12.1 C
Athens
Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΜια δυστοπία οργουελικών διαστάσεων

Μια δυστοπία οργουελικών διαστάσεων

Της Μαίρης Ουρουμίδου,

Βενεζουέλα: Η πατρίδα του Σιμόν Μπολιβάρ, η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο, ο πρώτος τόπος που κατήργησε τη θανατική ποινή για όλα τα εγκλήματα, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι συνέβη με το «διαμάντι» της Λατινικής Αμερικής;

Μπορούμε να εντοπίσουμε τις ρίζες της σταδιακής αλλαγής που γνώρισε το κράτος στις εκλογές του 1998, οι οποίες ανέδειξαν ως πρόεδρο τον Ούγκο Τσάβες. Ο Τσάβες, ένα πρόσωπο αγαπητό από τους συμπατριώτες του μέχρι και σήμερα, φαίνεται να έφερε κατά την διάρκεια της προεδρίας του την ισορροπία που ο ταλαιπωρημένος από τις κοινωνικές ανισότητες λαός προσδοκούσε απεγνωσμένα. Πράγματι, από το 1999 έως το 2013, αντιμετωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό προβλήματα τα οποία ταλάνιζαν για χρόνια το βενεζουελανό έθνος: Υποδιπλασιάστηκε το ποσοστό φτώχειας, μειώθηκε η οικονομική ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, βελτιώθηκαν οι συνθήκες υγείας και εκπαίδευσης.

Το σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος κατόρθωσε να ενισχύσει τα παραπάνω επιτεύγματα με άρμα το πετρέλαιο. Κρατικοποιώντας, δηλαδή, σταδιακά τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής της χώρας, την επιχείρηση πετρελαίου «PDVSA» δημιούργησε διάφορα προγράμματα κρατικής μέριμνας με σκοπό να δοθούν τα υπέρογκα αυτά ποσά στους φτωχούς. Αυτή η μέθοδος είχε ως αποτέλεσμα την εξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο, το οποίο παρέμενε η μεγαλύτερη και σχεδόν μοναδική πηγή εσόδων της χώρας. Το σημαντικότερο πρόβλημα που θα μπορούσε να επιφέρει αυτή η εξάρτηση είναι η αδυναμία συντήρησης των προγραμμάτων του, σε περίπτωση πτώσης της τιμής πετρελαίου. Προς έκπληξη κανενός, ο εφιάλτης πήρε μορφή αμέσως μετά τον θάνατο του Τσάβες το 2013.

Διάδοχός του το 2013 έγινε ο Νικολάς Μαδούρο. Συνδιάζοντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρήκε τη χώρα, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης με την προσωπική του ανικανότητα και τη δείψα του για εξουσία, η Βενεζουέλα του Μαδούρο γνώρισε μια σειρά από οικονομικές αποτυχίες. Μέσα στην περίοδο 2013-2017 το ΑΕΠ της χώρας έπεσε κατά 35%. Για να καταλάβουμε τη σημαντικότητα αυτού του ποσοστού θα πρέπει να αναφέρουμε πως αυτό ξεπερνάει την πτώση που γνώρισε η Αμερική κατά την τρομερή παγκόσμια κρίση του 20ου αιώνα. Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 1.000.000% μέχρι το τέλος του 2018. Η καταστροφική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση Μαδούρο ήταν η δημιουργία ενός νέου νομίσματος, του μπολιβάρ και ο ορισμός μιας επίσημης συναλλαγματικής ισοτιμίας σύμφωνα με την οποία 10 μπολιβάρ ισούνται με 1 αμερικανικό δολάριο. Η χρήση, ωστόσο,αυτής της ισοτιμίας έγινε στην πραγματικότητα δυνατή μόνο για τους συμμάχους και τον στρατό του Μαδούρο, τα άτομα δηλαδή που τον κρατάνε στην εξουσία μέχρι και σήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας ακόμα μάυρης αγοράς, χάρη στο σύστημα της οποίας, ο στρατός αγοράζει δολάρια στην ισοτιμία που προαναφέρθηκε και τα πουλάει στους απλούς πολίτες για χιλιαπλάσια ποσά.

Η κάκιστη αυτή διαχείριση της κρατικής οικονομίας προκάλεσε έντονη αντιδημοτικότητα του Μαδούρο ανάμεσα στους ανθρώπους της Βενεζουέλας, το 80% των οποίων, σύμφωνα με τα σταστιστικά της Datanalysis του 2016, διαφωνεί με τα σχέδιά του. Από το 2015 μέχρι και σήμερα παρατηρούμε το ίδιο μοτίβο απολυταρχικής συμπεριφοράς και αναπάντεχων νικών του Μαδούρο στις εκλογές. Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 2015 προχώρησε σε διώξεις αντιπολιτευτικών μελών της εθνοσυνέλευσης και αντικατάστασή τους με πιστούς στον ίδιο συντρόφους. Θύελλα αντιδράσεων προκλήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα όταν λίγο αργότερα προσπάθησε να προχωρήσει σε μια ολική αντικατάσταση και ψήφιση νέου Συντάγματος με τον αποκλεισμό της αντιπολίτευσης. Παρά την αντιδημοτικότητά του, ο Μαδούρο επανεξελέγη για άλλη μια φορά το 2017 σε αμφιλεγόμενες εκλογές, οπότε το αποτέλεσμα ήταν πάλι το ίδιο, χιλιάδες Βενεζουελανοί στο δρόμο σε τεράστιες και επικίνδυνες πορείες . Το αποκορύφωμα ύπηρξαν οι εκλογές του 2018 στις οποίες σημείωσε μια ακόμα νίκη με δωροδοκία, εκφοβισμό, βία και χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση.

Οι αντιδημοκρατική και αμφιλεγόμενη συμπεριφορά του Προέδρου δεν πέρασε ωστόσο απαρατήρητη από τη διεθνή σκηνή. Ανέκαθεν οι σχέσεις ΗΠΑ-Βενεζουέλας δεν ήταν ιστορικά οι καλύτερες. Κυρώσεις και επιθετικές δηλώσεις από την πλευρά των ΗΠΑ παρατηρούνται ήδη από το 2014 με την κυβέρνηση Ομπάμα. Στόχος των κυρώσεων ήταν να μπει ένα τέλος στη βία των κρατικών οργάνων έναντι βενεζουελανών που διαδήλωναν κατά της κυβερνητικής διαφθοράς. Έντονη επίσης έχει υπάρξει η αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ, ο οποίος εκτός από τις κυρώσεις που έχει επιβάλλει στη Βενεζουέλα τα έτη 2017 και 2018, προχώρησε το ζήτημα ακόμα προτείνοντας μέχρι και το σενάριο της στρατιωτικής εισβολής.

Στον αντίποδα της παραπάνω αμερικανικής στόχευσης βρίσκεται το Πεκίνο. Η Βενεζουέλα έχει δανειστεί υπέρογκα χρηματικά ποσά από την Κίνα τα οποία φτάνουν σχεδόν την αξία των εβδομήντα δισεκατομμυρίων δολαρίων. Καθώς η Βενεζουέλα βρέθηκε σε αδυναμία να ξεπληρώσει τα ποσά αυτά με χρήματα, συμφώνησαν να τα αντικαταστήσει με βαρέλια πετρελαίου. Το πρόβλημα της παραπάνω συμφωνίας βρίσκεται στο γεγονός πως η κύρια μονάδα εξόρυξης πετρελαίου PDVSA έχει εξασθενήσει σε τεράστιο βαθμό την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα την αδυναμία αποπληρωμής του απαραίτητου ποσού βαρελιών. Εάν, επομένως ο Μαδούρο δεν καταφέρει να αποπληρώσει το ποσό, θα βρεθεί αναγκασμένος να παραχωρήσει στην Κίνα το ¼ της PDVSA. Μια τέτοια κατάληξη θα είναι βεβαίως τεράστια επιτυχία για την Κίνα, η οποία θα ενισχύσει τη θέση της στη διεθνή σκακιέρα και θα διεισδύσει εύκολα και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική.

Ο μόνος πραγματικός σύμμαχος τελικά του Μαδούρο, είναι αυτός που θα επωφεληθεί από την αποτυχία του. Ενώ οι κατάφορες παραβιάσεις των  ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η φτώχεια οργιάζουν, όποτε κάποια χώρα προσέφερε τη βοήθειά της, υποστήριζε πως δεν την έχει ανάγκη και ότι η κίνηση αυτή αποτελεί μια αμερικάνικη προπαγάνδα υποβάθμισής του. Φαίνεται πως δεν έχει αντιληφθεί ακόμη ότι η μεγαλύτερη υποβάθμιση προέρχεται από το εσωτερικό, ας ελπίσουμε όμως και η μεγαλύτερη αντίσταση.

Μαίρη Ουρουμίδου

Γεννηθείσα το 1998 στη Γεωργία, απόγονος Ποντίων προσφύγων της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ως λάτρης της διεθνούς πολιτικής και ιστορίας, όποτε βρίσκει χρόνο από τις ακαδημαϊκές της ασχολίες, ταξιδεύει και λαμβάνει μέρος σε ευρωπαϊκά προγράμματα με σκοπό μια σφαιρική εικόνα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ