειξης του γραφείου τελετών. Στη δεύτερη περίπτωση απαιτούταν η προσκόμιση στον ΕΟΠΥΥ της Λαμίας: βεβαίωση από Διευθυντή Κλινικής όπου νοσηλευόταν για χρήση αποκλειστικής με έγκριση από τον εκεί ελεγκτή του ΕΟΠΥΥ, αποδείξεις πληρωμής θεωρημένες από το Νοσοκομείο, εισιτήριο και εξιτήριο από το νοσοκομείο και ΙΒΑΝ λογαριασμού τραπέζης.
Μετά από όλα αυτά και αρκετούς μήνες αργότερα εφόσον βρισκόμασταν στη διαδικασία καταβολής της προσωρινής σύνταξης απαιτούταν η έκδοση νέου βιβλιαρίου υγείας μιας και πλέον θα ανήκε σε νέο ασφαλιστικό φορέα. Για να γίνει αυτό χρειάζονταν: έκδοση βεβαίωσης ασφαλιστικής ικανότητας εκ μέρους του Ανταποκριτή του ΟΓΑ του τόπου διαμονής της και κατάθεση της βεβαίωσης αυτής στο ΙΚΑ για την έκδοση του νέου βιβλιαρίου.
Έξοδα σε χρόνο, χρήμα, ταλαιπωρία για μία πενιχρή σύνταξη, λίγο καλύτερη από την προηγούμενη, που και πάλι αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες ενός ατόμου 80 ετών. ‘’Από το τίποτα;’’ θα πει κάποιος ως μέλος της κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών, στην οποία ανήκουμε. Κι όμως, αυτή η ταπεινή, ‘’ανώνυμη’’ υπόθεση αποτελεί μία τρανή απόδειξη της αποτυχίας του Κράτους. Διότι η γιαγιά μου είχε την τύχη να έχει δικούς της, έμπιστους ανθρώπους οι οποίοι επωμίστηκαν το βάρος της όλης διαδικασίας. Κάποιος όμως, ο οποίος δε διαθέτει συγγενείς, φίλους ή εν πάση περιπτώσει ανθρώπους που να έχουν τις γνώσεις και να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του τι κάνει; Παραμένει σε μία κατάσταση στασιμότητας επιβιώνοντας με λιγότερα από αυτά που βάσει νόμου δικαιούται; Υποπίπτει σε λάθη με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη ταλαιπωρία; Γίνεται εύκολο θύμα παντός είδους επιτηδείων; Η γραφειοκρατία που μαστίζει το ελληνικό κράτος έχει εξελιχθεί σε ένα τέρας, το οποίο κατασπαράζει το βιοτικό επίπεδο αλλά κυρίως την αξιοπρέπεια των πολιτών του. Ας είναι λοιπόν, λίγο πιο φειδωλοί στις διακηρύξεις τους περί εξόδου από την κρίση και μεταρρυθμίσεων αυτοί που το ταΐζουν…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.