Της Δήμητρας Καραγγέλη,
Στο α.299 τυποποιείται η νομοτυπική μορφή δύο διαφορετικών εγκλημάτων, ενός βασικού και μιας προνομιούχου παραλλαγής. Τούτο προκύπτει σαφώς εκ του ότι η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση («όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον») παραμένει κοινή και στο έγκλημα της §1 και σ’ αυτό της §2, ενώ η μόνη διαφορά εντοπίζεται στην υπαιτιότητα του θύτη με την προσθήκη του ψυχικού στοιχείου του βρασμού της §2 ως υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου και στο απειλούμενο πλαίσιο ποινής που αξιώνεται. Προηγουμένως, όμως, κρίνεται σκόπιμο υπό της γράφουσας να παρατεθεί αυτολεξεί η πρόβλεψη ολόκληρου του α. 299 ΠΚ για να έχουμε μία πλήρη εικόνα αυτής:
«§1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη.
§2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης».
Είναι φανερό εκ πρώτης όψεως ότι στη §2 αυτού εισάγεται η προνομιούχος παραλλαγή του βασικού εγκλήματος της §1. Πιο συγκεκριμένα, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των τυποποιούμενων νομοτυπικών μορφών των δύο εγκλημάτων αποτελεί η εισαγωγή στην §2 του επιπλέον στοιχείου της εν βρασμώ τέλεσης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, το οποίο θεωρείται ως υποκειμενικό στοιχείο μειωμένης ενοχής του δράστη. Εξ’ αυτού ακριβώς του λόγου και η ποινική απαξία που επιφυλάσσει ο ποινικός νομοθέτης είναι καταφανώς διαβαθμισμένη στα δύο αυτά εγκλήματα. Στην §1 ο νομοθέτης τυποποιεί το βασικό έγκλημα της ανθρωποκτονίας, όπου η επαπειλούμενη ποινή είναι η βαρύτερη όλων, ήτοι αυτή της ισόβιας κάθειρξης, στη δε §2 η απαξία της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη λόγω της κατάφασης στο πρόσωπό του του στοιχείου του βρασμού είναι σαφώς πιο επιεικής, θέλοντας να καταδείξει την σημαντική διαφορά μεταξύ τέλεσης του εκ του αποτελέσματος κρινόμενου εγκλήματος της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ή πάντως σίγουρα όχι εν βρασμώ, στην οποία βρίσκεται ο δράστης της §1 και τέλεσης της σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής που απαιτείται στην §2. Ο άγραφος όρος δε «ήρεμη ψυχική κατάσταση»(1) που προστίθεται από τη νομολογία για την σαφή οριοθέτηση του εγκλήματος της §1 δεν αποτελεί στοιχείο της υπαιτιότητας του δράστη, αλλά βρίσκεται μόνο σε θέση αντίστιξης προς το βρασμό ψυχικής ορμής που απαιτείται ως επιπλέον στοιχείο της υπαιτιότητας του δράστη της §2 ως υποκειμενικού στοιχείου μειωμένης ενοχής αυτού.
Τι σημαίνει, όμως, η έννοια βρασμός ή καλύτερα βρασμός ψυχικής ορμής;
Η έννοια του βρασμού οριοθετήθηκε –κατά κύριο λόγο– από την νομολογία. Πλην, όμως, η συμβολή της θεωρίας υπήρξε εξαιρετικά σημαντική με σπουδαιότερη αυτή του αειμνήστου μεγάλου Έλληνα θεωρητικού της επιστήμης του Ποινικού Δικαίου Νικόλαου Χωραφά(2) , ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον βρασμό ψυχικής ορμής: «ο βρασμός ψυχικής ορμής έγκειται εν τω αποκλεισμώ της σκέψεως, ήτοι της σταθμίσεως των αιτίων των κινούντων προς τέλεσιν της πράξεως και των συγκρατούντων από την τέλεσιν αυτής, τω οφειλομένω εις ψυχικήν υπερδιέγερσιν προκαλουμένην εκ της αιφνιδίας υπερεντάσεως συναισθήματος ή πάθους».
Νομολογιακά, πάντως, η όλη έννοια διέλαβε μιαν μακρά εξελικτική πορεία, η οποία μαρτυρά και την δυσκολία οριοθέτησης της. Ενώ, από το 1960 έως και σήμερα με τις ανάλογες προσθήκες και αφαιρέσεις στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα για την αναγνώριση και κατάφαση του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού περί τέλεσης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής κατέληξε η νομολογία των ελληνικών Ποινικών Δικαστηρίων στην διαμόρφωση του εξής ορισμού(3) που γίνεται πάγια δεκτός: «Ως βρασμός ψυχικής ορμής εννοείται η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη διατάραξη της συνείδησης, ώστε να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα για καταλογισμό, αποκλείει τη σκέψη για στάθμιση των αιτίων που ωθούν στην τέλεση της πράξης, ή συγκρατούν από την τέλεση αυτής, θεωρείται δε ότι υπάρχει ανθρωποκτόνος σκοπός είτε όταν ο δράστης θέλησε ευθέως και αποκλειστικώς τη θανάτωση (dole directe), είτε όταν θέλησε ή να σκοτώσει ή να τραυματίσει (dole alternative), είτε, τέλος, όταν σκοπούσε μεν στην επαγωγή σωματικών βλαβών, δεν απέκλεισε, όμως, το σκοπό ή το ενδεχόμενο της θανάτωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, το βλαπτικό γεγονός, εφόσον είχε προβλεφθεί πρέπει να θεωρηθεί και ηθελημένο.»
Συνεπώς, για την κατάφαση του βρασμού ψυχικής ορμής στο πρόσωπο του δράση απαιτούνται τόσο κατά το στάδιο της απόφασης όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης να εντοπίζεται: α) υπερδιέγερση συναισθήματος (πάθος, ζηλοτυπία, οργή, θλίψη, προσβολή της τιμής, φόβος κ. τ. λπ.), β) η υπερδιέγερση αυτή να είναι αιφνίδια και να μην απέχει χρονικά σε σημαντικό βαθμό από το συμβάν που την προκάλεσε, γ) να υφίσταται τόσο κατά το στάδιο της απόφασης τέλεσης του εγκλήματος όσο και κατά το στάδιο εκτέλεσης αυτού, και δ) να είναι πρόσφορη, ήτοι ικανή, να προκαλέσει στον δράστη αποκλεισμό ή μείωση της ικανότητάς του στην στάθμιση των αιτίων που οδηγούν είτε στην παρώθηση(4) είτε στην απώθηση από την τελική πραγμάτωση της αξιόποινης πράξης, ενώ ε) επουδενί αυτή η απότομη υπερένταση του συναισθήματος δεν θα πρέπει – κατά κανόνα – να οδηγεί σε διατάραξη της συνείδησης του δράστη, ώστε να έχουμε αποκλεισμό – όπως αυτός ορίζεται σχετικά στο α. 34 ΠΚ – ή μείωση της ικανότητάς του για καταλογισμό κατά την πρόβλεψη του α. 36 ΠΚ(5). Στην περίπτωση δε που συμβαίνει να πραγματώνεται αυτό, τότε ο δράστης – κατά κανόνα – τιμωρείται με την ποινή που απειλείται στην §1 του α. 299 και για το διαπραχθέν έγκλημα με την συνδρομή των προβλέψεων του α. 34 (αν υπάγεται στην εκεί οριζόμενη περίπτωση, τότε αίρεται το αξιόποινο λόγω ακαταλόγιστου δράστη, αφού ομιλούμε πλέον για ψυχικά διαταραγμένο άτομο) ή του α. 36 ΠΚ σε συνδυασμό με το α. 83 περ. α’, όπου η ποινή του μειώνεται κατά την εκεί πρόβλεψη του άρθρου από ισόβια κάθειρξη σε πρόσκαιρη κάθειρξη με απειλούμενο πλαίσιο ποινής, μετά την μείωση του αρχικού, να υφίσταται πλέον αυτό της πρόσκαιρης καθείρξεως, ήτοι 10–20 έτη, και συνεπώς σαφώς επιεικέστερο αυτού που επισύρει η απλή εφαρμογή της §1.
Πολλές φορές δε έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο οι συνήγοροι υπερασπίσεως στο πλαίσιο της εναγώνιας προσπάθειάς τους να επιτύχουν περαιτέρω ελάφρυνση της τελικώς επιβαλλόμενης ποινής για τον εντολέα τους και τελέσα ανθρωποκτονία με πρόθεση, πέραν της επίκλησης του αυτοτελούς ισχυρισμού της εν βρασμώ τέλεσης της ανθρωποκτονίας (α. 299§2 ΠΚ), να σωρεύουν και έναν ακόμη αυτοτελή ισχυρισμό αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του α. 84§2 περ. γ’ ΠΚ. Στην εκεί πρόβλεψη του α. 84 ΠΚ, ο ποινικός νομοθέτης επιφυλάσσει στον δράστη μιας αξιόποινης πράξης την δυνατότητα, αφού αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτό να απολαύσει μια σαφώς μικρότερη ποινή απ’ αυτή που θα του καταλογιζόταν αρχικά. Το α. 84§2 περ. γ’ ορίζει σχετικά: «§1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο του προβλέπει το α. 83 ΠΚ και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. §2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α)…, β)…, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ)…, ε)…».
Όμως, στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής του α. 299§2 ΠΚ είναι απαράδεκτο να έχουμε ταυτόχρονη αναγνώριση και της ελαφρυντικής περίπτωσης του α. 84§2 περ. γ’ ΠΚ, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε διπλή μείωση της ποινής, αφού το τυποποιούμενο έγκλημα του α. 299§2 ΠΚ αποτελεί προνομιούχο παραλλαγή του βασικού της §1 με την κατάφαση του υποκειμενικού στοιχείου μειωμένης ενοχής, ήτοι του βρασμού ψυχικής ορμής, και άρα μειώνει ήδη μια φορά την επαπειλούμενη ποινή της ισοβίου καθείρξεως που απειλείται στην §1 και την οδηγεί σε ηπιότερα επίπεδα, αυτά της πρόσκαιρης καθείρξεως με πλαίσιο ποινής 5-20 έτη. Επομένως, σε περίπτωση καταφάσεως από του δικάζοντος δικαστή και της ελαφρυντικής περιστάσεως της περ. γ’ του α. 84§2 ΠΚ που προβλέπει τον αυτό λόγο ως άξιο συνυπολογισμού για την μείωση της προβλεπόμενης ποινής για το τελεσθέν έγκλημα θα προέβαινε σε ανεπίτρεπτη μείωση ποινής και καταστρατηγήσεως μιας θεμελιώδους αρχής του Ποινικού Δικαίου , ήτοι της αρχής ne bis in idem (αρχή τού “ου δις δικάζειν”), καθόσον θα παραγνώριζε την πρόβλεψη του α. 85 ΠΚ. Το α.85 ΠΚ ρητώς απαγορεύει την διπλή μείωση της ποινής ορίζοντας δε ακριβώς ότι «εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83».
Πάντως και σε κάθε περίπτωση, επειδή ο βρασμός θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη ως ψυχική κατάσταση αυτού τόσο κατά την λήψη της αποφάσεως όσο και κατά την εκτέλεση του εγκλήματος, αν ενδεχομένως λείπει σε ένα από τα δύο αυτά στάδια, τότε θα έχουμε εφαρμογή του βασικού εγκλήματος της §1 και συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του α.84§2 περ. γ’ ΠΚ, όπου θα οδηγεί σε μείωση της ποινής κατά το μέτρο του α. 83 ΠΚ, ήτοι 10 – 20 έτη. Παραταύτα, στις περιπτώσεις εκείνες που είναι ακραιφνώς δύσκολο κατά την κρίση του δικαστηρίου να διαπιστωθεί αν η ανθρωποκτονία με πρόθεση τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ή σε βρασμό ψυχικής ορμής, τότε κατά τις επιταγές της αρχής in dubio pro reo (οι αμφιβολίες είναι υπέρ του κατηγορούμενου) ο δικάζων δικαστής επιβάλλεται να αντιμετωπίσει τον κατηγορούμενο ως τελέσα την ανθρωποκτονία σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής του 299§2 ΠΚ, να τον απαλλάξει από την απειλούμενη ισόβια κάθειρξη του βασικού εγκλήματος της §1 και να τον καταδικάσει λόγω αμφιβολιών ως φυσικό αυτουργό του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας σε βρασμό ψυχικής ορμής του α. 299§2ΠΚ.
Ανακεφαλαιώνοντας, οφείλει κανείς να παρατηρήσει πως τόσο από τον ορισμό της έννοιας του βρασμού που πάγια γίνεται δεκτός από τη νομολογία των ελληνικών Ποινικών Δικαστηρίων όσο και από την συχνότητα και την ποσότητα αναγνώρισης της ανθρωποκτονίας σε βρασμό ψυχικής ορμής (299§2ΠΚ) διαπιστώνεται μια συστολή των Ελλήνων Δικαστών να καταγνώσουν την προνομιούχα τούτη παραλλαγή σε πολλές περιπτώσεις ανθρωποκτονιών. Αναντίρρητο αποτέλεσμα αυτής της συστολής δε αποτελεί το γεγονός ότι, αν και σε πολλές απορριπτικές αποφάσεις θα έπρεπε νομικά να αναγνωριστεί η προνομιούχος παραλλαγή του α. 299§2 ΠΚ, καθώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος, παρατηρούμε πως όχι μόνο αυτή δεν αναγνωρίζεται, αλλά πολύ περισσότερο η απόρριψή της δεν συνοδεύεται με την απαιτούμενη επαρκή ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ή ακόμη-ακόμη και ότι οι ισχυρισμοί που στοιχειοθετούν την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της εν βρασμώ τέλεσης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας τείνουν να είναι πλήρως αντιφατικοί.
Κλείνοντας κατά την άποψη της γράφουσας το παρόν κρίνεται εξαιρετικά σημαντικό να υπογραμμιστεί πως ο δικαστής οφείλει να διαμορφώνει την κρίση του αντικειμενικά, καθώς ο ρόλος του ως λειτουργού της δικαιοσύνης πρέπει να παραμένει απόλυτα αντικειμενικός, αδέκαστος και νομικά ορθός τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό επίπεδο.
Βιβλιογραφία
– (1) Στέφανος Παύλου – Γιάννης Μπέκας, ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΙΙ Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας, Περιουσίας & Ζωής, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 1η Εκδ. Αθήνα 2005, σελ. 473 – 475
– (2) Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 9η έκδ., Αθήνα, 1978, σελ. 265
– (3) ΤΝΠΝOMOΣ 151/2014 ΕΦ ΑΘ (ΠΟΙΝ) (683738), 909/2016 ΑΠ (ΠΟΙΝ) (698152), 835/2014 ΑΠ (ΠΟΙΝ) (642308), 159/2012 ΜΟΔ ΠΕΙΡ (630473), 18/2011 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 547913), 552/2011 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 559266), 9/2006 ΠλημΕυρ, 60-65/2004 ΜΟΔΛαρ, 41/1997 ΜΟΔΒερ, 348/1990 ΑΠ (ΠΟΙΝ), 1194/1988 ΑΠ (ΠΟΙΝ), 269/1985 ΑΠ (ΠΟΙΝ), 647/1977 ΑΠ (ΠΟΙΝ), 711/1976 ΑΠ (ΠΟΙΝ).
– (4) Στυλιανός Παπαγεωργίου – Γονατάς, Μονογραφία: «Ο Βρασμός Ψυχικής Ορμής στο Ποινικό Δίκαιο», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, ετ. εκδ. Αθήνα 2001, σελ. 15 και 50 επ.
– (5) Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης, Ποινικό Δίκαιο & Νομολογία, εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ετ. εκδ. Αθήνα 2014, σελ. 180-181
Γεννήθηκε τον Μάη του 1994, μήνα επαναστατικό και διεκδικήσεων! Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και τους τελευταίους έξι μήνες εργάζεται σε Δικηγορική Εταιρία στη Λάρισα. Το Νοέμβριο του 2017 υπήρξε μέλος της αποστολής του Ε.Ο.Π.Ε. στην Εβδομάδα Ειρήνης (Geneva Peace Week) του Ο.Η.Ε. στην Γενεύη, ενώ έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων πάνω στον τομέα των σπουδών της. Για εκείνη το γράψιμο αποτελεί πηγή έκφρασης και ελευθερίας. Κείμενά της θα φιλοξενούνται στις κατηγορίες των κοινωνικών και των νομικών θεμάτων.