11.5 C
Athens
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕλκυστικές φορολογικές συμφωνίες: Η περίπτωση της Amazon στο Λουξεμβούργο

Ελκυστικές φορολογικές συμφωνίες: Η περίπτωση της Amazon στο Λουξεμβούργο

Του Μιχάλη Θεοδωρακόπουλου,

Κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίο ότι ουκ ολίγες πολυεθνικές επιχειρήσεις επιλέγουν το μικροσκοπικό δουκάτο του Λουξεμβούργου ως κρυφό κέντρο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων; Μάλλον καθόλου. Μια μικρή χώρα στο κέντρο της γηραιάς ηπείρου πλούτισε βασιζόμενη στην προσέλκυση αλλοδαπών κεφαλαίων. Σαφώς, η φήμη της εμπιστευτικότητας, της σταθερότητας, της οικονομικής εξειδίκευσης και του επαγγελματισμού, καθώς και η ανθεκτικότητά της κατά την διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης συνετέλεσαν στην ανάδειξή της. Τούτο, όμως, παρότι αναγκαίο, δεν θεωρείται και επαρκές για την εσαεί ευημερία του κρατιδίου. Το Λουξεμβούργο έχει συχνά κατηγορηθεί ως «εκκολαπτήριο αμαρτίας» και «πρωτεύουσα της φοροδιαφυγής», το δε Ευρωπαϊκό Δίκτυο για το Χρέος και την Ανάπτυξη (Eurodad) το χαρακτήρισε ως τον «ευρωπαϊκό φορολογικό παράδεισο ξεπλύματος μαύρου χρήματος».

Σύμφωνα με εκτίμηση της Oxfam, της διεθνούς οργάνωσης για την καταπολέμηση της φτώχειας, το κρατίδιο αυτό συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 10 πρώτων φορολογικών παραδείσων του κόσμου, επιβάλλοντας εξαιρετικά χαμηλούς συντελεστές φορολογίας στις επιχειρήσεις και απέχοντας τόσο από την παρακράτηση φόρων όσο και από την κοινοποίηση πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με φορολογικές αποφάσεις του προς πολυεθνικές εταιρίες. Κατ’ αποτέλεσμα, πλείονες διεθνείς επιχειρήσεις ιδρύουν θυγατρικές εταιρείες και μεταφέρουν στο κράτος αυτό τα κέρδη τους, προκειμένου να απομειώσουν τους φόρους τους και να εξοικονομήσουν κεφάλαια. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η ActionAid, διεθνής Μη Κυβερνητική Οργάνωση (ΜΚΟ) που μάχεται για την εξάλειψη της φτώχειας: αυτή υπογραμμίζει το γεγονός ότι το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία λαμβάνουν περίπου το 26% των παγκόσμιων ξένων επενδύσεων, παρότι συνεισφέρουν λιγότερο από το 1% του Παγκοσμίου Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (Α.Ε.Π.) και προτρέπει για σύναψη μιας διεθνούς συμφωνίας για την πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής. Σημαντική σημείωση: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως οι αναπτυσσόμενες χώρες χάνουν περίπου 213 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, εξαιτίας της φοροδιαφυγής.

Σύμφωνα με την Oxfam, την στιγμή που τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν υπερτριπλασιαστεί τα τελευταία 35 χρόνια -ξεπερνώντας σήμερα τα 7 τρισεκατομμύρια δολάρια- οι εκάστοτε κυβερνήσεις από την μια πλευρά, προκειμένου να προσελκύσουν διεθνή κεφάλαια, λαμβάνουν αποφάσεις, ώστε να μειώσουν την φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων, ως αντιστάθμισμα όμως περικόπτουν δαπάνες που προορίζονται για την μείωση της ανισότητας ή αυξάνουν άλλους φόρους (όπως ο Φ.Π.Α.), με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται δυσανάλογα τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Πλέον η Επιτροπή εφαρμόζει μια στρατηγική προς την κατεύθυνση της δίκαιης φορολόγησης και της αύξησης της διαφάνειας, εξετάζοντας παράλληλα τα οικονομικά τεχνάσματα που επινοούν κράτη-φορολογικοί παράδεισοι, όπως το Λουξεμβούργο, για μετατόπιση των κερδών από ένα τμήμα μιας επιχείρησης προς ένα άλλο για να μειωθεί το φορολογητέο εισόδημα. Ομοίως, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) προτίθεται να αναλάβει δράση για να πατάξει το «φορολογικό αρμπιτράζ», ήτοι την σύναψη τέτοιων ελκυστικών φορολογικών συμφωνιών με μεγάλες επιχειρήσεις.

Για να εξειδικεύσουμε στην εν προκειμένω εξεταζομένη υπόθεση, πρέπει να τονισθεί εξ αρχής ότι το Λουξεμβούργο προσφέρει την ευκαιρία για ειδική φορολογική μεταχείριση και ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες με μεγάλες επιχειρήσεις. Το 2014, τρεις Γάλλοι πολίτες αποκάλυψαν -προωθώντας εμπιστευτικά έγγραφα στα Μ.Μ.Ε.- αυτή την τακτική της συστηματικής φοροαποφυγής πολυεθνικών εταιριών (όπως η Pepsi, η IKEA και η Apple) μέσω της σύναψης σκανδαλωδών συμφωνιών ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης με το Λουξεμβούργο, αποδίδοντας εν τέλει φόρους μικρότερους από το 1% των κερδών τους. Οι επιχειρήσεις αυτές καταμερίζουν τις παγκόσμιες δραστηριότητές τους και εφευρίσκουν σύνθετες εταιρικές δομές, ώστε η πλειονότητα των φορολογήσιμων εσόδων τους να καταλήγει σε τέτοιους φορολογικούς παραδείσους. Όπως ήταν αναμενόμενο, αργά ή γρήγορα θα βρίσκονταν υπό δημόσιο εξονυχιστικό έλεγχο για την πρόκληση τέτοιων στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό.

Στις 4 Οκτωβρίου 2017, με Δελτίο Τύπου της, η Επιτροπή (Commission) διεπίστωσε, έπειτα από εμπεριστατωμένη έρευνα που δρομολογήθηκε στα τέλη του 2014 και με βάση το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, ότι το Λουξεμβούργο χορήγησε αθέμιτα (παράνομα) και αντίθετα στην ενωσιακή νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων φορολογικά πλεονεκτήματα στην Amazon, ύψους περίπου 250 εκατομμυρίων ευρώ. Η Επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ, δήλωσε ότι: «Επιτρέποντας στην εταιρεία αυτή να καταβάλλει σημαντικά χαμηλότερους φόρους από ό,τι άλλες επιχειρήσεις που υπόκεινται στους αυτούς φορολογικούς κανόνες, δεδομένου ότι σχεδόν τα ¾ των κερδών της παρέμειναν αφορολόγητα, το Λουξεμβούργο τώρα βαρύνεται με την υποχρέωση να ανακτήσει την παράνομη αυτή ενίσχυση».

Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρέχουν σε πολυεθνικούς ομίλους επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν είναι διαθέσιμα σε άλλους. Ειδικότερα, το άρθρο 107 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη…και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων…είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές…». Δεν είναι, με άλλα λόγια, επιτρεπτό ένα κράτος που βρίσκεται στο κέντρο μια ενιαίας αγοράς, όπως είναι η εγκαθιδρυμένη εσωτερική αγορά της ελεύθερης κυκλοφορίας των οικονομικών συντελεστών και του ελεύθερου ανταγωνισμού, να υπονομεύει τα γειτονικά του κράτη με το φορολογικό του σύστημα, αναιρώντας την ισότητα των ευκαιριών έναντι των δραστηριοποιούμενων υποκειμένων σε αυτή.

Η δομή του ομίλου Amazon που μας αφορά εδώ έχει ως εξής: οι εταιρίες Amazon EU και Amazon EHT έχουν αμφότερες συσταθεί στο Λουξεμβούργο, ανήκουν εξ ολοκλήρου στον όμιλο Amazon και ελέγχονται τελικά από την αμερικανική μητρική Amazon.com, Inc. Αυτό που έπραξε η εταιρία για το χρονικό διάστημα 2006-2014 και για το οποίο κατηγορήθηκε από την Επιτροπή, ήταν να μεταφέρει την συντριπτική πλειονότητα των κερδών της από εταιρία του ομίλου Amazon που υπόκειται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (την Amazon EU, χάρη στην οποία η Amazon καταλόγιζε στο Λουξεμβούργο όλες τις πωλήσεις στην Ευρώπη και τα κέρδη που απέρρεαν από αυτές) σε εταιρία που, λόγω της νομικής της μορφής ως ετερόρρυθμης εταιρίας και σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία του Λουξεμβούργου δεν υπόκειται σε φόρο (την Amazon Europe Holding Technologies, εταιρία-μεσάζοντα μεταξύ της μητρικής και της προαναφερθείσης που, κατόπιν συμφωνίας με την αμερικανική Amazon, παραχωρεί άδεια εκμετάλλευσης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στην εταιρία εκμετάλλευσης για να πραγματοποιεί επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ευρώπη, δίχως υπαλλήλους, γραφεία και δικές της επιχειρηματικές δραστηριότητες), με αποτέλεσμα να μειώσει σημαντικά τα φορολογικά κέρδη της πρώτης.

Η έρευνα της Επιτροπής για ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης αφορούσε σε φορολογική απόφαση τύπου “tax ruling” που εκδόθηκε από το Λουξεμβούργο για την Amazon το 2003, εγκρίνουσα την μέθοδο υπολογισμού της φορολογητέας βάσης της Amazon EU και την μέθοδο υπολογισμού των ετήσιων πληρωμών της στην μη υποκείμενη σε φόρο εταιρία για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της Amazon, των οποίων έκανε χρήση. Ωστόσο, οι τελευταίες πληρωμές υπερέβαιναν το 90% των λειτουργικών κερδών της Amazon EU και ήταν εμφανώς διογκωμένες (1,5 φορά υψηλότερες!!) από τα ποσά που όφειλε να καταβάλει η δεύτερη εταιρία στην μητρική Amazon στις ΗΠΑ, μη αποτυπώνοντας έτσι την οικονομική πραγματικότητα. Με αυτή την πρακτική, σχεδόν το 75% των κερδών της Amazon καταλογίζονταν αθέμιτα στην εταιρία στην οποία παρέμεναν αφορολόγητα, άρα με την φορολογική απόφαση που εξέδωσε το δουκάτο εγκρίθηκε μια αδικαιολόγητη μέθοδος υπολογισμού των φορολογητέων κερδών της Amazon στην χώρα. Σημαντικό είναι να ειπωθεί εδώ ότι δεν αμφισβητήθηκε το εν γένει φορολογικό σύστημα του Λουξεμβούργου καθ’ αυτό.

Υποχρέωση όμως αυτού, βάσει των ενωσιακών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, όπως προειπώθηκε, είναι να ανακτήσει τις μη συμβιβάσιμες κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η ίση μεταχείριση με τις άλλες εταιρίες και να αφεθεί ο ανταγωνισμός και η αγορά να λειτουργήσουν μακριά από δημοσίου χαρακτήρα παρεμβάσεις και δακτύλους (εν προκειμένω, παροχή επιλεκτικών φορολογικών πλεονεκτημάτων στην Amazon). Σε κάθε περίπτωση, τέτοιου είδους αποφάσεις δεν είναι αξιόμεμπτες και δεν έρχονται σε αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο μόνον υπό την προϋπόθεση ότι όλοι οι φορολογούμενοι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση και τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης.

Το Λουξεμβούργο έσπευσε πάντως άμεσα να δηλώσει ότι θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απορρίπτοντας την κατηγορία ότι είχε προσφέρει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αμερικανικό όμιλο.

Μιχάλης Θεοδωρακόπουλος
Ο Μιχάλης Θεοδωρακόπουλος είναι νέος δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο «Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Γνωρίζει άπταιστα αγγλικά και γαλλικά, κατέχει πιστοποιητικό Αγγλικής Νομικής Ορολογίας από το Διδασκαλείο του ΕΚΠΑ και έχει παρακολουθήσει εξ αποστάσεως προγράμματα Πανεπιστημίων του εξωτερικού με θέμα την διεθνή προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το ευρωπαϊκό δίκαιο.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ