Του Μανώλη Στυλιανάκη,
Υπήρχε μία μελανή σελίδα στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου δέσποζαν οι ανατραπείσες πλέον ιδέες του προστατευτισμού και οι βρετανικές κυβερνήσεις, όρθωναν πολλά και διάφορα προστατευτικά τείχη στην οικονομία. Κλασικό παράδειγμα οι περιώνυμοι νόμοι του καλαμποκιού «Corn laws». Οι νόμοι περί καλαμποκιού, έχοντας ως προκάλυμμα την τόνωση της εγχώριας παραγωγής και της προστασίας θέσεων εργασίας από τον ξένο ανταγωνισμό, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από φόροι στo εισαγόμενο καλαμπόκι ή όπως συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε αυτούς τους φόρους, δασμοί. Η λογική πίσω από τους δασμούς ήταν η επαγόμενη, από τεχνητή μείωση της προσφοράς, αύξηση των τιμών, εξαλείφοντας έτσι τον ανταγωνισμό από ξένους παραγωγούς και δίνοντας την δυνατότητα στους ντόπιους φεουδάρχες να κεφαλαιοποιήσουν, υπό μορφή μονοπωλιακών κερδών, την τεχνητή έλλειψη αγαθών. Όλος αυτός ο παραλογισμός κράτησε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Richard Cobden, ως αρχηγός του φιλελεύθερου συνασπισμού «Anti-corn Law League”, απαίτησε και πέτυχε την κατάργηση των προαναφερθέντων δασμών, που σε τελική ανάλυση ικανοποιούσαν την φιλαργυρία των λίγων, εν είδη προστασίας της «εθνικής παραγωγής», εις βάρος των καταναλωτών. Ο συλλογισμός τους ήταν να αντιληφθούν πως, όταν η Αγγλία έβαζε δασμούς στο εισαγόμενο καλαμπόκι, ο μόνος χαμένος ήταν ο μέσος Άγγλος καταναλωτής.
Οι δασμοί βλάπτουν πρωτίστως την χώρα που τους επιβάλλει, όχι τόσο αυτήν που τους υφίσταται, καταλήγοντας σ’ ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου κάποιες εταιρίες θα επωφεληθούν από την τεχνητή έλλειψη αγαθών, όπως φερ’ ειπείν κερδοσκοπούν οι μαυραγορίτες σε μία περίοδο πολέμου, όπου τα πάντα βρίσκονται σε έλλειψη. Δυστυχώς, ο προστατευτισμός δεν προστατεύει στον ίδιο βαθμό τους καταναλωτές που βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να πέφτει. Αναφορικά με την δασμολογική πολιτική Τραμπ για τον χάλυβα και το ατσάλι, πάρα πολλές δουλείες θα χαθούν, κυρίως στον κλάδο των κατασκευών ή στον χώρο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο χαλκός και ο χάλυβας χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες στην κατασκευή αυτοκινήτων, οπότε το αυξημένο κόστος κατασκευής θα μετακυληθεί στον καταναλωτή, υπό μορφή αυξημένων τιμών. Στην χειρότερη των περιπτώσεων πάρα πολλές επιχειρήσεις για να παραμείνουν ανταγωνιστικές, θα προσπαθήσουν να μειώσουν το λειτουργικό κόστος μειώνοντας και το εργατικό κόστος, δηλαδή απολύοντας υπαλλήλους.
Ο λόγος που η κυβέρνηση Τραμπ δεν έπρεπε να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από την ΕΕ είναι ο ίδιος λόγος που η ΕΕ δεν θα έπρεπε να απαντήσει με ανταποδοτικούς δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα, καθώς είναι πράξη όχι αμυντικής αντεπίθεσης, αλλά αυτοκτονίας. Το γεγονός πως μία κυβέρνηση έκρινε, ερήμην των Αμερικανών φορολογουμένων, ότι θα περνούν καλύτερα, πληρώνοντας παραπάνω λεφτά για να κάνουν δώρο στον εαυτό τους μία γερμανική BMW, δεν σημαίνει ότι εγώ σαν Ευρωπαίος δεν θέλω να αγοράζω φθηνά τα τζιν παντελόνια ή να κάνω στον εαυτό μου δώρο μία Harley. Όντως, η εξάλειψη του ανταγωνισμού μέσω προστατευτικών νόμων τονώνει την εγχώρια παραγωγή, εν προκειμένω την αμερικανική βιομηχανία εξαγωγής μετάλλων, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας τυφώνας προσφέρει απασχόληση στους χτίστες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα γκρεμίζαμε τις πολυκατοικίες μας, για να ενισχύσουμε τον κλάδο των κατασκευών!
Εάν μας ενδιαφέρει ειλικρινά η αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των διατλαντικών εταίρων, η επιβολή από πλευράς ΕΕ αντιποίνων και επακολούθως, η κήρυξη ενός εμπορικού πολέμου, απλά θα έριχνε λάδι στην φωτιά, πετυχαίνοντας τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα και οδηγώντας τις εύθραυστες ευρωπαϊκές οικονομίες σ’ ένα σπιράλ ύφεσης και υπανάπτυξης. Είναι μάλιστα πιθανό, πως κατά βάθος ούτε ο πρόεδρος Τραμπ επιθυμεί έναν εμπορικό πόλεμο με τον πιο στενό σύμμαχο των ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν μπορεί να πράξει αλλιώς εξαιτίας του πολιτικού κόστους στο οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος. Υπό αυτό το πρίσμα οποιαδήποτε προσπάθεια μετάπεισης με οικονομικά επιχειρήματα θα ήταν άστοχη, δεδομένου πως η απόφασή του εδράζεται σε πολιτικά και όχι οικονομικά κίνητρα. Στις 6 Νοεμβρίου, η παρούσα κυβέρνηση θα περάσει από την κάμινο των ενδιάμεσων εκλογών του 2018, όπου οι Αμερικανοί πολίτες θα ψηφίσουν για την εκλογή ενός νέου Κογκρέσου και είναι πολύ πιθανό πως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κινδυνεύει να χάσει την ισχνή πλειοψηφία που έχει στην Γερουσία και την Βουλή των Αντιπροσώπων. Ενδεχομένως ο Αμερικανός πρόεδρος, με την επιθετική του πολιτική, να αποσκοπεί στην πολιτική κεφαλαιοποίηση της πόλωσης, ώστε να «φουσκώσει» τα ποσοστά δημοφιλίας του στη συνείδηση μιας ομάδας ψηφοφόρων, που κατηγορεί την παγκοσμιοποίηση για την οικονομική της δυσπραγία. Επιπροσθέτως, αξίζει να έχουμε κατά νου πως ο πρόεδρος Τραμπ σχεδιάζει να διεκδικήσει και δεύτερη τετραετία στον Λευκό Οίκο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές το 2020, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα παίξει το χαρτί της αξιοπιστίας, ως ο μόνος πρόεδρος που τήρησε απαρεγκλίτως όλες τις προεκλογικές του υποσχέσεις (μεταφορά πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, μείωση φορολογικών συντελεστών, επιβολή δασμών, αύξηση απασχολησιμότητας κλπ).
Θα ήταν λοιπόν καλό για την ΕΕ να μην σπαταλήσει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, διαπραγματευόμενη μία «αμοιβαίως επωφελή διμερή εμπορική συμφωνία», αφού η απέναντι πλευρά έχει κάθε κίνητρο να σαμποτάρει αυτή τη συμφωνία για πολιτικούς λόγους. Λένε πως στο ταγκό χορεύουν δύο, ωστόσο το εμπόριο μπορεί να γίνεται και μονομερώς, με εμάς να εισάγουμε τα πάντα φθηνότερα, άνευ δασμών, και οι Αμερικάνοι με την σειρά τους να εισάγουν τα ευρωπαϊκά αγαθά στην διπλή τιμή, λόγω των δικών τους δασμών. Εξεναντίας, η Commission θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε μονομερή άρση των δασμών και έτερων εμπορικών εμποδίων επί των αμερικανικών εισαγωγών, μονομερώς, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Richard Cobden ακύρωσε μονομερώς τα anti corn laws. Εφόσον εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε στην ίδια πλευρά, όσον αφορά τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου, τότε θα συμφωνήσουμε πως η φιλελευθεροποίηση της κοινής αγοράς (έστω και μονομερώς), μέσω της άρσης των ποικίλων εμπορικών και μη φραγμάτων μεσολαβεί την καλύτερη κατανομή των υλικών πόρων και την οικονομική ευημερία των Ευρωπαίων καταναλωτών και ως εκ τούτου πρέπει να ενθαρρυνθεί, χωρίς αστερίσκους.
Γεννήθηκε στην Κρήτη και είναι τελειόφοιτος φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές υγείας και φαρμακευτικής περίθαλψης. Ακραιφνής Φιλελεύθερος και υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το Debate και το MUN, έχοντας συμμετάσχει σε σχετικούς διαγωνισμούς και προσομοιώσεις. Αγαπημένο ρητό: «Όσο αξίζει ένα άτομο, δεν αξίζει ο κόσμος όλος!»